Μουσικό κέρασμα για "όραση" με κλειστά μάτια

.


Η πρώτη επικοινωνία ουσίας των ανθρώπων ίσως ήταν το πλησίασμα των ακριβών μας δακτύλων στο κέντρο ηδονής και επιβίωσης, δηλαδή το στόμα, σαν έκαναν την πρώτη μίμηση του κινδύνου που τους ένωνε.
Μιλώ για τον συριστικό ήχο των τεράστιων ερπετών που έφτασε ως τις μέρες μας ατόφιο σημαίνοντας σιωπή.
Μαζί με την σιωπή συνταίριαξε την ύπαρξη του και ο φόβος στα μάτια μας.
Αυτόν κουβαλούμε ακόμη και σήμερα στο «προϊστορικό τοπίο» της εξέλιξης μας.

Η ζωή μας είναι μια ισορροπία πάνω στο λεπίδι της ανάγκης που κρατά δυο άκρες σχοινιών. Το ένα σχοινί μας τραβά στη ζωή και το άλλο στο θάνατο. Αυτή η διαρκής ταλάντευση είναι το δικό μας δικαίωμα μέσα από την βούληση να υπάρχουμε.
Έχουμε όμως και άλλες κατευθύνσεις που δεν έχουν σχέση με το δικό μας καλό ή κακό στην προσπάθεια να μείνουμε όσο πιο πολύ μπορούμε ισορροπιστές στη ζωή μας. Η μια κατεύθυνση είναι το χάος κάτω από μας που μπορεί να το ονομάσουμε και «γνώση» ενώ το επίσης χάος πάνω από το κεφάλι μας θα το λέγαμε «αδύνατη γνώση».
Ανάμεσα λοιπόν στα όρια μας όντας γνώστες και ανίδεοι καλούμαστε να επιλέγουμε την ισορροπία μεταξύ της ζωής και του θανάτου χωρίς να ξέρουμε το κεντρικό «γιατί» της σκηνοθεσίας των Νόμων που υπηρετούμε.
Οι πρόγονοι μας θα έλεγαν ότι είμαστε εν τη γενέσει μας τραγικά όντα, αν και εμείς νομίζουμε σήμερα ότι εποπτεύουμε την αδυναμία μας.

Στο λεπίδι επάνω ανεβήκαμε ως άνθρωποι σαν θελήσαμε να ξεφύγουμε από τον φόβο του συριστικού ήχου και να γίνουμε νικητές της «ανάγκης» μας. Ο λυρικός ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος μας είπε πως «Ανάγκα και θεοί πείθονται» και δεν είχε άδικο, μια που το ολιστικό γεγονός που περιλαμβάνει την ζωή και το θάνατο, κλείνει μέσα του ακόμη και την "δύναμη" των θεών μας.
Αρωγός της ανάγκης λοιπόν είναι η Νόηση και η αέναος προσπάθεια μας να αντικαταστήσουμε το φόβο μας με αυτήν.
Πέρασε καιρός από τότε που πρώτο-ακούστηκε στο "σσσ" και οι άνθρωποι αλλάξαμε πολλούς χυμούς έρωτα μα ζήσαμε και πολλά πένθη στις προσωπικές μας απώλειες, έχοντας προσήλωση πάντα στην ανάγκη του παρόντος μας με βοηθό την λησμοσύνη της ιστορίας μας.
Έμεινε όμως κάτι που ακόμη και σήμερα ο κάθε ένας μας οφείλει να ξεπεράσει τον χαρακτηριστικό ήχο του «σσς» μέσα στα κύτταρα του και να μάθει πως σκέφτεται το βλέμμα αυτών που τον απειλούν.

Σαν μάθουμε τη σκέψη «ανάγκης» του άλλου παύει να μας απειλεί και  μαζί του κατορθώνουμε αυτή την ισορροπία μας πάνω στο λεπίδι για όσο διάστημα αντέχει η βούληση μας να μένει ακούραστη.
Τα προϊστορικά όντα εξελίχθηκαν σε πουλιά και εμείς γίναμε πιο μαλακοί και άτριχοι στα μέλη του σώματος μας.
Η ανάγκη όμως παρέμεινε ίδια και η προσωπική μας μαθητεία να μετασχηματίσουμε τον φόβο σε γνώση δεν άλλαξε καθόλου.
Κάτι μέσα μας "φωνάζει" να εξερευνήσουμε το πάνω και το κάτω καθώς και το μπροστά και πίσω από το σημείο ισορροπίας που έχουμε επάνω στο λεπίδι της ανάγκης μας, ενώ κρατούμε με κόπο τις δύο άκρες μας προς ζωή και θάνατο.
Όλες οι εξερευνήσεις μας είναι νοητές και δεν πάμε πουθενά στη ζωή μας παρά μόνο γνωρίζουμε, μαθαίνουμε, βιώνουμε και υπηρετούμε την χαρμολύπη πάντα από το ίδιο σημείο. Κανένας δεν έφυγε από το σταθερό σημείο της ισορροπίας του, απλώς εξέλιξε την επεξεργασία των πληροφοριών της Νόησης του.
Μα δεν είμαστε σίγουροι αν και ο κόσμος είναι τίποτε περισσότερο από ένα σημείο…αν ψάξουμε τα λόγια των ξεχασμένων φιλοσόφων όπως του Παρμενίδη.
Εμάς όμως "κυτταρικά" δεν μας ενδιαφέρουν τα διανοήματα, αλλά το βίωμα της δικής μας γνωριμίας με τον φόβο των συριστικών ήχων.

Ευκαιρία είναι λοιπόν να ακούσουμε μουσικά θέματα από την ταινία «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» του 1992, που τα αγαπώ πολύ και ας φανταστούμε ότι είμαστε απόγονοι των ιπτάμενων δεινοσαύρων -ως αετοί- στον αέρα με το ψυχρό και αποφασισμένο μάτι να ζήσουμε επιβιώνοντας στο τοπίο που μας δόθηκε, χωρίς να έχουμε τρόπο να το γνωρίσουμε έξω από την ανάγκη μας.
Ο λόγος που μου αρέσει η μουσική του έργου είναι γιατί χωρίς να κρύβει την πολεμική της πρωτόλειας πραγματικότητας μέσα από την επανάληψη των μελωδιών της βίας, ενυπάρχει μέσα του μουσικά  μια αγωνιώδης προσπάθεια ατομικής εξέλιξης προς το πέταγμα της σκέψης μας. Κάπως έτσι κατορθώνουμε να αισθανθούμε μέσα από το μουσικό άκουσμα, την ώρα που φαίνονται όλα να επαναλαμβάνονται απειλητικά για μας τη θέα από ψηλά, αλλάζοντας το γνωστικό μας επίπεδο.

Ποτέ δεν θα φύγουμε από την προσωπική μας ανάγκη και πάντα θα είμαστε μέρος ενός «Όλου» που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Όμως η Νόηση μας σαν πλησιάσει δρόμους εξερεύνησης πέρα από τα δύο σπουδαία σχοινιά που μας κρατούν σε ισορροπία πάνω στο λεπίδι θα γεμίσουν χαρά το σπουδαιότερο όργανο συν-ύπαρξης που καταλήγει στα χείλη μας.
Ας πούμε ότι είναι μια εκδοχή τα όσα έγραψα, για να ακούσουμε αυτό το έργο διαφορετικά, ανακαλύπτοντας μια άλλη γλώσσα που παρόμοιες της έχει η φύση γύρω μας και σαφώς τις αγνοούμε.
Η ζωή δεν είναι ανθρωποκεντρική και όποιος την βλέπει έτσι διαπράττει την προσωπική του Ύβρη.
Όταν λευτερωθούμε από την αλαζονεία να ορίζουμε ως κέντρο του σύμπαντος τις ανάγκες μας, τότε θα νιώσουμε καλύτερα τον Έρωτα που δεν τον λειτουργούμε ως κτήτορες αλλά ως διαβάτες θα τον λιτανεύουμε ευλαβικά στους περαστικούς Διονυσιασμούς της ζωής μας.

Καλή ακρόαση αν δεν έχετε άλλη αξιοσέβαστη γνώμη που να λέει :
«Αι στο διάβολο και εσύ με τις αναλύσεις σου»

Ιππόλυτος του Ευριπίδη

.

Μου ήρθε η επιθυμία να γράψω για την τραγωδία του παππού Ευριπίδη «Ιππόλυτος». Ο ποιητής καταγόταν από την πατρίδα του θρυλικού Αίαντα, η οποία στις μέρες μας είναι παρακμασμένη με εποίκους της ανάγκης που την ονομάζουν ακόμα Σαλαμίνα.

Τι τάχα να έχει να μας πει αυτό το έργο που καταγίνεται με τα καπρίτσια της Αφροδίτης που θέλησε να τιμωρήσει ένα ευσεβή με έπαρση θνητό –τον Ιππόλυτο- επειδή προτιμούσε αντί Αυτήν, την αγνότητα από την ερωτική επαφή και την θεά Άρτεμη;
Γιατί να παρακολουθήσουμε όλη την ερωτική έξαψη της μητριάς του Φαίδρας για αυτόν, που τον πόθο τούτο της τον έστειλε η Αφροδίτη;
Θα έλεγα πως ο μυθοπλάστης Ευριπίδης κάτι θέλει να μας πει μέσα από την ιστορία του. Για να είμαι πιο ακριβής μας λέει πάρα πολλά και έχουν να κάνουν με την ίδια την αμφισβήτηση σε ότι θεωρούμε Θείο, χωρίς όμως να έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε και πολλά πράγματα για την αδυναμία μας να εποπτεύουμε τη ζωή μας.
Μας διδάσκει το «μέτρο» που συχνά ο ωφελιμισμός και οι αντιλήψεις μας το ξεπερνούν κάνοντας μας υβριστές στη ζωή μας που δεν την ελέγχουμε. Δεν μπορούμε να έχουμε "ζωή" σαν δεν περάσουμε όλα τα στάδια της...μέσα από τα μαθήματα της πρόκλησης.
Δεν αφήνει «τελεία» ως διδαχή το έργο στη σκέψη του κάθε ενός μας, μια και αποδέχεται πως είμαστε ταυτόχρονα λάγνοι και καθάριοι στη σκέψη ή ακόμα περισσότερο θύτες και θύματα του εαυτού μας.
Κάποιοι που μιλούν για την επιζητούμενη Σοφία της Διάκρισης ως στοιχείο της προσωπικότητας μας, είναι συνήθως αυτοί που δεν βλέπουν πως γίνονται μέσα από τις βεβαιότητες τους μαριονέτα σε άγνωστα χέρια που ονομάζονται μοίρα, ζώντας μέσα στα τεράστια κενά της αγνωστικής τους ύπαρξης…

Ο Ευριπίδης είναι παρατηρητής της ζωής μας και κρατά σιωπηλός απόσταση από την περιπλάνηση στον μαιανδρικό λαβύρινθο της ατομικής μας πορείας. Τα λέει όλα χωρίς να φοβάται μήπως δεν τον αποδεχτούν οι υποκριτές γύρω μας που κρύβουν τις δικές τους ελλείψεις από τα μάτια τους.

Στη ζωή μας έξω από το βίωμα του «Εγώ» και τον παραμορφωμένο καθρέφτη από τον ωφελιμισμό μας, που δείχνει -συνήθως ψευδώς- τις ανάγκες μας, δεν έχουμε τίποτε άλλο στον κόσμο. Η ανατροπή αυτής της εφήμερης όσο ζούμε κτήσης, είναι ο θεόσταλτος Έρωτας που δεν έχει μέσα του το καλό ή το κακό παρά μόνο το βίωμα του πλούτου και της φτώχειας. Αν θα θέλαμε να γράψουμε ο καθένας την ιστορία μας  μέσα σε τρεις λέξεις, θα ήταν μια πρόταση που θα έλεγε πως το Εγώ μας ερωτεύτηκε μέσα από ιδέες, χωρίς να ξέρει… Ο πόθος σε εμάς τους θνητούς ανθρώπους, είναι το σαράκι που έχουμε στα κύτταρα μας για να υπηρετούμε τον άυλο καταλύτη της ζωής Έρωτα που την γεννά και τελειώνει.
Όποιος θελήσει να διαπράξει ύβρη λέγοντας πως ξεπερνά την κυτταρική του μνήμη και περιφρονεί τον Έρωτα, είναι καταδικασμένος να εισπράξει την Νέμεση των ιδεών του.
Την αρμονία μας προτείνει ο Ποιητής, που βρίσκεται ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι» του «μπορώ» της ζωής μας. Δύσκολα πράγματα για εποχές φαύλης κατανάλωσης των θέλω μας, που νομίζουμε ότι είμαστε το κέντρο των επιθυμιών μας.

Θα μπορούσαν επί του έργου να πουν πολλά περισσότερα οι θεατρολόγοι, μα εμένα μου αρκεί που νιώθω τον λόγο τούτο στο σήμερα και τον βρίσκω ζωντανό γύρω μου.
Ποιος δεν έχει ζήσει την υπερβολή μέσα από τις αντιλήψεις του αδικώντας στις σχέσεις του;
Ποιος δεν έχει ζητήσει τυφλά την ικανοποίηση του πόθου του χωρίς να ελέγχει τη ζωή του;
Ποιος δεν έχει πληρώσει την φοβία του να ζήσει χωρίς να τσαλακωθεί μέσα από την άγνοια του;

Δεν έχω και άλλα να γράψω βέβαια, μια και τα λόγια είναι άχρηστα αν δεν ταιριάζουν με το βίωμα της καρδιάς που τα απαντά στο συν-αίσθημα της τέχνης.

Παραθέτω ένα βίντεο του Εθνικού Θεάτρου από την Επίδαυρο που παρουσιάστηκε το έργο στους θεατές το 2004, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαϊδη.
Καλή παρακολούθηση σε όσους επιλέγουν την βάσανο της σκέψης αυτού του προλογισμού.

http://www.youtube.com/watch?v=dtosLMmIroQ&feature=related

H φιέστα των Ολυμπιακών του 2012

.
Με την ευκαιρία της έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2012 στο Λονδίνο, που συνειδητά δεν την είδα, αναρτώ ένα άρθρο του φίλου μου Σωτήρη Γλυκοφρύδη.
Παρακολουθώ μια ευαισθησία στο θυμικό των Ελλήνων προσπαθώντας να κρατηθούν από ιδεώδη που τα θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής τους ταυτότητας.
Η αιρετική μου οδηγία για ανάπτυξη της πολυμέρειας σκέψης βρίσκεται συμφωνούσα με το άρθρο του αγαπητού μου Σωτήρη.
Θέλει προσοχή όταν παίζουμε «σκάκι» γιατί δεν πρέπει να παρασυρόμαστε σε χώρους ιδεών που δεν είναι ασφαλείς για την δική μας επιβίωση.
Η Ελληνική σκέψη ουδεμία σχέση έχει με την σημερινή γιορτή του marketing των Ολυμπιακών αγώνων. Έτσι έχουν καταντήσει δυστυχώς αυτές οι τετραετείς γιορτές της ντόπας και του υλικού ανταγωνισμού.
Η σύσταση των ιδεών μας μοιάζει με τη σκέψη που λέει πως είδαμε «κόσμο» και βρισκόμαστε παρασυρμένοι πνευματικά από την μεριά του βουνού που έχει λάσπη και κουνούπια… υπάρχουν και καλύτερα τοπία στα οποία μπορεί να μας οδηγήσει η σκέψη της γλώσσας μας… Η Ελληνική γλώσσα είναι γνώση και κρίση φιλοσοφική με ερωτήματα έξω από την πρώτη ανάγνωση.

