Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

.
Ήταν ένα ηλιόλουστο απομεσήμερο, πριν από δέκα οκτώ χρόνια περίπου, όταν βαδίζαμε πλάι στην ρεματιά ανατολικά του χωριού μας με τον πατέρα μου.

Σήμερα έχουν κλείσει τα περισσότερα μονοπάτια και το μέρος αυτό το χρησιμοποιούν ως τόπο διαμονής οι αρκούδες που επισκέπτονται συχνά τα δέντρα του χωριού με τους καρπούς.
Πηγαίναμε λοιπόν τον παλιό δρόμο προς το Σιώποτο με τα νεροφαγώματα στη ρίζα του λόφου της Δραγασιάς.
Το βάδισμα του ήταν όπως πάντα ανάλαφρο , αλλά εκείνη τη φορά είχε μέσα του μια αυξομείωση , κάτι σαν παιδικό παιχνίδι.
Ο πάντα λιγομίλητος χαρακτήρας του έρχονταν σε αντίθεση με την παιδική αναζήτηση που έβγαζε το σώμα του.
Κοιτούσε δεξιά του δρόμου και παραμέριζε άλλοτε με τα χέρια και άλλοτε με το βλέμμα τους θάμνους ψάχνοντας κάτι να βρει.
Δεν άργησε πολύ και κοντοστάθηκε κοιτώντας μέσα σε ένα μικρό άνοιγμα των δέντρων με άγρια βλάστηση.

Άφησε λίγο το βλέμμα του να πλανηθεί μόνο για εκείνον και με τη σταθερή βραχνή του φωνή μου είπε:


- Την βλέπεις αυτή την πέτρα ;
(Ήταν ένα αγκωνάρι πέτρας που έφτανε περίπου μέχρι τη μέση μας.)
- Σ’ αυτήν ανέβαινα όταν ήμουν μικρός και πηδούσα κάτω. Μου φαινόταν πολύ ψηλά.
Πολλές φορές έχω φέρει αυτή τη μνήμη στο μυαλό μου και κάθε φορά έχει ένα διαφορετικό άρωμα.
Σε κάθε επόμενη θύμηση , είναι και πιο λεπτό και ευωδιαστό το άρωμα αυτής της σκηνής.

Μια πέτρα , ένα παιδί που μαθαίνει τα όρια του, ένας ενήλικας που βλέπει το παιδί μέσα του, ένας πατέρας που θέλει να δώσει τον εαυτό του στο γιό του, μια αγάπη για τον τόπο που κρατά σε πέτρες τις αναμνήσεις σου … ένας ολόκληρος κόσμος χωρίς πολλά λόγια…


Ίσως ήταν βαριά η κληρονομιά του Δευκαλίωνα και της Πύρρας με τις πέτρες που άφηναν πίσω τους και έφτιαχναν λαούς…

Έχω να περάσω χρόνια από εκείνο το σημείο , αλλά είμαι σίγουρος ότι ο μικρός Αχιλλέας θα βρίσκεται πάντα εκεί, έστω και αν όσοι τον ήξεραν νομίζουν ότι είναι δίπλα στον Αι Δημήτρη.


Το περίεργο είναι ότι ακούγονται και φωνές στη θύμηση μου, από τα γέλια της επιτυχίας σε κάθε πτώση… με μια άγνωστη φωνή σε μένα του μικρού Αχιλλέα …
Το κυρίαρχο και ουσιαστικότερο όμως είναι ότι ο μικρός Αχιλλέας ζει.
Εγώ απλά θέλω να του δώσω και άλλη ζωή μέσα από την μνήμη όπως και σε όλους τους φίλους του.
Θα έλεγα ότι η μνήμη, είναι το χρέος που μας το έχει αφήσει ο παππούς Δευκαλίων… για να μην χάσουμε τις πέτρες των προγόνων μας…


(Πηγή εικόνων αναγνωστικών)

ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΓΕΡΙΚΑ ΝΤΟΥΒΑΡΙΑ

.

Σ’ όποιον φορολογούμενο «βιοπαλαιστή» να πω ότι ονειρεύτηκα γέρικα ντουβάρια του χωριού μου και ότι μου έλεγαν πολλά στον ύπνο μου … θα με θεωρήσει έτοιμο για ψυχανάλυση…


Όμως από αυτό το χώρο που μπορούν να διαβάζουν διαφορετικά ,όσοι αντέχουν τα όνειρα, νομίζω ότι είναι το κατάλληλο μέρος να μοιραστώ τα λόγια που χόρευαν με τα πλιθιά και τις πέτρες…
Ονειρεύτηκα λοιπόν, ότι έλεγαν τα ντουβάρια σε μας τους ανθρώπους :
- Το να μας γκρεμίσετε είναι εύκολο.
Το να γυρίσετε το βλέμμα σας αλλού και να μας αφήσετε να πέσουμε είναι πάλι σαν να μας γκρεμίζετε…
Κάθε φορά που καταγγέλλετε τους άλλους γιατί εμείς πέφτουμε είναι σαν να μας γκρεμίζετε εσείς με τα χέρια σας.

Άπλωσα τα χέρια μου να κρατήσω τον γερμένο τοίχο και μου είπε:
- Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε μόνος σου είσαι άχρηστος … φύγε αν θέλεις να σωθείς.

Έψαχνα γύρω μου άλλους και δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε στην ίδια γλώσσα.
Η μόνες λέξεις που άκουγα ήταν ιδιώτης και πολίτης αλλά ο καθένας έδινε μια άλλη έννοια σε αυτές.
Στάθηκα όρθιος με το γερμένο ντουβάρι πίσω μου και τους είπα:
- Ο ιδιώτης είναι μόνος και οι αρχαίοι τον έκριναν βλάκα ο πολίτης είναι έξυπνος και περνά καλύτερα από τον κρυμμένο στη σκιά της τηλεόρασης…
Αμέσως κάποια χέρια ακούμπησαν τον τοίχο και αυτός άρχισε να ισιώνει.
Άλλοι έφυγαν γελώντας προχωρώντας μακριά.
Τότε ο τοίχος άρχισε να μεγαλώνει και να δημιουργεί διακλαδώσεις.
Όσο περισσότερα χέρια τον ακουμπούσαν τόσο μεγάλωνε και άπλωνε την δροσερή σκιά του σε εμάς.
Έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι που έγραφε «για τουρισμό».
Μια ανακοίνωση κάτω από την ταμπέλα έλεγε για λίγους που θέλουν να μάθουν πως είναι τα χέρια που με κρατάνε…
Στο βάθος πάνω από τα βράχια μικρά ντουβάρια προστάτευαν καλλιέργειες με αρωματικά βότανα που κάμερες με υπολογιστές παρακολουθούσαν την πρόοδο τους.
Χαρούμενοι νέοι και γέροι μαζί πείραζαν ο ένας τον άλλο και ο Δήμαρχος τους ανακοίνωνε ότι η επιχείρηση που λεγόταν «χέρια στον γέρικο τοίχο» πήγαινε καλά.
Οι άνθρωποι μόλις άκουγαν κάτι καινούριο για να φτιάξουν στο χωριό (με τους τοίχους) … έλεγαν δεν ξέρω … πες μου να μάθω... είναι όμορφο αυτό.

Όλοι είχαν αξία και ιδιαίτερες δεξιότητες .

Κάποια στιγμή που γύρισα να κοιτάξω μακριά από ψηλά το τι γινόταν , οι τοίχοι άρχισαν να συρρικνώνονται και έμεινε ο αρχικός γερμένος τοίχος.
Εγώ στεκόμουν μπροστά του και φώναζα :
- Μάθετε τι είναι ιδιώτης και τι πολίτης…
Με κοίταζαν και έλεγαν … άσε τις φιλοσοφίες έχουμε δουλειές και ανάγκες.
Τότε ο τοίχος μου ψιθύρισε με τριγμούς από μέσα του:
- Περιμένω να το μάθεις πρώτα εσύ τι είναι αυτό που λες και μετά θα ακολουθήσουν κι άλλοι… Τώρα είδες, μπορείς να διαλέξεις…

Σε αυτή την αγωνία της Βαβέλ με βρήκε η ανάγκη να επιστρέψω στα εγκεφαλικά μήκη κύματος που τα λέμε ζωή ξύπνια…
Λέτε να έχουν αξία τα όνειρα;
Λέτε να έχουμε αξία κάθε άνθρωπος ξεχωριστά ;
Λέτε το «μαζί» στα «όνειρα» να κάνει θαύμα ;

ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΥ Η ΤΡΥΠΑ

.
- Που θα τη βρεις βρε πιδίμ … έκλεισαν όλα πια…

Θα ακούσεις να σου λένε οι παλιότεροι μόλις τους αναφέρεις ότι θέλεις να πας να την επισκεφτείς.
Από μια πλευρά έχουν δίκιο γιατί δεν κυκλοφορούν πλέον άνθρωποι μέσα στο δάσος και η βλάστηση νίκησε τα μονοπάτια των ανθρώπων…
Όμως η θέληση είναι πάντα δυνατότερη από την αδυναμία…

Κάπως έτσι οδηγήθηκα να οργανώσω την αναζήτηση αυτής της σταλαγμιτικής σπηλιάς που την είχα επισκεφτεί στα μικρά χρόνια της εφηβείας μου.

Καλύτερος οδηγός από τον Σωτήρη Γακόπουλο δεν θα μπορούσε να βρεθεί στην Δραγασιά.
Το σφρίγος και το κέφι αυτού του εβδομηντάχρονου ανθρώπου σίγουρα είναι πρόκληση για την ράθυμη αναπνοή που ζουν οι άνθρωποι του καναπέ.

Τα πάντα έκλεισαν για το πρωινό ραντεβού της ανάβασης.

Τα απαραίτητα τρόφιμα και τα μέσα για το φτιάξιμο αυτοσχέδιας σκάλας καθόδου στη σπηλιά οργανώθηκαν.

Η ΠΟΡΕΙΑ

Πριν από πολλά χρόνια οι τρεις περίπου ώρες βαδίσματος γινόταν με συνοδεία μουλαριών και γαϊδάρων για το κουβάλημα των απαραίτητων εφοδίων.
Το μικρό φορτηγό του Σωτήρη μας έφερε στη ρίζα του δάσους απαλλάσσοντας μας από τον κοπιαστικό κόπο της ανάβασης μέχρι αυτό.
Τίποτε κακό και τίποτε καλό… απλά ζούμε στο 2009 και σίγουρα έχουμε διαφορετικές συνήθειες και επιλογές.
Από εκεί και πέρα , καμία από τις υπάρχουσες προς χρήση τεχνολογίες δεν θα μας έφερνε κοντά στο στόχο μας.
Αφού εντοπίσαμε την περιοχή , άρχισε η αναζήτηση στα δαιδαλώδη ξέφωτα.
Κάποια στιγμή μου είπε ο Σωτήρης
- Φοβήθηκα ότι δεν θα τη βρούμε.
Χωριστήκαμε (εγώ με τα δύο παιδιά μου) και εκείνος μόνος ψάχνοντας σε παράλληλες κατευθύνσεις το δαιδαλώδες τοπίο.
Η φωνή του Σωτήρη έφερε το χαμόγελο στα χείλη μας
- Από δω ! τη βρήκα !

Η ΣΠΗΛΙΑ

Τίποτε δεν έμοιαζε από αυτό που είχε κρατήσει η μνήμη μου εδώ και τριάντα τόσα χρόνια.
Σίγουρα θα ήταν αδύνατο να την βρω μόνος μου.
Το κοίλο άνοιγμα της προϊστορικής καταβόθρας είχε γεμίσει από νέες οξιές και το τοπίο δεν θύμιζε τίποτε.
Καθίσαμε έξω από την τρύπα ακριβώς δίπλα της και παρατηρούσαμε μια το τοπίο και μια τον παλιό κορμό που υπήρχε στο άνοιγμα και εξυπηρετούσε την κάθοδο.
Η αντικατάσταση του σαπισμένου ξύλου ήταν απαραίτητη από τα επιδέξια κτυπήματα του τσεκουριού του Σωτήρη.
Μια νέα σκάλα τώρα βρισκόταν στο πρώτο επίπεδο καθόδου της σπηλιάς.

Η κάθοδος ήταν πρώτα του Σωτήρη , μετά του Ηλία έπειτα της Κατερίνας και τελευταίος εγώ
Πάντα υπήρχε ένας μεγαλύτερος μπροστά και πίσω , για να βοηθούμε τα παιδιά στα πατήματα και την σταθερότητα της καθόδου.
Μετά από λίγα βήματα στο ανώμαλο πρανές πλάτωμα της καθόδου, το σκοτάδι έπαιρνε κυρίαρχα το ρόλο του αφήνοντας πίσω μας το αχνό φως της εισόδου.
Μια άλλη αυτοσχέδια σκάλα βρισκόταν στο προϊστορικό ψυγείο της σπηλιάς.
Ήταν υγρή και καλυμμένη με βρύα , που οδηγούσε στο δεύτερο επίπεδο της βάσης.
Ο Σωτήρης επιδέξια την δοκίμασε και με παιδική ζωντάνια είπε.
- Καλή είναι … ένας- ένας και προσεκτικά μη σπάσει…

Το ίδιο ακριβώς σκηνικό με την σειρά καθόδου επαναλήφθηκε σε μια ένταση ατομικής προσοχής του κάθε ενός σε ότι τα χέρια και τα πόδια καλούνταν να ακουμπήσουν.
Η ικανοποίηση της επιτυχίας ήταν στο πρόσωπο του κάθε ενός και το αισθανόσουν χωρίς να το βλέπεις μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που το μετρούσαν οι ριπές του φωτός από το φακό.

Το κρύο του χώρου με το υγρό περιβάλλον κυριαρχούσε.

Ξεκίνησα πρώτος σε ένα ερωτικό αντάμωμα της μνήμης μου στη φιδίσια διαδρομή της σπηλιάς.
Το πέρασμα στενό και το ύψος μεγάλο.
Ανεβήκαμε και κατεβήκαμε ένα τεράστιο κατολίσθημα βράχου που έκανε λίγο δύσκολη τη διαδρομή και μετά βρεθήκαμε στον όμορφο διάδρομο με την φιδίσια ανάπτυξη.


Κατά την επιστήμη της σπηλαιολογίας δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ανάδειξη της… όμως για μένα έχει το ενδιαφέρον του βιώματος ενός χρόνου που κυλά με δικούς του ρυθμούς και στάζουν ήρεμα οι σταλακτίτες την ανάπτυξη τους.
Η απόλυτη ηρεμία.

Στο παρελθόν οι επισκέπτες έκαναν μεγάλες καταστροφές σπάζοντας σταλακτίτες αξιοποιώντας τα κομμάτια ως σουβενίρ της επίσκεψης τους.
Είναι ένα πληγωμένο σπήλαιο που σαν γέρικο προϊστορικό ζώο αφήνει ανοικτές τις πληγές να σου θυμίζουν την εφήμερη ιστορία των προγόνων σου.

Ακόμη και ματαιόδοξες μικρές καταγραφές επισκέψεων (ευτυχώς σε ένα σημείο) τις κρατά το σπήλαιο να σου θυμίζουν ανθρώπους που απλά πέρασαν και δεν υπάρχουν πια.

H νυκτερίδα που συνάντησε το φως του φακού μας ήταν αδύναμη να κατανοήσει αυτή την διαφορετική εισβολή στο χώρο της , κάνοντας την να παραμείνει σαστισμένη και ακίνητη σε αυτή τη νέα κατάσταση της ζωής του χώρου.
Η αίσθηση του χώρου φιλική μια απέραντη ηρεμία μας έκανε να μην θέλουμε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής.
Τραβήξαμε μερικές φωτογραφίες ομαδικού χαρακτήρα σαν επισφράγισμα της κοινής μας εμπειρίας και ξεκινήσαμε να φτάσουμε πάλι στο φως της ηλιόλουστης μέρας.

Σε κάθε βήμα έριχνα το φως σε διάφορα σημεία του σπηλαίου, να κρατήσω στη μνήμη μου τη μορφή των σταλακτιτών που περιγελούν τον ανθρώπινο χρόνο της ζωής.

ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΦΩΣ

Ανέβηκα τελευταίος τη σκάλα , προσπαθώντας να μείνω όσο πιο πολύ μπορούσα στα σωθικά της γης μου.
Μόλις ανεβήκαμε επάνω δεν μιλούσε κανείς.
Ο Σωτήρης ανέλαβε τον ρόλο του μάστορα να φτιάξει ένα σταθερό σημάδι με ένα κλαρί για τον εντοπισμό της σπηλιάς.
Έκανα ένα τσιγάρο και αυτό που μας κρατούσε σε επικοινωνία ήταν το βίωμα της σκοτεινής μήτρας που μας είχε φιλοξενήσει.
Κάθε πέντε – έξι βήματα κατά την αποχώρηση μας έστρεφα το βλέμμα και κατέγραφα το τοπίο του μέρους της σπηλιάς καταχωρώντας το καλά μέσα στη μνήμη μου.

Μόλις την αφήσαμε πίσω από το οπτικό πεδίο της βλάστησης των Οντρίων, η ζωή ήταν μπροστά μας με άλλα ενδιαφέροντα.
Όπως κάθε βίωμα στη ζωή μας και η σπηλιά κρύφτηκε βαθειά μέσα στη σκέψη μας αφήνοντας μας ένα ανείπωτο ειδικό βάρος στην εμπειρία μας.

Νέα βήματα , νέα παρατήρηση σε γαλήνια μάτια γεμάτα παιδική απορία.
Τώρα είχαμε άλλο στόχο.
Πάλι από την αρχή να οργανώσουμε μια πορεία να φτάσουμε στο Μπρέζι.

Κάθε φορά που πετυχαίνουμε ένα στόχο γιορτάζουμε και τον αφήνουμε για κάτι άλλο … εγώ το λέω αυτό ζωή !

01

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ « Η ΒΡΑΔΙΝΗ ΒΟΛΤΑ »

02

Αυτό το Δεκαπενταύγουστο η Δραγασιά είχε πλήρη ηρεμία.

Μετά το βραδινό φαγητό αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα με το γιό μου στο χωριό μας, που έμοιαζε σκηνικό παρατημένο μετά από παράσταση.



Η διαρκής φαγωμάρα των λίγων ιθαγενών συνχωριανών κατά τις αρχαιρεσίες του συλλόγου κατάφερε να έχει κλειστό το χώρο του συλλόγου που άλλοτε γέμιζε από μουσικές και γέλια τέτοιες μέρες με θαμώνες ακόμη και από τα γύρω χωριά.

- Όλοι νοιώθουμε σπουδαίοι και ικανοί να γίνουμε αρχηγοί. (Ψέλλισα)
Θυμήθηκα την όμορφη ατάκα που μου είχε πει κάποτε ένας φίλος.
Στην Ελλάδα (μου είχε πει) , ο θεός το μυαλό το μοίρασε δίκαια και μάλιστα πολύ σε κάθε άνθρωπο.
Απόδειξη είναι ότι κανένας δεν παραπονιέται ότι έχει λίγο.
Κάπως έτσι με συγκεχυμένα συναισθήματα μεταξύ μειδιάματος και θλίψης άρχισα να σιγοψιθυρίζω τους στίχους του Σαββόπουλου «Κωλοέλληνες» (και το τραγούδι εδώ)

Τι περίεργο συναίσθημα να αγαπάς τα άρρωστα κομμάτια του εαυτού σου και να ψάχνεις να βρεις γιατρειά χωρίς να είσαι γιατρός…
Φτάσαμε σε ένα όμορφο σκεπαστό παγκάκι πάνω από το σύλλογο απολαμβάνοντας τη βραδινή δροσιά της ηρεμίας.
Τη σιωπή της αισθαντικής απόλαυσης την έσπασε η ερώτηση του γιού μου που είχε άμεση σχέση με τα ενδιαφέροντα της εφηβείας του.
- Γιατί ρε πατέρα όταν βλέπεις μια κοπέλα που είναι διαβασμένη, σοβαρή , σπουδαγμένη και με μυαλό και συζητά μαζί σου τη μια στιγμή , την άλλη στιγμή θα την δεις να «παίζει» με τον μαλάκα παίδαρο με τις αλυσίδες στο λαιμό που το μυαλό του είναι ακατοίκητο;

Αμέσως του είπα ότι αυτό ήταν και παραμένει ερώτημα και για τη δική μου αίσθηση, αλλά θα ήθελα να ακούσω την δική του σκέψη.
Χαμογέλασα ικανοποιημένος , όταν μου είπε ότι τελικά την καταλαβαίνω (την κοπέλα) γιατί και εγώ θα κοιτάξω την χαζή γκόμενα που δεν έχει μυαλό αλλά με φτιάχνει σαν γυναίκα.
- Είναι κάτι που δεν το ορίζουμε… (συμπλήρωσε)
Το ακατοίκητο από ζωή χωριό με το θέμα που μου ανέφερε ο γιός μου ήταν το ίδιο.

Ένστικτα παντού και συμπεριφορές που ορίζουν μόνο αυτά.

Όσο και να φτιάχνουμε το γνωστικό μας κομμάτι στο μυαλό, η φύση μας και το βαθύτερο Εγώ μας έχει τρόπους να εκφράζεται αψηφώντας μας.
Ακόμα και πρωθυπουργοί ρε Ηλία του λέω τρέχουν πίσω από την μυρωδιά του …
Οι άνθρωποι είμαστε ταυτόχρονα (και) λεβέντες και μαλάκες…
Μόλις το παραδεχτείς αρχίζεις να ελέγχεις την όμορφη φύση σου που είναι και τα δύο.
Όσο παραμυθιάζεσαι ότι είσαι σπουδαίος στο μυαλό τόσο θα σου παρουσιάζονται αδυναμίες της σάρκας που θα φωνάζουν.

Την ώρα εκείνη ανηφόριζε ο Θειος μας ο Γιώργος με αργό βήμα μέσα στο μισοσκόταδο.
Γυρίζω και λέω στο γιο μου
- Όλα είναι ένα και τα πάντα γίνονται γύρω μας σε αρμονία αν τα βλέπεις… κοίτα πώς θα συνεχίσουμε την κουβέντα μας τώρα…
Φώναξα με αργό , κοφτό λόγο χωρίς πολλά λόγια το θειο μου.

Έκατσε δίπλα μας και όπως περίμενα είχε η αναπνοή του την απαραίτητη μυρωδιά από το βραδινό τσίπουρο.
Μετά από λίγες κουβέντες με αρκετές παύσεις του λέω:
- Τι θα έλεγες ρε θειο για τη ζωή που έζησες; Τι αίσθηση σου έχει αφήσει μετά από τόσα χρόνια;
Άφησε λίγο το χρόνο να περάσει αδιαφορώντας για την άμεση απάντηση , ψάχνοντας με τα ζαλισμένα μάτια του τις εικόνες της ζωής του και αποκρίθηκε:
- Κάποτε ανψιέ είχε πει ένας γέρος για το ίδιο θέμα ότι η ζωή είναι ένα κρύο ποτήρι νερό. Να αυτό κατάλαβα και γω. Τίποτε άλλο. Επανέλαβε τρεις τέσσερις φορές το «τίποτε άλλο»…
Οι λίγες κουβέντες που αλλάξαμε μετά μέχρι να σηκωθούμε και να τον καληνυχτίσουμε δεν μπορούσαν να μας αλλάξουν την γεύση που μας είχε αφήσει το ποτήρι με το νερό της σοφίας που είχαμε ακούσει.

Η σιωπή του χωριού , η φαγωμάρα του Εγώ των χωριανών , οι απορίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τελικά η αίσθηση που αφήνει η ζωή στο διάβα της είχαν χωρέσει μέσα στη βόλτα μας.
- Είδες που όταν παρατηρείς όλα όσα συμβαίνουν γύρω σου έχουν άμεση σχέση με τα ερωτήματα σου; (Είπα στο γιό μου)
Θα έλεγα ότι ήταν μια καλή παράσταση ζωής, αυτή που παρακολουθήσαμε, χωρίς χορηγούς και χειροκροτήματα στο τέλος.
Η μόνη δεξιότητα που χρειάζεται (ως εισιτήριο) για να την δεις είναι η ίδια η παρατήρηση ταυτόχρονα του εαυτού σου μέσα και έξω από σένα.
Ακόμη και η απουσία των ανθρώπων από τη γιορτή , είχε τον ρόλο της στην παράσταση…

Ήταν μια καλή σκηνοθεσία της ζωής…

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ

01

Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να μείνεις ώρα πολλή πάνω από λεπτομέρειες της ζωής του δάσους των Οντρίων.  Τα πάντα ανακυκλώνονται από μόνα τους δίνοντας στην αποσύνθεση συνέχεια ζωής.
Κάπως έτσι στάθηκα στο εικονιζόμενο κλαρί που πεσμένο πάνω στα φύλα οξιάς έδωσε την ύλη του τροφή στα έντομα και τους μύκητες του δάσους.
01

Η πανδαισία των χρωμάτων και η ζωή που ξεπηδά από παντού , μπορούν να μας βάλουν σε μια διαδικασία παρατήρησης χωρίς ιδιαίτερες σκέψεις.  Η σχέση με τη φύση είναι σίγουρα ερωτική…  Ο έρωτας δεν αναλύει αλλά παραδίδει τους ανθρώπους στις αισθήσεις.
Κάπως έτσι αξίζει να αφήνουμε την αναλυτική σκέψη της ανθρώπινης αλαζονείας και να λειτουργούμε το βίωμα μέσω της παρατήρησης που μας χαρίζει η φύση που αναιδώς νομίζουμε ότι είναι «κάτω από μας» κοντά στα πόδια μας ώστε να την ποδηγετούμε…

ΠΩΣ ΝΟΙΩΘΩ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΟΝΤΡΙΩΝ

01

Πάντα μου άρεσαν τα δάση.
Όλη η Ελλάδα σε κάθε ορεινή γωνιά της , αλλά ακόμα και οι Άλπεις που είχα την τύχη να τις περάσω αρκετές φορές με γοήτευαν.
Το βουνό μου δίνει πάντα με επιβλητικό τρόπο το μεγαλείο της φύσης.
Νοιώθω μικρός και εκστασιάζομαι από τους όγκους γης και την οργιώδη βλάστηση.
Θα μπορούσα να σκεφτώ ότι τα ψηλα βουνά μου φανερώνουν τα προσωπικά μου όρια.

Τα Όντρια όμως, έχουν ένα δικό τους χαρακτήρα που τα κάνει διαφορετικά όμορφα.
Θα έλεγα … ότι το δάσος των Οντρίων μας προκαλεί με γλυκό τρόπο να δούμε σιγά- σιγά τα όρια μας και με ανθρώπινο μέτρο μας βάζει δυσκολίες περιπαίζοντας με αγάπη τις δυνατότητες μας .
Το δάσος εκτείνεται επάνω σε ένα οροπέδιο που το έχουν διαμορφώσει τα αρχέγονα κύματα πριν από εκατομμύρια χρόνια.

Όλη η επιφάνεια του οροπεδίου έχει μεγάλα και μικρά κοιλώματα του εδάφους , απομεινάρια από παλιές καταβόθρες που έχουν διαμορφώσει ένα ορεινό όγκο με τρύπες και σπήλαια βαθειά στους βράχους.
Το κυρίαρχο δέντρο είναι η οξιά μαζί με κέδρους και έλατα .
Από το γυμνό κομμάτι του οροπεδίου μόλις περάσεις τα βράχια που δεσπόζουν πάνω από το χωριό μας , το δάσος μοιάζει φιλικό και βατό.

Βαδίζοντας τις πυκνές συστάδες από οξιές συχνά βγαίνεις σε μικρά λιβάδια που νοιώθεις να σε λούζει το φως της μέρας βγαίνοντας από την έντονη σκιά του δάσους.
Μέσα στο δάσος βουλιάζουν τα βήματα σου σε παχύ στρώμα φύλων μιας καφέ – κόκκινης απόχρωσης και αμέσως μετά βρίσκεσαι σε καταπράσινα τμήματα με μυρωδιές από τσάι και βότανα.

Αυτή η αρχικά φαινομενική ευκολία μετατρέπεται πολύ σύντομα σε μια δυσκολία που εύκολα μπορεί να σε πανικοβάλει και να χαθείς εντελώς μέσα σε ατέλειωτη πορεία με λάθος κατευθύνσεις.
Όλα μοιάζουν … μπορεί να βαδίζεις ώρα να περνάς από διαφορετικά σημεία και να μην έχεις προσανατολισμό νομίζοντας ότι είναι το ίδιο σημείο, ή ότι βρίσκεται κάπου κοντά αυτό που είχες δει.
Τα πάντα μοιάζουν και το μόνο που βλέπεις είναι γη και ουρανό.
Το κάθε λάθος στην πορεία σε βγάζει σε απότομα αδιέξοδα από τεράστιες γούβες γεμάτες παχιά φύλα και πανύψηλες οξιές .

Παράλληλα νοιώθεις τόσο φιλικά και συναρπάζεσαι από το τοπίο που είναι σαν να ακούς το γλυκό τραγούδι των Σειρήνων.
Απέραντη ησυχία τις όμορφες καλοκαιρινές μέρες με ένα ελαφρύ θρόισμα και σπάνια ακούς ήχους από πουλιά.

Τα άλλα τα ζώα δεν τα βλέπεις και δεν τα ακούς.
Τα νοιώθεις όμως από τα ίχνη τους.

Θα συναντήσεις ολοκάθαρα τα πατήματα της αρκούδας στη φρέσκια λάσπη στο διάβα σου , ή ακόμη τα ίχνη από το πρόσφατο ξάπλωμα των ζαρκαδιών στα βήματα σου.
Οι λάκκοι από το ψάξιμο για τροφή από τα αγριογούρουνα καθώς και οι μικρές φρεσκοσκαμμένες μπανιέρες που φτιάχνουν θα σε κάνουν να τα νοιώσεις κοντά σου.

Απέραντη ηρεμία με τόση ζωή δίπλα σου.
Θα έλεγα ότι είναι επικίνδυνα φιλικό το περιβάλλον του δάσους.
Επικίνδυνο για τον απερίσκεπτο που βαδίζει τη ζωή του και έντονα φιλικό με απολαύσεις για όποιον νοιώθει την ευθύνη της πορείας που επιλέγει.
Κάτι μου θυμίζει από την ζωή μας έξω από τα αμόλυντα τείχη του δάσους των Οντρίων.
Πάντα το σταθερό περπάτημα μου μέσα σε αυτό με κρατά σε μια ισορροπία μεταξύ της απόλαυσης και του στόχου.

Μου διδάσκει το μέτρο σε κάθε βήμα , σε κάθε ματιά , σε κάθε μυρωδιά , σε κάθε άκουσμα και σε κάθε σκέψη.
Είναι το μέρος που αφήνει τον κάθε άνθρωπο να λειτουργήσει το «μπορώ» στο οδοιπορικό του χωρίς να προσφέρει τα δώρα του με ευκολίες σε κάθε βήμα.

Θα έλεγα ότι τα Όντρια προσφέρουν μια καλή γυμναστική στις δύσκολες προσωπικές μας πορείες.
Πρώτα μετράς τα βήματα στο μυαλό σου και κατόπιν αφήνεις τις αισθήσεις να χαθούν για λίγο διάστημα σε ότι ανακαλύπτεις με γοητεία.
Το πώς βλέπουμε την πορεία μας , κάνει τη διαφορά … ή αλλιώς το πώς βλέπουμε τη σκέψη μας ,κάνει διαφορετική τη ζωή μας…