ΤΟ ΘΕΛΩ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΠΡΕΠΕΙ

.

Κάποτε ήταν δύο αδέρφια που είχαν μαλώσει μεταξύ τους, λόγω των συμπεριφορών τους. Τον ένα τον έλεγαν «Θέλω» και τον άλλον «Πρέπει».

Ο «Θέλω», ήταν πρωτότοκος και το αγαπημένο παιδί της οικογένειας.
Όταν γεννήθηκε ο αδερφός του, ένοιωσε ότι ήταν αδικημένος γιατί δεν του έκαναν όλα τα χατίρια οι γύρω του νοιώθοντας ότι με τη στάση τους αυτή, τον τιμωρούσαν.

Ο «Πρέπει» πάλι, ήταν στα μικρά του χρόνια πολύ ευτυχισμένος , γιατί πάντα του έδιναν τα μπράβο οι γύρω του μια και ήταν ένα πραγματικά καλό παιδί.
Όσο μεγάλωναν, άρχισε να νοιώθει ο «Πρέπει», ότι την εικόνα του την χαλούσε η παρέα που έκανε με τον αδερφό του γιατί όσο ζητούσε εκείνος, τόσο κουραζόταν αυτός να είναι συνεπής για να καταφέρνει να παίρνει την αποδοχή των γύρω του.

Αυτό το βράδυ, ήταν πραγματικά δύσκολο.
Έπεσαν να κοιμηθούν μέσα από την συνήθεια που είχαν να νομίζουν ότι κλειδώνουν κάθε βράδυ τη σκέψη τους.
Πάντα δίπλα στο όνομα τους έβαζαν μια μικρή λεξούλα … ένα «Για»
Φώναζαν με πραγματική παρρησία όταν τους ρωτούσαν το όνομα τους , «είμαι ο Θέλω Για» και ο αδερφός του έλεγε «είμαι ο Πρέπει Για»

Δεν ήξεραν γιατί έβαζαν αυτή τη μικρή λεξούλα δίπλα στο όνομα τους, αλλά και αυτό το βράδυ την κράτησαν μαζί τους κλείνοντας τα μάτια τους.

Αυτό το βράδυ ίδρωσαν πολύ στον ύπνο τους, σαν να έβλεπαν ένα κοινό όνειρο που ήθελε να βγάλει αυτή τη μικρή λεξούλα δίπλα από το όνομα τους που τους βάραινε και τους έκανε να νοιώθουν ίδιοι στο επίθετο αλλά διαφορετικοί στο όνομα.

Άκουγαν φωνές που έλεγαν στον ύπνο τους , ότι τα επίθετα στο όνομα τα αλλάζουμε και τότε κάτι άλλο θα σημαίνει το όνομα μας.
Έψαχναν οι σκιές της σκέψης τους, να αλλάξουν το φως που τις δημιουργούσε.

Δεν έβρισκαν επίθετο και γύρισε στο μυαλό τους η αγαπημένη τους μαμά που πάντα τους χάιδευε το κεφάλι λέγοντας τους «παιδί μου»
Αυτό το «Μου» ήταν το καλύτερο επίθετο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν γιατί ερχόταν από μια μνήμη ηρεμίας και αγάπης που ήταν βαθειά μέσα τους.

Αμέσως τα δύο ονόματα τους άπλωσαν το χέρι που δεν συνήθιζαν μέχρι τότε και κρατήθηκαν στον ύπνο τους.
«Αδερφέ» φώναξε ο πρωτότοκος, «το θέλω μου είναι σημαντικό αλλά μισό χωρίς εσένα».
Δεν χρειάστηκε πολύ να του σφίξει το χέρι πιο πολύ ο αδερφός του γιατί πρώτη φορά του έδινε την αξία που είχε και την έκρυβε πίσω από φωνές και απαιτήσεις διεκδικώντας την.
Βούρκωσαν τα μάτια του μικρότερου και του είπε « Τα δικά μου θέλω αδερφέ είναι τα ίδια με τα δικά σου, όμως τώρα το νέο επίθετο βοηθά να κρίνουμε καλύτερα»

Συνέχισε ο πρώην «Πρέπει για» … να μιλά σαν «Πρέπει μου».
«Είμαι τώρα αδερφέ ο Μου Πρέπει … που βλέπω την αξία μου και την άγνοια μου… και σίγουρα βρίσκομαι δίπλα σου που είσαι ο Μου Θέλω , κυρίαρχος και αστραφτερός σαν άξιος πρωτότοκος .. ο δικός μου πρωτότοκος αδερφός»

Πριν χαράξει ο ιδρώτας είχε εξαφανιστεί μέσα από τον ήρεμο ύπνο που ακολούθησε και τα πρόσωπα τους λύθηκαν , σαν να μην τους φόβιζε η σκιά τους.

Κάποιο άλλο φως είχαν διαλέξει αυτό το βράδυ για τη σκιά τους.

Αυτός που έλεγε την ιστορία , θέλησε να μη μάθει τι έγινε όταν ξύπνησαν και έτσι έφυγε από τα κρεβάτια τους όταν άρχισε να τα φωτίζει η πρώτη αχνάδα της μέρας.
Έτσι, δεν την έμαθε κανένας τι ακολούθησε , από όλους όσους την διηγήθηκαν ξανά αυτή την ιστορία.

Όσο ζούσε ο παραμυθάς, έλεγε σε όσους τον ρωτούσαν γιατί δεν έμεινε λίγο ακόμα να δει τι θα έκαναν σαν ξύπνιοι… «αξία δεν έχει να ξέρεις επειδή σου είπαν… αλλά να διαλέγεις εσύ το τέλος».

Υστερόγραφο

Αυτό είναι χαρισμένο σαν κέρασμα για κάθε ποτήρι στο γλέντι της ζωής μας.
Χαρισμένο τόσο στα κρασοπότηρα που στέκουν στα καπηλειά σαν σμίγουν τα μάτια των ανθρώπων, όσο και στα κολονάτα των σαλονιών ποτήρια, που περιμένουν να τους χύσουν μέσα καλό κρασί για να σηκωθούν... σε ένα «εβίβα» κρατώντας μέσα τους την συλλογικότητα του κρασιού ... ως δική τους αξία.

Κ.Ζ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: