Ιδου η Ρόδος, ιδού και το πήδημα

.




Αυτός ο ιστοχώρος, ξεκίνησε πριν από κάποια χρόνια σαν οδοιπορικό της ψυχής μου. Ήθελα να μπω μέσα σε ένα «χωριό» που συμπτωματικά ήταν το δικό μου, για να ανακαλύψω άγνωστα τοπία και αισθήσεις, προσφέροντας όλα τούτα στους κατοίκους του κάθε «χωριού».
Γνώση που δεν μοιράζεται σ΄ αυτούς που την αντέχουν, είναι σαν τον αβίωτο έρωτα που τον φαντάζομαι σαν κατάντια της ανθρώπινης μοναξιάς.
Δεν ήταν λοιπόν τυχαία η πρώτη ανάρτηση που είχε την αισθητική μνήμης του παλιού Κεραμικού βαδίζοντας προς την άγνωστη περιώνυμη Αθήνα.
Όλα ξεκίνησαν από μια υπόσχεση στην πλατεία του χωριού μου για αυτό το ηλεκτρονικό βάδισμα, χωρίς να έχω σαφή εικόνα πως θα γίνει. Η υπόσχεση ήταν προς ένα φίλο συγχωριανό μου, που ήθελε κι εκείνος να φτιάξει πολλά πράγματα στον μικρό τούτο τόπο. Ο Βαγγέλης Βλαχόπουλος είχε μέσα στο βλέμμα του την ανιδιοτέλεια της προσφοράς και οραματιζόταν μέσα από το αξίωμά του ένα κοινοτικό ξενώνα και πολλά άλλα που θα μάζευαν σε όμορφα τοπία ανθρώπων την συνύπαρξη. Κουβαλούσε τον Ξένιο Δία μέσα του, αλλά μετά από λίγο καιρό έπαψε να προκαλεί τις αντιθέσεις των ανθρώπων που πάντα αντιδρούν σε κάθε δημιουργία και αποφάσισε να γίνει μνήμη σ’ όσους τον κρατούν στη θύμηση.
Ήμουν ήδη ώριμος εκείνη την εποχή, οπότε είχα συνειδητοποιημένη την φθαρτότητα μας και δεν θα μπορούσε τούτη να μην υπάρχει μέσα στις καταγραφές του οδοιπορικού μου σε αυτή τη γνώση. Είχα και κρατώ ακόμη την επίγνωση, ότι σαν παρατηρώ κάτι και το αποτυπώνω γραπτά μέσα από την ιδιαιτερότητα της «όρασής» μου, πρέπει να έχω ταυτόχρονα για αυτό την αίσθηση του παρόντος αλλά και του μετέπειτα χρόνου που εγώ δεν θα βρίσκομαι εδώ. Δεν έχω τον ορισμό της ζωής μα ούτε και της ανυπαρξίας, οπότε τα βάζω και τα δυο μαζί μια και τότε ολοκληρώνεται το άπιαστο «είναι» και «δεν είναι» που φοβίζει και καταδυναστεύει το μυαλό των ανθρώπων στους αιώνες.
Ας πούμε ότι αυτές οι γραφές του χώρου τούτου, είναι ένα αποτύπωμα προσωπικής σκέψης που δεν είναι ως αξία σπουδαιότερη ή μικρότερη από άλλες απλών ανθρώπων, όμως διαθέτει μέσα της έχει μια εξελικτική συνέπεια και διαλεκτική παρρησία απέναντι στην αντίθεση της εσωτερικής πάλης για κατανόηση.
Ένα μικρό μυστικό, είναι ότι η σκέψη που υπάρχει εδώ είναι ελλιπής αν απλώς την διαβάσει κάποιος, μια και έχει μέσα της μια συμπύκνωση νοημάτων, που για να αποκαλυφθούν χρειάζεται να μελετώνται κάποιες σκέψεις.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από προσφορά έτοιμης τροφής του συναισθήματος, που μας κάνει να νομίζουμε ότι συμφωνούμε ή εναντιωνόμαστε με γνώση απέναντι σε όποιο ψευδοτοπίο μας προσφέρουν.