Ας προσπαθήσουμε να είμαστε λιγότερο αδικημένοι και επηρμένοι οι Ελληνο-έλληνες, σαν θέλουμε να γίνουμε παγκόσμιοι Έλληνες. Το ανάδελφο Έθνος έχει πάντα ηρεμία στη σκέψη του και σαφώς φτιάχνει τα δικά του τοπία ως προπομπός… ακόμη και τώρα που όλα δείχνουν ότι είμαστε ραγιάδες των αναγκών που χάλκευσαν οι καταναλωτικές επιθυμίες μας.




Οι Ολυμπιακοί αγώνες, ο τράγος του Σικελιανού
και η νεκρανάσταση ενός πεθαμένου
(αναθεώρηση για μια νεα εποχή)


του Σωτήρη Γλυκοφρύδη

Τον 6ο π.Χ. αιώνα, ο Σόλων αντιδρούσε στους Ολυμπιακούς αγώνες, διότι όπως έλεγε, « η πολιτεία ξόδευε γι’ αυτούς πολλά ενώ είχε αλλού να δώσει». Την ίδια εποχή οι μικρασιάτες Ίωνες σταμάτησαν να μετέχουν, διότι όπως έλεγαν, «οι αγώνες έδιναν αξία στις σωματικές και αγνοούσαν τις πνευματικές δυνάμεις». Τι συμβαίνει; Στις παραμονές της κλασικής εποχής, υπάρχουν Έλληνες, και δη σημαντικοί, που αντιδρούν στους Ολυμπιακούς αγώνες;
Για κάποιους που έχουν εισδύσει στα βαθύτερα της ιστορίας, ξέρουν πως η λεγόμενη «κλασική εποχή» είναι το μαυσωλείο μιας προγενέστερης «χρυσής εποχής» δυο χιλιάδων χρόνων. Στην ουσία οι Ολυμπιακοί αγώνες που θεσπίστηκαν το 776 από τους Δωριείς, αποτελούν ταφικά μνημόσυνα της εποχής των Ομηρικών προγόνων τους, Μυκηναΐων. Ξεκίνησαν ως αγώνες μνημοσύνης και εκτίμησης.
Δικαίως λοιπόν η «μάνα της Δημοκρατίας», ο Σόλων, διαμαρτυρόταν ότι η πολιτεία ξόδευε πολλά, όπως και οι Ίωνες που έψαχναν την ίδια εποχή την ουσία της ζωής πέραν από τις έννοιες των κοσμοειδώλων. Κατά τους προσωκρατικούς στοχαστές, οι Ολυμπιακοί αγώνες αποτελούσαν ένα δείκτη σεβασμού των αξιών μιας ζωής που χάθηκε. Χωρίς υπερβολή, η κλασική εποχή προκύπτει το κύκνειο άσμα μιας παλαιότερης, πραγματικά μεγαλύτερης σε αξίες, εποχής, αλλά χωρίς ανάλογα ευρήματα - κτερίσματα.
Όταν η Ευρώπη με πρωτεργάτη τη ρομαντική Γαλλία έφτασε σε μια δύσκολη καμπή που χρειαζόταν πρότυπα ηρώων του Ομήρου μετά την ήττα της από τους Πρώσους, προσπάθησε να τα συστήσει μέσα από την επαναφορά των Ολυμπιακών αγώνων, ως εκπρόσωπο του μεγάλου, του ωραίου και του αληθινού. Στην ουσία όμως έκανε ένα μνημόσυνο στον αρχαιοελληνικό κόσμο του «ευ αγωνίζεσθαι», μη ανασταίνοντας όμως αυτές καθ’ εαυτές τις Ομηρικές αξίες, μοιάζοντας με τον τράγο του Σικελιανού, που προκύπτει ως Διόνυσος και Πάνας να κοιτάζει από την Κινέττα προς τη θάλασσα, μηρυκάζοντας τα χείλη.
Οι ρομαντικο-λυρικοί της εποχής, όπως εδώ ο Κάλβος και ο Παλαμάς (ως οι σπουδαιότεροι), και οι σουρεαλιστές κατόπιν, ως ερωτο-ψυχικοί, θα πιστέψουν στην ανάσταση ενός άταφου νεκρού, όπως ο Σικελιανός που θα προσπαθήσει να αναστήσει ένα πεθαμένο με δελφικές τελετές και ορφικούς ύμνους, παίρνοντάς τον από το νεκροτομείο των Αθηνών στο σπίτι του στην Κηφισιά. Ανασταίνεται όμως ένας πεθαμένος; Ο Καβάφης κρυφοειρωνικά και πεσιμιστικά, λέει προς όλους, ότι ενώ έπρεπε να πουν το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, είπαν το λεθεμένο «Ίσως». Ο Έλληνες κατά τον Καβάφη και τους νεκρικούς (Καρυωτάκη, κ.λπ), δεν μπορεί να ανακτήσει τα παλιά πρότυπα και τις απολεσθείσες αξίες.
Επομένως, πρέπει να προσδιορίσουμε ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι μια ταφική γιορτή, ένα μνημόσυνο σαν αυτά της Κρήτης όπου χορεύουν οι ζωντανοί με θεούς και πεθαμένους απά στον Ψηλορείτη. Εάν όμως, πράγματι θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανή και διαχρονική την ανάμνηση κάποιων αξιών, θα πρέπει να μετακυλήσουμε από την προγονολατρεία στην προγονοεκτίμηση και κριτική, και να επανασυνθέσουμε κατόπιν την βαθύτερη αλήθεια, ενώ για να τιμήσουμε τους όντως σημαντικούς προγόνους μας, πρέπει να βγουν τα άχρηστα αγωνίσματα, κατεβάζοντας το κόστος των αγώνων, βάζοντας στη θέση τους σύγχρονα και πνευματικά (όπως τα τελευταία εντάχθηκαν στα Νόμπελ). Και όλα αυτά, είναι απαραίτητο να τα συνθέσουμε με την προοπτική της πρακτικής ζωή μας ως νεοέλληνες και όχι σαν Ελληνοέλληνες.
Αλλιώς, ως Ελληνοέλληνες, θα είμαστε σαν τον τράγο του Σικελιανού η σαν τον ίδιο τον Σικελιανό που προσπαθούσε με ξόρκια, επικλήσεις και φιλιά στο στόμα, τη νυχτιά, να αναστήσει ένα πεθαμένο.
Είναι τραγικό: Ο «θάνατος» - η αποκαθήλωση της αξίας - ενός τεράστιου σε μέγεθος γονιού να αποτελεί για το παιδί την αυγή της λύτρωσής του.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

.




Τα βήματα μου κατευθύνθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη, όπου φιλοξενούσε στους χώρους του ένα πολύ-θέαμα από δράσεις με λόγο ηθοποιών σε διάφορα σημεία του χώρου. Τα κείμενα αφορούσαν  σε θεματικές νοημάτων που συνιστούν την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Σε κάθε δράση υπήρχε ένα λιτό εικαστικό μόρφωμα από παλαιωμένα ξύλινα καδρόνια και τάβλες, καθώς επίσης ένα λευκό ριζόχαρτο από ανοιγμένο ρολό ήταν απλωμένο σαν ατομική σκηνή στα πόδια του ηθοποιού. Η σκηνοθεσία και η συνολική σύλληψη ήταν του Νίκου Διαμαντή.
Κράτησα στο χέρι μου ένα γραφιστικό έντυπο που είχε μέσα του μια ασάφεια στην κατεύθυνση του επισκέπτη. Μαζί με τον υποτιθέμενο χάρτη ξεκίνησα να ανακαλύπτω την αίσθηση που ήθελαν οι καλλιτέχνες να κοινωνήσουν μαζί μου.  Δύσκολο το οδοιπορικό των συναισθημάτων, καθώς άφηνα τον εαυτό μου να βιώσει κάθε φορά τον λόγο και την επίδραση της εικόνας. Πέρασα από συναισθήματα θυμού,  συγκίνησης, απόρριψης, αποδοχής, ηρεμίας, απογοήτευσης κλπ.   Η λογική μου στην αρχή ήθελε να ενώσει ότι έβλεπα πίσω από ένα σκηνοθετικό στόχο, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι η ίδια η ζωή δεν έχει στόχο, αλλά μια αέναη ανακύκληση που αξία έχει το συμβάν και η ατομική μας κατανόηση πάνω σε αυτό.

Πάντα έχω –ως μέσος άνθρωπος- έτοιμα τα βέλη στη φαρέτρα της σκέψης μου, που η μόνη ιδιαιτερότητα της χρήσης τους είναι πως τα στέλνω τόσο στο παρατηρούμενο, όσο και σε εμένα τον ίδιο ως παρατηρητή. Συνήθως η «κρίση» των ανθρώπων (όπως εκπαιδεύτηκα) έχει ως αλάθητο κέντρο τον παρατηρητή και σε αμφισβήτηση ή αποδοχή μπαίνει πάντα το παρατηρούμενο. Εδώ τα πράγματα ήσαν πιο περίπλοκα και κλήθηκα να αποδεχτώ τελικά εμένα ως θεατή για ότι κουβαλώ ετερόκλητο μέσα μου εκφράζοντας το απέναντι στις προκλήσεις των πληροφοριών.

Πολλές οι πληροφορίες από τις θεματικές των καλλιτεχνών που ερμήνευαν το κάθε δρώμενο. Μονολεκτικά θέματα όπως ο Έρωτας, η Σκιά, το Κακό, η Συγνώμη, η Θρησκεία, το παιχνίδι, το Ζώο, η Ουτοπία, η Δημοκρατία και πολλά άλλα ήσαν ανεξάρτητα αλλά και όλα μαζί συνέθεταν την εικόνα της ετερόκλητης πραγματικότητας που ζούμε.
Κάποιες ερμηνείες ηθοποιών με τράβηξαν περισσότερο όπως αυτή του κυρίου Νίκου Παντελίδη που ερμήνευε την θεματική αφήγηση «Ζώο», καθώς και της κυρίας Αντιγόνης Φρυδά που σε μια γωνιά της σκάλας των επισκεπτών ανέλυε ερμηνευτικά το θέμα «Έλεος». Κάποιες παρουσίες μου φάνηκαν αδιάφορες και μερικές άλλες πως ενίσχυσαν απλώς την διακοσμητική άποψη της συνολικής σύλληψης.  Όμως για να είμαι δίκαιος δεν υπήρχε και ο απεριόριστος χρόνος για να αφιερώσω πλήρη παρατήρηση σε τόσο ετερόκλητα θέματα που για κάθε ένα χρειαζόταν και ένα διάστημα προσωπικής αποφόρτισης για κατανόηση των πληροφοριών που ελάμβανα.

Πάνω που είπα να ξεκουραστώ λίγο και κάθισα στο προαύλιο του μουσείου για να κάνω το τσιγαράκι μου, έστρεψα το ενδιαφέρον μου σε ένα πηγαδάκι των δρώμενων που αφορούσε το θέμα Δημοκρατία και συντονίστρια ήταν η γλυκύτατη πανεπιστημιακή καθηγήτρια Πέπη Ρηγοπούλου. Πάνω στην υποτιθέμενη ξεκούραση, μου βγήκε καθώς ζητούσε ως συντονίστρια την συμμετοχή του κοινού το «Τις αγορεύειν βούλεται». Βέβαια στην συνέχεια το μετάνιωσα που άνοιξα το στόμα  εισπράττοντας αξιολογικά την ανάδραση του λόγου μου, γιατί οι προσωπικές μου απόψεις επάνω στην φιλοσοφική συζήτηση είναι πολύ ακραίες για κάποιους, μια και θεωρώ ότι η γλώσσα των σκέψεων σαν δεν έχει μαθηματική συμπεριφορά κατά τον διάλογο είναι απλώς ένα συναισθηματικό φληνάφημα.  Άλλωστε κανένας δεν καταλαβαίνει (πλήρως) τι εισπράττει ως έννοια μέσω των νοημάτων, γιατί απέχουμε πολύ από την αποσαφήνιση των δογματικών αφηρημένων εννοιών ως κοινωνία και τούτο είναι το πολιτισμικό μας κουσούρι.
Πάντως για ακόμη μια φορά μου μπήκε το ερώτημα αν η άγνωστη λέξη Δημοκρατία έχει ουσία και υπόσταση στη ζωή μας.

Αποχωρώντας από το μουσείο, δεν είχα σαφή την εικόνα αν μου άρεσε ή όχι το σύνολο που είδα. Ίσως αυτή η αμφιθυμία να ήταν και ο σκηνοθετικός στόχος του κυρίου Διαμαντή μαζί με τους συνεργάτες ηθοποιούς του. Πάλι όμως δεν ήμουν σίγουρος ότι είχε αυτή τη στόχευση που μόλις λόγιασα, μια και στην τέχνη  μπορεί να εκληφθεί ως απολογητικός «στόχος» το απροσδιόριστο αποτέλεσμα στη σκέψη του θεατή.  Συχνά η πρόθεση έχει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα στις χαοτικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής μας νοημοσύνης.

Με λίγα λόγια έφυγα φορτωμένος με το μέγα ερώτημα τι είναι «Τέχνη» και ποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο κουβαλά επάνω της αυτή η έννοια.
Επειδή όμως είμαι σοβαρός και ξέρω ότι όλοι μας κουβαλάμε ως ποιότητα σκέψης αυτή του «τενεκέ» λόγω των ελλείψεων μας να φτάσουμε τέτοια νοήματα, ηρέμησα και είπα πως κέρδισα ένα ακόμη άλυτο «τι» στο γνωστό ερώτημα.

Η εποχή μας ψάχνεται … και αναζητά ρηξικέλευθες σκέψεις που όμως ξέρω καλά πως όλες σαν μονοπάτια δεν έχουν και  βατότητα διεξόδου. Καλό όμως είναι να δημιουργούνται νέες οπτικές και ας προσφέρουν έστω μόνο την βάσανο της περιήγησης αναπάντητων ερωτημάτων στη ζωή μας. Σάμπως το ταξίδι δεν έχει την ουσιαστική σημασία πηγαίνοντας για την Ιθάκη; Προσωπικά έχω αρχίσει να θεωρώ «Τέχνη» την κάθε στιγμή στη ζωή. Όπου ρίξω τον προβολέα της σκέψης μου, εκεί αρχίζουν να γεννώνται πρωτόγνωρα πράγματα που τα θαυμάζω με δίπολο αισθήσεων την χαρά και την λύπη.

Βέβαια το ότι η εποχή μας έχει ανησυχίες, δεν σημαίνει πως ο χρονικός προσδιορισμός «εποχή» με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων της έχει καμία ενιαία συγκρότηση.  Η επικοινωνία των ανθρώπων σε όλο το φάσμα των μονάδων που την απαρτίζουν, είναι μια χαοτική εξίσωση με τόσο διαφορετικές σκέψεις που στην καλύτερη περίπτωση μας απογοητεύει.
Η επιζητούμενη Παιδεία, ως εργαλείο ανάπτυξης ποιοτικού κριτηρίου στην κοινωνία, δεν είμαι σίγουρος ότι έχει αποκλειστικό πέρασμα την Τέχνη, μια και το κέντρο «Άνθρωπος» έχει πολύ δρόμο γνώσης επάνω στην κατανόηση των αναγκών του, ώστε να φτιάξει κάποτε αρχικά μια Πολιτεία και μέσω τούτης να βελτιώσει την συνύπαρξη του κάνοντας Τέχνη.

Μέσα στα χρόνια που περνώ δίπλα από την θεατρική Τέχνη, έχω παρατηρήσει πως η πλήρης αποδοχή με ενθουσιασμό κάθε πρωτότυπης δράσης ή κατ’ άλλους η συλλήβδην απορριπτική τους κρίση πάνω σε αυτήν, είναι το δίπολο που κινείται ο κόσμος.
Εμένα δεν με καλύπτει τούτο, γιατί πάντα αφήνω το περιθώριο να μην κατάλαβα κάτι που είδα, ή αντίστοιχα να είμαι ασυνείδητος κόλακας εξύψωσης του Εγώ μου σαν θέλω να επαινέσω ως μέτοχος της γνώσης τη σκέψη ενός Δημιουργού.
Αντ’ αυτού ας κρατήσουμε για τούτο το οδοιπορικό στο Μουσείο, την αίσθηση ότι αξίζει να υπάρχει ζωή και μη περιμένουμε να της δώσουμε ταυτότητα μια και ούτε εμείς οι ίδιοι έχουμε… και απλώς δεν το ξέρουμε.


Στοιχεία πρόσθετα:

Είδηση για την εκδήλωση http://www.zougla.gr/politismos/article/mousio-an8ropinis-simperiforas


Καίγομαι



Καίγομαι … 
στα πεζοδρόμια της ανίας μας


(Κατάλληλο κατόπιν γονικής συναίνεσης)
του Κώστα Ζωγραφόπουλου 

Με το ρεμπέτικο που δεν ανήκει στην κάστα των φλώρων που το χρησιμοποιούν ως "φερετζέ αξίας" όντας αδερφές (1) με μουστάκι, είχα πάντα μια καλή σχέση.
Ο «ρεμπέτης» δεν είναι ένα πρόσωπο που προϋπάρχει ως κοινωνική φιγούρα, αλλά αντίθετα διαμορφώνεται από την κοινωνία εμφανίζοντας αντιθέσεις που ως προς αυτή, μέσα από τις ιδέες και τις ανάγκες του.
Πολλές φορές η τραγουδιστική εκφορά του λούμπεν ρεμπέτη, έχει αναφορές που μοιάζουν με καψούρα, όμως η αθέατη αντίθεση του με την κοινωνία μέσα από τα τραγούδια, είναι απέναντι στην ίδια τη ζωή του και τα αδιέξοδα που διαπιστώνει σε μια τραγωδιακή συνειδητοποίηση του παρόντος του.
Τον λούμπεν άνθρωπο, τον έχουμε συναρτήσει με την κουρελιασμένη κοινωνικά υπόσταση που λειτουργεί μέσα από το θυμικό του, μη έχοντας να χάσει τίποτε από το απόλυτο μηδέν που του ανήκει ως βούληση επιλογών.  
Αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος για την επιζητούμενη προβλέψιμη ομοιομορφία στην κοινωνία.
Η συνηθέστερη επικινδυνότητα του εκφράζεται απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, όντας σε καλύτερη διαλεκτική σχέση με τον ίδιο το θάνατο.
Το ρήμα «έχω» προσδίδει ένα ψεύδος στη ζωή μέσα από την αντίληψη της σταθερότητας και την απομάκρυνση (εκ των συνθηκών) του θανάτου από τον νου.  Αντίθετα ο λούμπεν ρεμπέτης γνωρίζει βιωματικά ότι το «έχω» είναι κίβδηλο και στη θέση του βρίσκεται ένα απροσδιόριστο «Είναι» που το κοιτά συνήθως με απορία ανεξάρτητα του μορφωτικού του επιπέδου.
Οι θεωρίες των ανθρώπων κρύβουν μέσα τους -συνήθως- το όφελος μιας κεφαλαιοποίησης υλικής ή πνευματικής. Ο ρεμπέτης τα έχει όλα απαξιώσει με μια οξύμωρη έκφραση. Θεωρεί ότι το μόνο που του ανήκει είναι οι επιλογές της ερωτικής του σχέσης με τη ζωή, κάνοντας πολλές φορές χορό το συναίσθημα του. Επάνω σε αυτή την μοναδική  ελευθερία του, έρχεται να απαξιώσει ότι θεωρεί πλαστό και «δήθεν» από την κοινωνία λέγοντας ότι το γράφει στα αρχίδια του.
Με αυτό τον τρόπο απαξιώνει και το τελευταίο οχυρό της κυριαρχίας του, θέλοντας να πλησιάσει όσο μπορεί πιο ελεύθερος τον ίδιο τον θάνατο που τον νιώθει καθημερινά. Θα τραγουδήσει λοιπόν... όλα είναι ένα ψέμα , μια ανάσα μια πνοή...

Οι κοινωνίες που δεν είναι τίποτε άλλο από μια κακέκτυπη απομίμηση της βίας στη φύση μέσα από ένα πλέγμα ιδεολογημάτων συνύπαρξης, έχουν αδυναμία να ρυθμίζονται λειτουργικά ώστε να υπηρετήσουν την ιδέα της Πολιτείας που είναι νοητική.  Συνέπεια τούτου είναι να δημιουργούν τον νοητικό θάνατο κάποιων μελών τους, μετατρέποντας σε λούμπεν κάποιες ομάδες ανθρώπων.

Οι κοινωνίες δεν απειλούνται από τους λούμπεν ανθρώπους τους, μια και η αυτοκαταστροφική τάση τους δεν επηρεάζει την τάξη της παραγωγής ιδεών που επαναλαμβάνουν ασυνείδητα τον κύκλο της ζωής τους, ονομάζοντας την συχνά με το επίθετο «γλυκιά».  Η φύση δεν έχει μέσα της την έννοια της ανθρωποκεντρικής δικαιοσύνης, αλλά την  Τίση που είναι η διαδικασία επανακαθορισμού της ισορροπίας της, μέσα από βίαιες -πολλές φορές- ενέργειες που λαμβάνονται ως τιμωρία.
Ο ρεμπέτης το γνωρίζει τούτο βιωματικά και λέει με φιλοσοφική διάθεση την έκφραση «όλα εδώ θα μείνουνε».

Όλα τούτα τα έγραψα έτσι για την πλάκα μας, χωρίς καμιά βαρύτητα πρόθεσης, μια και η σοβαρότητα των λόγων στη ζωή είναι πιο πολύ κοντά στους φλώρους (2) που δεν έχουν την βιωματική προσέγγιση της λούμπεν αντίληψης.  Τα λόγια συνήθως είναι πνευματικά σάλια που εξωραΐζουν την φυλακή της βιωματικής άγνοιας που έχουμε στη ζωή.
Η ζωή που βιώνεται δεν έχει περιγραφές και προσεγγίσεις λεκτικές, μια και τα βιβλία που γράφονται για την πείνα ανήκουν συνήθως σε χορτάτους συγγραφείς.

Έτσι λοιπόν για να διανθίσουμε την ανία μας, σκέφτηκα να γράψω λίγα λόγια πριν αναρτήσω ένα όμορφο τραγούδι από την Σωτηρία Λεονάρδου σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και μελοποίηση από τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Ο τίτλος του «Καίγομαι».
Μη βιαστούμε να προσεγγίσουμε την ρεμπέτικη μουσική σύμφωνα με τις ιδιότητες που έχει το βούτυρο μας κατά το πρόγευμα, γιατί πίσω από τα προφανή του στίχου στέκεται μια ολόκληρη άρνηση σε ότι εκείνοι έχουν απαντήσεις μέσα από το γνωστικό τους υπόβαθρο.  
Πόσο ανόητος (συνήθως όλοι είμαστε) θα ήταν ένας που δεν έχει πλησιάσει αναμμένα κάρβουνα να αναλύσει την αίσθηση των αναστενάρηδων… Να κάπως έτσι έχουμε χορτάσει από φοβισμένα βολεμένους που άλλοτε μιλούν για πεταλούδες της ψυχής μας και κάποιες φορές πολιτικολογούν με κοινωνικές ευαισθησίες ικανοποιώντας την πεσμένη σεξουαλική ζωή τους. (3)

Βεβαίως όλοι έχουν δικαίωμα να περάσουν από το λάθος… αρκεί να μη μείνουμε για πάντα σε αυτό. Άλλωστε δεν απαγορεύουν τον αυνανισμό οι γιατροί, εκτός και αν μείνει μια δυσαναπλήρωτη έξη στον άνθρωπο στερώντας του τις κοινωνικές επαφές.

Σαν διαλεχτούμε πιο ανθρώπινα με τον ίδιο μας το θάνατο, ίσως αρχίζουμε να έχουμε τις ευκαιρίες κατανόησης του πραγματικού «Είναι» στη ζωή απέναντι στο λίγο «Έχω» που φτιάχνει τις καρικατούρες (όλους εμάς) που κυκλοφορούν στα πεζοδρόμια της ανίας μας.

Τέλος υγεία είναι και όλα αυτά που γράφηκαν να έχουμε την ικανότητα να τα αμφισβητήσουμε αφού πρώτα τα δεχτούμε ως ένα κομμάτι αλήθειας….

το Τραγούδι ΕΔΩ


Επεξηγηματικές σημειώσεις:

(1) Η λέξη "αδερφή" χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ανυπαρξίας ψυχικού σθένους στους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου. Πολλές φορές διαπιστώνονται συμπεριφορές ομοφυλοφίλων που είναι περισσότερο "άντρες" από τους ανδικώς λειτουργούντες κατά την ερωτική τους επιλογή.  

(2) Η έννοια "φλώρος" χρησιμοποιείται στο κείμενο για να προσδώσει την ιδιότητα του ξεκούραστου και αβασάνιστου με ερωτήματα στη ζωή του ανθρώπου και ουδεμία σχέση έχει με την γυναικωτή λειτουργία ορισμένων ανδρών. Σαφώς δεν υπονοεί επίσης τίποτε για το είδος των πουλιών με το ίδιο όνομα.

(3) Τούτο είναι μια σκωπτική έκφραση, που απορρέει από πολύχρονη παρατήρηση του γράφοντος και θέλει να πιστεύει πως οι επίμονοι άνθρωποι με απόψεις έντονες που τις εκφράζουν επί παντός επιστητού, είναι άτομα που έχουν στερημένη ζωή με σαφώς με μειωμένο ερωτισμό.