Ξεκίνησε λοιπόν εν πρώτοις αυτός ο χώρος με ένα τοπίο νεκρικής μνήμης ως θέμα. Κατά δεύτερον δεν υπάρχει ο Βαγγέλης που απέναντι στην διάθεση δημιουργίας του ήταν προσφορά αυτός ο χώρος. Ως τρίτον η γραφή έχει μέσα της την επίγνωση του συντάκτη πως ο αναγνώστης έχει χρόνο μεθύστερο της βιωμένης του πραγματικότητας…
Τι λέτε να συμβαίνει;
Πολύ θα το ήθελα να απαντήσω και με τρώει μέσα μου, όμως ξέρω ότι αυτό δεν είναι σωστό και δίκαιο. Η γνώση πρέπει να προκύψει από ατομικά ερωτήματα του κάθε ενός ατομικά.
Τότε συντελείται η προσωπική μας παιδεία που δυστυχώς δεν κληρονομείται μέσω του υπάρχοντος DNA στους επιγόνους μας, αλλά ο καθένας μέσα από μια προσωπική ταλαιπωρία ζωής θα πρέπει να ανακαλύψει τους δρόμους των ερωτήσεων και ουχί των απαντήσεων της ζωής του.
Μια κρυμμένη λέξη ήταν αυτή για τους «επιγόνους» στην προηγούμενη παράγραφο και τούτο είναι ένα ακόμη επιπλέον στοιχείο που διατρέχει ως αίσθηση τις γραφές αυτού του χώρου. Παιδιά μου θεωρώ εκτός από αυτά που έχουν αποκτηθεί από ερωτική σύμμειξη, όλα εκείνα τα νοήμονα όντα που λαμβάνουν την σκέψη και γίνονται ικανά να αναπαράγουν συνθετικά δικούς τους νοήμονες απογόνους. Αντίστοιχα έχω και εγώ πολλούς γονείς πέρα από τους φυσικούς μου, που ενστάλαξαν στη σκέψη μου τον τρόπο της αποδελτίωσης των πληροφοριών που λαμβάνουν οι ατελείς μου αισθήσεις.
Αν επανέλθουμε στο ερώτημα «Τι λέτε να συμβαίνει;» μήπως έχει κάποια διέξοδο ερμηνείας τούτο;
Ο Γκαίτε, ο Αισχύλος, ο Λιαντίνης, και τόσοι άλλοι δεν είναι εδώ. Ο άγνωστος που δεν γεννήθηκε ακόμη ή αυτός που τώρα ξεκινά την προγύμναση της σκέψης του επίσης δεν είναι εδώ. Όλοι αυτοί μέσα από ένα ασήμαντο σκυταλοδρόμο, βρίσκονται παρόντες σε προτάσεις και έννοιες για να συνυπάρξουν οι ανύπαρκτοι στο παρόν.
Τι λέτε λοιπόν να συμβαίνει;
Θα έλεγα πως υπάρχει η ζωή μας και η ζωή των άλλων που υπήρξε, αλλά όμως...
Λέτε να υπάρχουν δικά μας και δικά τους;
Να μια έννοια που στη ζωή νομίζουμε πως είναι κατανοητή.
Τα δικά μου συναισθήματα, η δική μου αξιοπρέπεια, η δική μου ανάγκη… θα πει ο κάθε άνθρωπος. Ενώ παράλληλα θα ψάξει τα δικά τους λάθη και τις δικές τους αδικίες, όντας σίγουρος για την ακεραιότητα των προθέσεων που επεξεργάζεται ο νους του.
Αν του πουν βέβαια πως αυτός που δεν υπάρχει πλέον ήταν Σοφός, τότε τα πάντα στη ζωή μας εξηγούνται μέσα από αυτή την πεποίθηση που δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Δεν είναι τυχαίο που αναμασάμε τα ρητά χωρίς να καταλαβαίνουμε τι εννοούν στην πραγματικότητα, ή το "πώς" αγωνιζόμαστε για το δίκιο των πεποιθήσεών μας απέναντι σε κάθε αμφισβήτηση τους. Στην απαξία προσώπων και αντιλήψεων βέβαια, είναι ευκολότερα τα πράγματα.

Αυτός είναι μαλάκας σκεφτόμουν κάποτε. Άρα είναι κατώτερος και εγώ σπουδαιότερος…
Τώρα λέω αυτός με ενοχλεί με τις πρακτικές και τις πεποιθήσεις του, οπότε δεν τον θέλω στο τοπίο μου γιατί με εμποδίζει, αρκεί να μάθω τι είναι αυτό που με ενοχλεί ως δική μου αδυναμία. Το «δεν τον θέλω» στο τοπίο μου δεν σημαίνει ότι δεν μπαίνω στη βάσανο ανακάλυψης της αθέατης σκέψης που μου αλλάζει τα συναισθήματα.

Μπορούμε να πηγαίνουμε σε γιορτές κάνοντας την εικόνα ερήμωσης μέσα μας που θα έχει ο τόπος μετά από το πέρας τους; Τότε θα χαρούμε το παρόν χωρίς να αφήνουμε τη στιγμή να πάει χαμένη. Τότε χωράμε μαζί με τους άλλους σε ένα παρόν. Για να βάλουμε λοιπόν και μια πρόθεση στην σπουδαία Ελληνική γλώσσα … και έτσι να φτιάξουμε την έννοια της "συν-χώρεσης" που δεν σημαίνει ανοχή. Μπορούμε να καταλάβουμε, να συμπονέσουμε την επιθετικότητα των άλλων, αλλά δεν σημαίνει ότι θα παραμείνουμε να βασανίσουμε την ύπαρξή μας σε τοπία που δεν μας αφορούν αισθητικά στην εξέλιξή μας. Όλα είναι πιο εύκολα αν παρατηρήσουμε την "ανάγκη" μας.
Η «ανάγκη» είναι η μεγαλύτερη έννοια που πραγματεύεται στα κείμενά της η σπουδαία Ελληνική γραμματεία και ίσως είναι η πιο παρεξηγημένη λέξη στους αιώνες. Τούτο συμβαίνει γιατί κάποιοι την θέλουν σε καταστολή για να υπάρξουμε κάτω από ταπεινωτικές πίστεις, ενώ κάποιοι άλλοι την τοποθετούν ψευδώς ως ταμπέλα στις επιθυμίες τους, που μέσα από την αφιλοσόφητη απληστία τους, λειτουργούν την ύβρη του προσωπικού τους Εγώ.

Αφορμή λοιπόν τούτης της σκέψης που καταγράφηκε πιο πάνω με στόχο να διαβάζεται σε απροσδιόριστο χρόνο, ήταν μια φωτογραφία ενός μπαμπά και μιας κόρης μπροστά σε ένα υδάτινο τοπίο.
Λέτε να είναι τώρα μεγάλη η κόρη τώρα και να μην ζει ο μπαμπάς;
Λέτε να τραβήχτηκε σε κάποια όμορφη λίμνη της Ελλάδας ή του εξωτερικού;
Λέτε να είναι φρέσκια ή μελλοντική φωτογραφία, σαν κι αυτές που μας προσφέρει η επικαιρότητα και όλοι χαιρόμαστε που μετέχουμε της πληροφόρησης που στην κωδική γλώσσα της διαδικτυακής πραγματικότητας μεταφράζεται σε like ; 
Ποιος ξέρει;
Μα όχι!!!
Ο αναγνώστης είναι νοήμων και μπορεί να διαβάσει την ημερομηνία που είναι σημειωμένη…
Μα πως είναι σίγουρος ότι η ουσία του μηνύματος μιας τέτοιας εικόνας είναι ο χρόνος αποτύπωσις, αν και μελλοντικός και όχι το απροσδιόριστο ως έννοια του "είναι" και "δεν είναι";
Μια ημερομηνία είναι δυνατότερη από τα παρόντα αισθήματα που δημιουργεί η θύμηση μέσα μας; Πως γίνεται να νιώθουμε δικό μας κάτι που έχει συμβεί σε ένα παρελθόν;
Πως γίνεται να προδιαγράφουμε στη σκέψη μας όλα όσα στο μέλλον θα μας συμβούν;
Τι λέτε να συμβαίνει;
Ποιος βλέπει το όλον της ζωής, που έχει μέσα του την εικόνα της ομορφιάς μα και την εικόνα της σήψης;
Αν διαλέγεις το μισό … ψάχνοντας τα όμορφα τοπία, τότε μισή ζωή θα ζήσεις.
Αν διαλέγεις το ολόκληρο… τότε θα χάσεις από τη σκέψη σου το πανηγύρι της χαράς και τον οδυρμό της λύπης και θα ζήσεις με μέτρο και σεβασμό το θαύμα της φύσης που μας περιέχει.

Το "για πάντα" που συνηθίζουμε να ψάχνουμε στη ζωή μας, είναι έρωτας που δεν βιώνεται με λογικές που φοβούνται την αθέατη πλευρά της Σελάνας...   Τι μας μένει λοιπόν;
Ίσως μένει μόνο η προσταγή ενεργοποίησης μιας άλλης σκέψης, που μας άφησε ο Αίσωπος για όλους εμάς τους κομπαστές της μισής ζωής, μέσα από το πρόσταγμα  " Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα "