ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΜΟΝΑΧΟΙ

Σαν πορεύονται στη συνήθεια της καθημερινής επανάληψης οι άνθρωποι, νομίζουν ότι βρίσκονται σε κοινωνία μεταξύ τους… Φτάνει μια μικρή αλλαγή στο τοπίο της ζωής τους να ξεστρατίσουν από το «αυτόματο» της επανάληψης, για να νοιώσουν πως πλησιάζουν τον εαυτό τους και να αισθανθούν την έννοια «μονάχοι».

Θυμάμαι το ουσιαστικό πλησίασμα που έτυχε να κάνω σε παππούδες σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας και τον χειμαρρώδη λόγο που εισέπραξα για μια ζωή που πέρασε σαν ταινία από τα μάτια τους στις αφηγήσεις της ζωής τους.
Το πιο σημαντικό που θυμάμαι από τις αφηγήσεις τους, είναι αυτό το στύλωμα των ματιών τους στην εικόνα της σκέψης τους και η υγρή αφήγηση της ζωής τους. Δυο μάτια που σε ένα πετάρισμα των βλεφάρων, άρχιζαν να μιλούν σαν θεατρίνοι πίσω από την αυλαία για την ζωή που είχαν συναντήσει. Οι κόγχες των ματιών τους βαθιές και σκοτεινές σαν τις σκηνές των θεάτρων , άφηναν τα μικρά τους μάτια να αφηγηθούν την ιστορία από το «παιδί» που πολέμησε σε Τροίες και με θαρραλέους ελιγμούς ξεπέρασε τις Συμπληγάδες που είχε ορίσει στην διαδρομή του.
Μια χαρά έφεγγε από τα μάτια τους, στηριγμένη σε μια νοσταλγική λύπη που έφερνε στο μυαλό μου την αίσθηση ότι το έργο αυτό είναι παιγμένο χιλιάδες φορές , όσες και ο Σίσυφος ανεβοκατεβάζει το λιθάρι που επέλεξε να το ορίσει «μοίρα».

Σαν κοιτάς ένα άνθρωπο «μονάχο» που κουβαλά τα παιδικά μάτια του μέσα στη σκαμμένη από τη ζωή όψη του και δεν μπορέσεις να δεις τον εαυτό σου, σημαίνει ότι δεν είσαι έτοιμος ακόμη … Τότε πρέπει να φύγεις να περάσεις και άλλες δοκιμασίες μέχρι να σταματήσεις να κρίνεις… και να μάθεις να βλέπεις τον εαυτό σου σε τέτοια μάτια.
Έχω δει και στο χωριό μου τέτοια μάτια… μόνο που αυτά φέρνουν γύρω μου γνωστές ιστορίες και ζωντανεύουν πιο πολύ την υποκριτική Αλήθεια της ζωής που νομίζουμε ότι ζήσαμε…

Η ζωή είναι μια Μνήμη εμπειριών, που στέκει σε ένα διαφορετικό δυναμικό πίνακα στο μυαλό του καθενός. Αυτή η "μνήμη" δίνει την κίνηση στο χέρι που ακουμπά το παρόν της ζωής μας προκαλώντας χάδι αγάπης ή απώθηση φόβου.

Θα ήθελα να αναρτήσω ένα όμορφο τραγούδι από το παρελθόν ερμηνευμένο από μια Κυρία του τραγουδιού, που με την βραχνή φωνή του λόγου της έδειχνε την συναίσθηση που είχε για όλα όσα ερμήνευσε… μιλώ για την «ζώσα» στο παρόν μας Βίκυ Μοσχολιού.
Καλή ακρόαση σε όσους μπόρεσαν να συναντήσουν «μάτια» στη ζωή τους και να αντέξουν να παρακολουθήσουν την παράσταση της ζωής των «μονάχων»… δηλαδή τον ίδιο τους τον Εαυτό.


ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ

.

Σήμερα στάθηκα στην άδεια πλατεία του χωριού μου με το δροσερό αεράκι να περνά μέσα από τα μαλλιά μου και να μπαίνει δροσερό κάτω από τα ρούχα μου.
Ήθελε να μου θυμίσει ότι πάντα θα είναι το διάμεσο που μέσα από αυτό μπορώ να κοινωνήσω τη φωνή μου. Η βρύση με το απλοϊκό αέτωμα άφηνε το κελάρυσμα της πηγής να φτάνει στα αυτιά μου σαν άγνωστη πληροφορία ζωής που στέκει δυσανάγνωστη πέρα από όλους εμάς. Οι βάτραχοι έπαψαν πια να κατοικούν στην φυτρωμένη γούρνα της και το αποφάσισαν με τον θάνατο τους. Ο οβελίσκος της ιστορικής Δόξας δίπλα μου έστεκε με μια νέα επιγραφή που χάραξε η φθορά του χρόνου. Ήταν μια μοναχά λέξη με κόκκινο σάπιο χρώμα σαν αυτό που παίρνουν τα φύλα της οξιάς σαν γυρίζουν πίσω να γίνουν χώμα … έγραφε «γιατί;»

Έστεκα ανάλαφρος τραβώντας βαθιές ανάσες για να ταιριάξω μέσα μου βολεύοντας την κούραση από τις όμορφες διαδρομές που είχα κάνει τις προηγούμενες μέρες. Είναι κούραση να κάνεις εκδρομές στη ζωή σου που τις ονοματίζεις «σκοπό».
Η πέτρα που είχα κρύψει κάτω από τον φοίνικα στο Βάϊ πατήθηκε από τη λασπωμένη μπότα του πυροσβέστη και έσβησε η μολυβιά που κρατούσε πάνω της. Το νεκρό καβούρι έστεκε με την κοιλιά γυρισμένη στον ουρανό στο φαράγγι Πάντα Βρέχει, ξέχασε πια την ανησυχία που του έφερε το βήμα μου στο υδάτινο σπίτι του. Τα χιόνια του Ψηλορείτη χάθηκαν μέσα στους βόθρους της ανακύκλωσης και έπαψαν να ποζάρουν στο βλέμμα μου. Ο καταρράκτης της Φόνισσας κουράστηκε να θυμάται τις φωνές από τις βουτιές μας στο νησί της Αφροδίτης.
Το μόνο τοπίο που έστεκε ακόμη συμπαγές ήταν αυτό της μικρής πλατείας ακριβώς στη μέση της ερώτησης «υπάρχει ή δεν υπάρχει;»
Αυτό το ερώτημα μπορεί και γεννά παιδιά, δίνει χαμόγελα , δίνει πόνο , δίνει την ίδια τη ζωή.
Τα γέλια στα τραπέζια της ζωής μας πάντα αφήνουν για λίγο τη μνήμη τους στη σκόνη που κάθεται από τον δροσερό αέρα που πάντα τα σβήνει.
Άνοιξα το στόμα μου καθώς ήμουν μόνος στην πλατεία και φώναξα.
«Έι ! είναι κανείς εδώ;» για να μιλήσω ξανά μετά από μια μακρόσυρτη προσμονή μέσα στο θρόισμα των φύλων και το κελάρυσμα του νερού στην γούρνα και να πω «Ει ! είμαι εδώ;»
Τότε εμφανίστηκαν άνθρωποι πολλοί από το πουθενά και άρχισαν να μου λένε ότι πράγματι είμαι εδώ και να μου δίνει ο καθένας την ιδιότητα που τα μάτια του ήθελε να βλέπει.
Τους χαμογέλασα και φώναξα «Πες τε ρε και σεις … Ει ! είμαι εδώ;»
Θύμωσαν που χάλασα την βεβαιότητα τους και η σκόνη του κάθε ενός έκανε κύκλους γύρω από τις πατημασιές που είχαν κάνει… κρύφτηκαν όλοι στη βεβαιότητα τους. Το νερό της πηγής συνέχισε να κελαρύζει.
Χαμογέλασα με ένα τρόπο που άφηνε τα δόντια να δείξουν το μέτρο της χαράς της αίσθησης κάπου ανάμεσα στην αμφιθυμία.
Άπλωσα τα χέρια μου στο πρόσωπο τρίβοντας το και σηκώθηκα από το κρεβάτι μου μέσα από ένα «πολιτικό» όνειρο χωρίς ανθρώπους γύρω μου, αλλά για τους ανθρώπους μέσα μου.
Η μόνη σιγουριά ήταν ότι ακόμα ήμουν εδώ ανάμεσα στη σκέψη που θέλει να ισορροπεί σε μια λεπίδα που γράφει πάνω στην κόψη της «Είναι και δεν Είναι».
Ήμουν ακόμη μέσα σε αυτό που λέμε Ζωή.

ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ …

.

-Να φεύγεις φίλε , να ταξιδεύεις … Πάντα να φεύγεις…


Είναι μια κορυφαία φράση στο έργο «Η Γυναίκα του Νίκου Καββαδία» που ερμηνεύουν δύο αγαπημένοι μου σπουδαίοι ηθοποιοί κρατημένοι αντρίκια υπομένοντας την Σισύφεια ανθρώπινη μοίρα την ώρα που βουλιάζει το σκαρί που ταξιδεύουν … αν θέλετε η ίδια η ζωή τους.
Έχω πάψει χρόνια πολλά να περιμένω να δω τα πλοία στη θάλασσα… βρίσκονται παντού μέσα στο μυαλό μας. Είναι φορές που κάθομαι στα θαλασσοδαρμένα από προϊστορικά πελάγη βράχια του χωριού μου και αφουγκράζομαι την διαχρονία της ανάγκης μαζί με τον φόβο μας να «ρέουμε» μέσα στο άγνωστο.
Θα ήθελα να αφιερώσω αυτή την παράσταση που αύριο Πέμπτη (21/10/2010) κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα, στους αγαπημένους μου συγχωριανούς που δεν μπορούν να την απολαύσουν λόγω της απόστασης.
Αυτό το έργο , δηλαδή ο Λόγος του Καββαδία, είναι μια γροθιά σε ότι μας κρατά ακινητοποιημένους σε αυτό που ονομάζουμε «ζωή» και συμβαίνει ερήμην μας μέσα στην ασφάλεια της συνήθειας…
Το σκαρί της ζωής μας , ταξιδεύει μέσα από εμπειρίες που σε κάποια στιγμή πλησιάζουμε τον εσωτερικό βωμό της ψυχή μας και λέμε την φράση «Συχώρεσε με».
Αυτό είναι ένα προσωπικό ζεϊμπέκικο του κάθε ενός μας που δεν έχει θεατές και σίγουρα καθόλου τσαλίμια… είναι κάτι σαν το χορό των Δερβίσηδων που τα αχνάρια του μοναστηριού τους μένουν ακόμα δίπλα στα βράχια του χωριού μας.

Πληροφορίες παράστασης
Ζούγκλα on line
Facebook ανοικτή ομάδα φίλων
.

Ο ΚΑΦΕΝΕΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΜΑΣ

.

Πάντα σε κεντρική θέση βρίσκεται ο καφενές του κάθε χωριού.
Ο δικός μας παλιός καφενές χτισμένος σε ένα περίοπτο πλάτωμα πάνω από την βρύση της πλατείας , άφηνε τα τραπεζάκια του να απλώνονται σε μια θέα των βουνών πέρα από το χωριό. Σχεδόν μόνιμοι στις θέσεις που διάλεγαν έκαναν την Κυριακή τους μια γιορτή συνεύρεσης ο καθένας με την κοινωνική του ιεράρχηση που μέσα της έκρυβε τις συμπάθειες και τις αποστάσεις που κρατούσαν μεταξύ τους.
Δεν γίνεται ο Έλληνας να αποφύγει την νοητική του διαστρωμάτωση , ούτε να μην κρύψει πίσω από την στάση του τις συγκλίσεις και αποκλίσεις με ανθρώπους.
Τα «κουρεία» και τα «λουτρά» των παλιών προγόνων με τους χιτώνες αντικαταστάθηκαν από τα καφενεία τετρακοσίων χρόνων συνήθειας, όμως κάτι κράτησαν από το ύφος αγόρευσης. Πάντα τα πηγαδάκια των βλεμμάτων που συναντιούνταν ήσαν στραμμένα στον Πρόεδρο, τον Παπά , τον Δάσκαλο και το πίσω μέρος του κεφαλιού θα άφηνε το αυτί να στραφεί διακριτικά μαζί με χαμόγελο στον τρελό του κάθε χωριού. Ένα θεατρικό δρώμενο ήταν ο «παράλογος» λόγος που το είχαν ανάγκη , αλλά πρόσεχαν πολύ να μην δώσουν σημάδια ταύτισης μαζί του , για λόγους κοινωνικής ταυτότητας.
Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει , αν δεν γκρεμίζονταν τα κουρεία και τα λουτρά πως θα ήταν ο πολιτισμός , αλλά η ιστορία δεν σηκώνει υποθέσεις…
Το αναπάντεχο μέσα στα όρια της τελετουργίας της συνήθειας, ήταν η ζωή …
Τα καφενεία γίνανε παρακμασμένα στις πόλεις και αργότερα καφετέριες με θαμώνες, τραγουδήθηκαν και ταυτίστηκαν με διάφορες εποχές μέχρι σήμερα.
Σε κάτι τέτοια μέρη συναντήθηκαν τα ανήσυχα πνεύματα των δημιουργών καθώς και οι φοβισμένες ματιές των εσωτερικών μεταναστών τις προηγούμενες δεκαετίες.

Θυμάμαι στο δικό μας κυριακάτικο καφενέ, την ταυτότητα που αποκτούσε ο κάθε επισκέπτης του μέσα από το χαιρετισμό των παρακαθήμενων.
«Τι κάνς Κουστάκ» ήταν μια χαμογελαστή απεύθυνση στην εφηβική μου προσέγγιση στο χώρο. Δεν έλειπαν βέβαια και τα αξιολογικά πειράγματα από μερικούς που έβαζαν ερωτήματα δύσκολα για ένα άνθρωπο που δεν είχε την δική τους εμπειρία στο χώρο ζωής του χωριού. Το χαμόγελο όμως και η αποδοχή της ταυτότητας έκανε τα πνεύματα να έχουν μια όμορφη εκφραστική αταξία που έβγαζε μεν αμηχανία , αλλά όλο αυτό παραδόξως έμοιαζε να εντάσσεται μέσα σε μια αρμονία της στιγμής.

Σήμερα η εκφραστική αταξία , έφυγε από τον χώρο και μπήκε βαθειά μέσα μας, αφανίζοντας το χαμόγελο από την απροσδιόριστη απεύθυνση του στο χώρο.
Μόνο ένας χαζοχαρούμενος θα γελάει προς κάθε κατεύθυνση όταν μπαίνει στην διακοσμημένη καφετέρια με στοιχεία εντύπωσης … μιας άλλης ζωής στους τοίχους.
Η "εντύπωση" είναι πλέον η βασική δομή της σκέψης του επισκέπτη ως ατομική στάση ζωής, μακριά από τα απαρέμφατα του «νοιώθειν» και «συνυπάρχειν»…

Η μόνη παρήγορη διαφορά , είναι ότι τα συναισθήματα μας δεν είναι ιστορία , αλλά έχουμε την επιλογή να τα διαχειριστούμε και να οδηγήσουμε το δικό μας θέλω στην κοινωνία που εμείς επιλέγουμε.
Τα τρομαγμένα κοπάδια , πάντα οδηγούνται καλύτερα και αυτό είναι κάτι που αξίζει να το ξέρουμε μήπως και κάποια στιγμή το διαχειριστούμε. Το μυστικό είναι να μη βλέπουμε δίπλα μας , αλλά το σημείο που ακούγεται η φωνή που μας τρομάζει.
Θα εκπλαγούμε αν διαπιστώσουμε ότι είναι μια μικρή σφυρίχτρα που δεν είναι καθόλου απειλητική.
Το κράτημα της αίσθησης ενός καφενέ που η θέα του είναι στα απέναντι βουνά, είναι κάτι που σίγουρα μας βοηθά στις καφετέριες με ορατότητα σε ένα απέναντι τοίχο … έστω και αν μας παραπλανούν με την διακόσμηση του.
Τελικά πάντα έχουμε ένα Καφενέ, στη σκέψη μας… και το μόνο που ορίζουμε είναι η προσωπική εκδοχή της μορφής του.

ΠΡΩΙΝΗ ΣΚΕΨΗ

.

Ξύπνησα το πρωί και είδα μια ανάρτηση από το blog που παρακολουθώ της φίλης μου Αναστασίας. Στάθηκα να παρατηρώ την φαντασία μου να ακροβατεί στο λίκνισμα της μουσικής του Μάνου Χατζηδάκη. Έπιασα τον εαυτό μου να φέρνει όλα όσα έχει ζήσει σε ένα συμπυκνωμένο παρόν … ένα παρόν χωρίς ειδικές οδηγίες για τη χρήση του, σαν ένα προϊόν που απλά υπάρχει και αυτό είναι «κάτι».
Ένοιωσα ότι οι νότες χόρευαν μέσα σε πολιτικές σκέψεις, σε έρωτες, σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, σε λύπες, σε χαρές, σε ντροπές και σε ότι είναι καμωμένο για να ταιριάζει σαν κολάζ πάνω στο ανθρώπινο σκαρί μας.
Σκέφτηκα ότι αυτός ήταν ένας λόγος για να μια καλημέρα σε όλο το παρελθόν που μπορεί να χορεύει στο μυαλό μας και να δίνει γεύση στο παρόν μας.
Ναι ήταν μια ωραία καλημέρα μέσα από αυτό που εγώ θέλω να ονομάζω τέχνη του να ζεις.

Προωθώ την διεύθυνση του blog της Αναστασίας που αφορά σε αυτή την ανάρτηση υπό τον τίτλο : Η τέχνη… μπορεί να παραδώ-σει τον κόσμο στον άνθρωπο

"ΘΕΑΣΗ" ΤΗΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΤΗΡΗ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗ

Η Απληστία

Από τους μύθους στο σήμερα

του Σωτήρη Γλυκοφρύδη


Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι και η απληστία. Η λέξη παράγεται από το στερητικό «α» και το «πληστός» που σημαίνει πλήρης - γεμάτος. Άπληστος, επομένως, είναι ο πλεονέκτης, ο ακόρεστος, ο ανεκπλήρωτος από την επιθυμία.
Διάλεξα να πω «από την επιθυμία» αντί «από τα μέσα της ζωής του», διότι πιστεύω ότι η αυτή αποτελεί την κινούσα δύναμη για την επίτευξη των αναγκών που δημιουργούν τα μέσα. «Επιθυμώ», σημαίνει «προάγω εκ του στήθους μου μια εσώτερη θερμή ανάγκη», μετά έρχεται η «βούληση» που παραπέμπει στο «θέλω και μπορώ». Επομένως, η επιθυμία έρχεται πρώτη και όχι η βούληση όπως υποστηρίζουν πολλοί φιλόσοφοι, καθόσον αυτή επιφέρει τις ανάγκες. Η επιθυμία και η βούληση είναι δυο αρχέτυπα, «τάση» και «θέση» της ζωής, τα οποία οι πρόγονοί μας τα συμβόλιζαν με τις Δαναΐδες και το Σίσυφο. Οι πρώτες με το άπατο πιθάρι τους, ο δεύτερος με την αέναη μετακυλούσα πέτρα. Άρα, η απληστία μπορεί να ιδωθεί και ως «η διαρκής προσπάθεια της πραγμάτωσης του Σίσυφου του επιθυμητού των Δαναΐδων». Σίσυφος και Δαναΐδες, (είναι) ένα γονιδιακό ζεύγος δίζυγο, μια σχέση δυσδιάκριτη, ένα μαρτύριο της τιμωρίας των θεών προς το γένος των ανθρώπων.
Κατά τη μυθολογία, η έναρξη της απληστίας εμφανίζεται με τα παιδιά του βγαλμένου από τη θάλασσα Πρωτέα. Ο Πρωτέας, που θεωρείτο μονογενής και περιγράφεται με φύκια και ανάμεσα σε φώκιες, ανάλογα με τις επιθυμίες του γινόταν τα πάντα. Απέκτησε με κάποιες ασαφείς νύμφες και θεές, διάφορα παιδιά. Δυο του γιοί, ο Πολύγονος και ο Τηλέγονος ήταν άπληστοι, καταλήγοντας τελικά ληστές, τους οποίους σκότωσε ο Ηρακλής. Και ο Πρωτέας το αποδέχτηκε αυτό, φθάνοντας στο σημείο να αποκαθάρει εκ του φόνου το φονιά τους. Ο μύθος αυτός δείχνει μέσα από μια βιολογική θα τη χαρακτηρίζαμε σκοπιά, την έναρξη και την αντιμετώπιση του πρώτου φαινόμενου της απληστίας. Αλλά και ο μύθος της Εύας με την αποδοχή του απαγορευμένου καρπού, στο ίδιο παραπέμπει από άλλο δρόμο.
«Τρεις δυνάμεις κινούν τον κόσμο», είπε κάποτε ο Αϊνστάιν. «Η ανοησία, ο φόβος και η απληστία». Θα εξετάσουμε την απληστία, αρχικά, μέσα από την ιστορία.
Ο Μωυσής, τον οποίο ο Θεός τιμώρησε να μη δει την εκπλήρωση της αποστολής του, φαίνεται ότι ένας λόγος ήταν η απληστία του, καθόσον ευθυνόταν για την υφαρπαγή εκ μέρους του λαού του αυτών που νέμονταν οι Φιλισταίοι. Ο Μίδας, έμεινε για την απληστία του στο χρυσό παρομοιώδης. Αλλά και ο Κροίσος, που δεν άκουσε το Σόλωνα στην αρετή του μέσου δρόμου αλλά τους ιερείς του Απόλλωνα για να επιτεθεί στον Κύρο και ν’ αυγατίσει κι άλλο την περιουσία του, τιμωρήθηκε δεόντως. Άπληστοι καθώς είχαν γίνει από τα δώρα του και αυτοί, δίνοντάς του έναν εκ πρώτης όψεως θετικό χρησμό, επέδρασαν ως Νέμεση, παίρνοντάς τον στο λαιμό τους.
«Η γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ανθρώπου, όχι όμως την απληστία του», είπε κάποτε, πολύ σωστά, ο Γκάντι. Τι είναι λοιπόν αυτό, το συγγενές ή επίκτητο ιδίωμα, ιδιαίτερα εμφανές στο ανθρώπινο είδος, το οποίο αναδύεται όλο πιο έντονο με την έναρξη του πολιτισμού του; Ζιγκουράτ, πυραμίδες, αυτοκρατορίες, όλα παραπέμπουν σε κάποια μορφή απληστίας των πρωτεργατών τους.
Η φύση έχει μια αρχή, τη μοιρασιά - νομή του οίκου της που λέγεται οικονομία. Η οικονομία μοιράζει «νέμει» στον οίκο της τα απαραίτητα. Όταν αυτά, κατά την κρίση ενός όντος δεν αρκούν, αρχίζει η αναζήτηση για τη συσσώρευσή τους. Ο φόβος του θανάτου είναι το κινούν αίτιο αυτής της διαδικασίας. Και έως εδώ καλά μέχρι την υπερβολή, που συνοψίζεται στο ότι «εγώ τα θέλω όλα». Το φαινόμενο αυτό στον κοινωνικό ιστό είναι αναμφίβολα κατακριτέο. Δεν ζει κάποιος στερώντας τη ζωή των άλλων, αλλά διατηρώντας το υπέδαφος της ζωής πάνω στο οποίο διάγει τη ζωή του. Αυτό σημαίνει «επιβίωση», ζωή πάνω σε ζωή.
Η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια «κατά συνθήκη», μια «κατ’ ανάγκη» κοινωνία. Δεν έχει τη συνεκτική δομή της ανάλογης των μυρμηγκιών ή των μελισσών που όλα τα έντομα είναι ίδια, «αδέλφια» μεταξύ τους, καθώς γενιούνται και πεθαίνουνε κατά φουρνιές, μαζί. Η κοινωνία των ανθρώπων είναι χαλαρή, ανομοιογενής, και ετερόκλητη, που την αποτελούν διάφορες μη οικογενείς ομάδες. Στην ουσία, πρόκειται για ένα συνονθύλευμα από υποκοινωνίες, στις οποίες τα μεμονωμένα άτομα συμβιούν με σκοπό το όφελος από τη μεταξύ τους σχέση, έχοντας παράλληλα το κάθε ένα εξ αυτών την τάση να δημιουργεί ένα δικό του κόσμο. Επομένως, η ανθρώπινη «κοινωνία» είναι συναγωνιστική και ανταγωνιστική συγχρόνως, οπότε η απληστία κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί. Ο άνθρωπος δεν είναι κοινωνικό ον, γίνεται κοινωνικό για την ασφάλειά του και αυτό του προσδίδει μια ιδιαίτερη συμπεριφορά η οποία τον κάνει ον πολιτικό.
Η κοινωνική ζωή επιφέρει ευμενέστερες συνθήκες διαβίωσης μέσω της διαδικασίας που καλείται οικονομία κλίμακας. Κατ’ αυτήν, μέσω της σύνδεσης πολλών μονάδων επιτυγχάνεται όφελος. Όταν κάποια στιγμή το όφελος και το κόστος βρεθούν σε κρίσιμη καμπή, τότε η κοινωνία είτε ρικνώνεται τείνοντας να γίνει συμπαγής είτε επεκτείνεται τείνοντας στη μεταλλαγή της. Στην πρώτη περίπτωση, η ρίκνωση οδηγεί στη λεγόμενη «κλειστή κοινωνία» με κατάληξη το μαρασμό, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η επέκταση οδηγεί στη λεγόμενη «ανοικτή κοινωνία» με κατάληξη την απροσδιοριστία. Ο άπληστος, επομένως, ορίζεται ως καταλύτης του συστήματος, φθάνοντας στο σημείο να οδηγεί στις μέρες μας τον ευαίσθητο και ασταθή κοινωνικό ιστό.
Η παγκόσμια ανοικτή κοινωνία δεν είναι άλλο από μια άπληστη κοινωνία σε σχέση με την έννοια των προγενέστερων αξιών της πάτριας ζωής. Από οικονομικής πλευράς, αυτή στηρίζεται σε δύο βάρκες: στην ελευθερία της παραγωγής όπως την περιέγραψε ο Άνταμ Σμιθ, και στην ανάγκη της αυξημένης κατανάλωσης κατά τον Κέυνς. Οπότε, διαμορφώνεται μια κοινωνία Λεβιάθαν, η οποία χωνεύει τα παιδιά της. Στη διαδικασία όμως αυτή συμβαίνουν κρίσεις, όπου το ζητούμενο είναι ο επαναπροσδιορισμός των ορίων των συμβαλλόμενων. Η ιστορία διδάσκει ότι στις κρίσεις, οι πιο αδύναμες κοινωνικά ομάδες παραδίδονται βορά στο σύστημα, γενόμενες μέρος του συστήματος. Το φαινόμενο αυτό ο Ρουσσώ αντί να το ονομάσει «εξαναγκαστική παράδοση» το βάφτισε «κοινωνικό συμβόλαιο». Το οποιοδήποτε όμως συμβόλαιο επενεργεί προς όφελος της πλεονεκτικότερης ομάδας. Πλεονεξία, πλεονεκτικότητα και πλεονασμός, είναι η «αγία τριάδα» της σύγχρονης πλέον κοινωνίας.
Φεύγουμε από την κοινωνία και επιστρέφουμε στα μέλη της, τις άπληστες αράχνες που υφαίνουν τη ροή του ιστού της ιστορίας. Στην ύφανσή του, όπως και στο κάθε γίγνεσθαι, δεν υπάρχει διπολισμός, αλλά μονο-πειθαναγκασμός.
Το αντίθετο του άπληστου είναι ο «πληστός», που σημαίνει «πλήρης -ολοκληρωμένος». Θεωρητικά ορίζεται ως πρότυπο αξίας, καθόσον υποτίθεται ότι τα πάει περίφημα με τον εαυτό του. Είναι στις ανάγκες του εξαιρετικά ολιγαρκής, επομένως ευχαριστημένος με αυτά που έχει, οπότε καθιερώνεται σαν πρότυπο συμπεριφοράς πολίτη, τόσο από τους ολιγαρκείς όσο και από τους πλεονέκτες. Διότι οι ολιγαρκείς τον έχουν πρότυπο στη δυστυχία τους, πράγμα που βολεύει παράλληλα τους πλεονέκτες. Σε σπάνιες περιπτώσεις ο ολοκληρωμένος ή πληστός οδεύει στον εξοβελισμό του, σαν ένα κύτταρο κατεξοχήν παθολογικό, που τείνει να περιορίσει το σύστημα έχοντας βάση μια αλλιώτικη αθανασία που προκύπτει από την μέλλουσα πληρέστερη ολοκλήρωσή του. Η απληστία όμως για την ολοκλήρωση οδηγεί στην ολοκλήρωση της απληστίας, αλλά αυτός είναι ο άπληστος. Επομένως, τι συνέβη; Αυξήθηκε απλά η πολυπλοκότητα του συστήματος με μια τροχοπέδη. Η φύση αυτορυθμίζεται, η θέση που θα βρεθεί το κάθε κύτταρο ή άνθρωπος είναι δεδομένη.
Το κλειδί στην ψυχολογία του άπληστου λέγεται «άγχος επιβίωσης από το άχθος του θανάτου». Είναι μια αντίδραση «φυσιολογική» η οποία εκδηλώνεται με τη μεταβολή των ορμονών και της ψυχολογίας. Το φαινόμενο της απληστίας απαντάται τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους, ασχέτως φύλου, με μεγαλύτερη έκταση στο θηλυκό. Δείτε ένα παιδί σε μια βιτρίνα παιχνιδιών, η απληστία που ζωγραφίζεται στα μάτια του παραπέμπει στο αν θα μπορούσε να έχει τα περισσότερα… Δείτε έναν άντρα σε μια αγορά, ο περιορισμός που ζωγραφίζεται στα μάτια του θα τον αναγκάσει να πάρει το καλύτερο για τα λεφτά του (best value for money). Στις γυναίκες δεν αναφερόμαστε διότι άπτονται μιας ευρύτερης ψυχολογίας η οποία ξεκινά από την επιλογή του ανδρός ως το καλάθι με τα φρούτα (shoping theraphy).
Η απληστία, επομένως, αποτελεί μια φυσική διαδικασία αντίδρασης του επιθυμητού, σημαντική στην εξελικτικότητα. Η ψυχολογία του άπληστου, πρέπει κάποτε να ιδωθεί κάτω απο το πρίσμα της εσώτερης βαθειάς ψυχολογίας που φτάνει μέχρι τα γονίδια. Ακραία φαινόμενα δεν είναι άγνωστα και στα ζώα. Η αλεπού, για παράδειγμα, πνίγει όλες τις κότες στο κοτέτσι ενώ τρώει μια, πράγμα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αμόκ ζωτικής ανησυχίας». Το γεγονός αυτό συνδέεται με τη «λίμπιντο», λέξη που συνάδει με το πάθος για ζωή με το σπόρο του θανάτου. Στο βάθος της ψυχής του άπληστου, ελλοχεύει έντονα, μα διακριτά, ο θάνατος.
Η γη κατέληξε «μονοειδής». Αυτό σημαίνει ότι επικράτησε μόνο το ένα είδος, τώρα, ο άνθρωπος. Η μονοειδότητα είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στη φύση που συμβαίνει κατά διαστήματα, όπως την εποχή των φυτών, των δεινοσαύρων, πρόσφατα των θηλαστικών και δη των πρωτευόντων, του ανθρώπου. Ο κίνδυνος για την επιβίωση του ανθρώπου προέρχεται πλέον από το ίδιο τον άνθρωπο, που σημαίνει ότι ο φόβος του είναι «από και προς τον εαυτό του». Η μάχη ανάμεσα στα μέλη του ίδιου είδους, της αυτής ομάδας, του ίδιου μας του εαυτού, όταν επισυμβεί είναι η πλέον κανιβαλοφόρα. Επομένως, στο ανθρώπινο είδος θα επικρατήσει τελικά ένα υποείδος, μέχρι να χαθεί και αυτό μέσα στην απροσδιοριστία. Η απληστία στη φάση αυτή της μονοειδικής αιχμής, προβάλλεται ως αρχή - τάση επιβίωσης στους πλέον φοβισμένους, ανάγοντας τον εγωκεντρικό - εγωιστικό μηχανισμό της θεωρούμενης «ελπίδας» τους. Αυτή είναι μια προσέγγιση μέσα από ένα πώρο του βιολογικού κοινωνικού ιστού, που παραπέμπει στο ότι δεν επιφέρουμε εμείς το σύστημα αλλά ότι εκείνο μας ορίζει. Παραταύτα, όταν το γεγονός αυτό ιδωθεί βαθύτερα, οδηγεί με τη σειρά του στο ότι εμείς μετέχουμε και καθορίζουμε τις φυσιολογικές νόρμες, μέσα από την πλειοψηφία. Αυτό, να ιδωθεί πέραν του καλού και του κακού και της ιδεοληψίας, με ευρύτητα στη σκέψη και τη γνώση. Ούτως ή άλλως, στην απληστία της γνώσης χρωστάμε αυτά που καταλαβαίνουμε σήμερα.
Παρότι από την απληστία δομήθηκε η κοινωνία, παρότι πλεονέκτες με την εξουσία ήταν οι μεγαλύτεροι ηγέτες και με την αγάπη οι καλύτερες μητέρες, η απληστία ιδωμένη ως εκ των μεγαλύτερων αμαρτημάτων, στηλιτεύεται. Τι γίνεται, όμως, εδώ; Εθελοτυφλούμε, προσδιοριζόμενοι απο δυο μέτρα και σταθμά ή θα επιλέξουμε ως άριστο το ένα; Θαυμασμός από τη μια και αποτροπιασμός από την άλλη, δεν γίνεται, σημαίνει μπέρδεμα ή υποκρισία. Ως εκ τούτου, εξετάζοντας τα πράγματα με όσο το δυνατόν αδέσμευτη χροιά, η απληστία μπορεί να ιδωθεί ως «τάση επιβίωσης υπο οριακές συνθήκες». Στο σύμπαν, που και αυτό επεκτείνεται άπληστα, υπάρχουν μαύρες τρύπες που ρουφούν και άσπροι νάνοι που παράγουν. Αμφότερα τα φαινόμενα υπηρετούν μια σκοπιμότητα, την ύπαρξη της φύσης. Ένα εκ των δυο να έλλειπε, θα ήταν ουδέτερο, ανύπαρκτο το σύμπαν. Το ζητούμενο είναι μια κοινή γραμμή, η οριοθέτηση στον κοινωνικό ιστό των φυσιο-λογικών ορίων.
Η θέση του άπληστου, χωρίς να φτάνουμε σε άκρα, είναι φυσική. Ο ολίγον άπληστος είναι παραγωγικό κύτταρο, ο πολύ άπληστος καταντάει πρόβλημα. Η πρακτική του πρώτου επιφέρει θαυμασμό, του δεύτερου γεννά το φθόνο. Πέραν του ορίου, ο άπληστος ρουφά τα στοιχεία της ζωής των άλλων, και ο πληστός τα φτύνει. Και στο βασικό ερώτημα «τι κάνουμε», η απάντηση είναι «σε ότι είμαστε ταγμένοι». Τα όρια της δυναμικής του συστήματος που θέτει η πλειοψηφία καθορίζουν τις φυσιολογικές νόρμες και η αντιμετώπιση των πολύ άπληστων είναι θεμιτή.
Είτε λοιπόν μιλάμε για την απληστία του πνεύματος, είτε της ύλης, ένα είναι γεγονός. Ότι, όπως το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πληρότητας είναι ο εφησυχασμός, το αντίστοιχο της απληστίας είναι η ανησυχία. Ζω και ανησυχώ σημαίνει ότι είμαι ενεργός, ορίζω εγώ τις νόρμες μου τις οποίες επεκτείνω στο κοινωνικό μου περίγυρο όπου δεν εφησυχάζω. Ούτως ή άλλως, ο Ηρακλής στον κοινωνικό ιστό είναι ο λαός και ρόπαλο η δικαιοσύνη. «Ηρακλής κοιμώμενος» δεν υπάρχει ως τραγωδία, θα μπορούσε βέβαια να υπάρξει ως κωμωδία, για να ολοκληρωθεί με τον «Ηρακλή μαινόμενο» ως σατυρικό δράμα.
Στον ελληνικό τρόπο της ζωής, κυριάρχησε κάποτε έντονα το άπληστο πνευματικό στοιχείο. Αυτό δημιούργησε στον πλουραλισμό των ιδεών όπου προέκυψε φως, το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε στο δυτικό πολιτισμό και κατόπιν εκτενέστερα. Το είδος του φωτός που εξέπεμψαν οι πρόγονοί μας ονομαζόταν φάος, που σημαίνει φως από αυτόκαυστο υλιστικό μανδύα ενός πνεύματος που φλέγεται χαοτικά. Αυτή είναι μια περίπτωση κατά την οποία ο καιγόμενος προσφέρει στο σύνολο το φως του, μέσα από τον έμπειρο ή ένπυρο χαμό του. Ποιος είπε ότι άπληστος είναι κοιλιόδουλος και καταναλωτής μονάχα;
Τώρα, στα πρόσφατα δικά μας: Η τιμωρία των ενόχων, οι οποίοι χάριν του προσωπικού τους και μόνο συμφέροντος κατέληξαν ληστές στον κοινωνικό ιστό στον οποίο είχαν ταχθεί να προστατεύουν, πρέπει να θεωρείται πάγια θέση. Όσον αφορά εμάς, χρειάζεται περισυλλογή των χαοτικών ορίων μας, ώστε το πνεύμα και η ύλη, ο νους και η καρδιά, η βούληση και οι επιθυμία ή ο Σίσυφος και οι Δαναΐδες, να συμβαδίζουνε στο δρόμο της μετριοπάθειας, παρέα.

Η ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΒΡΑΧΟ

.
Υπάρχει ένας βράχος θεόρατος στο χωριό μου, που μου αρέσει πολύ να τον επισκέπτομαι νοητικά όσες φορές θέλω να δώσω στη σκέψη μου αρμονία και διέξοδο με εποπτεία σε ζητήματα που με απασχολούν.
Σαν υπάρξει καλή μέρα χωρίς υγρασία στην ατμόσφαιρα, στο βάθος μπορεί να δει ο παρατηρητής τον Όλυμπο που στέκει πανόπτης στη Σισύφεια ζωή μας χιλιάδες χρόνια τώρα.
Υπάρχουν χιλιάδες μέρη που μπορούν να αντικαταστήσουν το συγκεκριμένο βράχο στην καρδιά όλων μας… όμως (νομίζω) κάθε φορά ένα είναι αυτό που επιλέγουμε και μέσα από αυτό μπορούμε να μιλάμε για τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο…
Μα ακόμα και αν δεν επιλέξουμε να μιλήσουμε, κρατάμε μια αίσθηση για τη ζωή που είναι ολότελα δική μας και της δίνουμε τα χρώματα και το ανάγλυφο που ορίζουν την πορεία μας.

Σκοπός αυτής της ανάρτησης δεν είναι να μοιραστώ τις σκέψεις που τελευταία έφερα στο νου από το ίδιο νοητικό ανέβασμα στο βράχο με τα χέρια σηκωμένα σαν φτερούγες σταυραετού στο πλάι… Θα έλεγα πως η πληροφορία ότι υπάρχουν λαγοί για τροφή του αρπακτικού δεν λέει τίποτε στο ορεσίβιο υπέροχο μηρυκαστικό… δηλαδή κάθε άνθρωπος και άλλη ανάγκη. Αυτό που έχει σημασία είναι η αναζήτηση της προσωπικής μας εποπτείας στην τροφή σκέψης και σώματος.

Τα μέρη που μας αφαιρούν την “πραγματικότητα” που ορίζουμε ότι έχουμε χαμένοι μέσα στη σύγκριση, μας κάνουν πιο ανάλαφρους και ικανούς να δούμε το Είναι και δεν Είναι που κουβαλάμε στη ζωή μας.
Μέσα σε μια τέτοια θέα , είμαστε παρόντες και δεν έχει σημασία η παρουσία μας…
Θα έλεγα ότι είναι μια “θεραπεία” για την ανάκτηση του μέτρου που έχουμε χάσει από τη ζωή μας και με πολύ αβασάνιστο τρόπο δηλώνουμε την ματαιοδοξία μας μέσα από την έκφραση “Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”
Το πιο δύσκολο είναι να αντιληφθούμε το “Ποιοι είμαστε εμείς…” αλλά αυτό είναι άσκαφτο μονοπάτι στην εγκεφαλικές λάχνες που φιλοξενούν τις πληροφορίες ζωής που “επιτρέπει” ο πολιτισμός μας…

Σημείωση :

Οι σκέψεις ακουμπούν σε πληροφορίες από πείραμα του Σρέντιγκερ.
http://www.lassp.cornell.edu/ardlouis/dissipative/Schrcat.html
Από παλιότερες πληροφορίες σχολιασμού του εν λόγω πειράματος
http://www.liantinis.org/forum/viewtopic.php?t=55
Από τον λόγο του Παρμενίδη
http://parmenides-sotglyk.blogspot.com/
Τέλος από το άρθρο που διάβασα και θα αναρτήσω μόλις το ολοκληρώσει του φίλου Σωτήρη με θέμα την Απληστία και από τους όμορφους σκοπέλους της ίδιας μου της ζωής με ότι με πιέζει για μάθηση σαν πρόβλημα προς επίλυση.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

.

Με εντυπωσίασε ένα βίντεο που έλαβα από τον φίλο Σωτήρη Γλυκοφρύδη με το σχόλιο που ακολουθεί. Σκέφτηκα να το μοιραστώ από αυτό το χώρο, μια και η έκφραση που έχουμε κατά νου … “θα σε λειώσω σαν μυρμήγκι” αρχίζει να παίρνει άλλη έννοια σαν δούμε την αυθαίρετη ταξινόμηση μας στην ανώτερη βαθμίδα του ζωικού βασιλείου…

Σχόλιο :
Για να δουν πώς μοιάζει το εσωτερικό μιας φωλιάς μυρμηγκιών, μια ομάδα
ερευνητών έριξε τσιμέντο για 3 συνεχόμενες μέρες σε μια εγκαταλειμμένη
φωλιά.
Χώρεσαν 10 τόνοι τσιμέντο. Μετά από έναν μήνα ...
άρχισαν οι ανασκαφές και χρειάσθηκαν εβδομάδες για να ολοκληρωθούν.
Αυτό που ανακάλυψαν ήταν εντυπωσιακό !!
Μια ολόκληρη ¨πόλη¨, με δρόμους, κατοικίες και εξαερισμό. Όλα δείχνουν
σαν να ήταν σχεδιασμένα από αρχιτέκτονα. Αυτή η κολοσσιαία πόλη
δημιουργήθηκε με την σκληρή εργασία ολόκληρης της κοινότητας των
μυρμηγκιών , που αποδείχτηκε εξαιρετικά εκπαιδευμένη, πειθαρχημένη και
προσηλωμένη στον σκοπό της.
Το κτίσμα καλύπτει 50 τετραγωνικά μέτρα και έχει 8 μέτρα βάθος. Για να
χτιστεί, τα μυρμηγκιά αναγκάσθηκαν να μετακινήσουν 40 τόνους γης.
Απολαύστε το βίντεο και σκεφτείτε εάν έχουμε να μάθουμε κάτι από
τα μυρμήγκια, τουλάχιστον όσον αφορά τη γνώση μας και τον μεγαλοϊδεατισμό ...




ΣΚΕΨΕΙΣ... ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗ

Από τον Τιτανικό στην πράσινη ανάπτυξη της τσόχας
(τραγωδία μαζί με κωμωδία)

του Σωτήρη Γλυκοφρύδη


Οι νόμοι της θάλασσας δεν είναι άλλο παρά μια αυστηρή επιβολή των κανόνων της στυγνής - στεγνής ζωής, με μια διάσταση που δεν επιδέχεται αμφιβολίες. Τη στιγμή που ο υπουργός των οικονομικών εξέπεμψε δημόσια το May Day (S.O.S. στη ναυτική γλώσσα) και δη μέσα στο άντρο του καπιταλισμού, στη σύνοδο του Ευρογκρούπ - ΕΚΟΦΙΝ (15 Φεβρουαρίου), λέγοντας ότι είμαστε «Τιτανικός», η κατάσταση είχε πλέον οριοθετηθεί.
‘Όταν ένα καράβι εκπέμψει σήμα κινδύνου, αυτομάτως υπάγεται στο Αγγλικό δίκαιο, το οποίο έχει αποδειχθεί πρακτικά το πιο αρμόζων, τόσο στο ναυαγό όσο και στους σώστες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό σημαίνει ότι στο σώζω και μου ανήκει μέχρι το μισό. Ο Έλλην υπουργός μη ξέροντας από θάλασσα τα έκανε μάλλον θάλασσα, παραδίδοντας το πλοίο «Ελλάς» μέσω Γερμανίας στο Αγγλικό ναυτικό δίκαιο ως «Τιτανικό».
Στη θάλασσα, όταν ένα καράβι μπάζει νερά το σώζεις εξ ιδίων μέσων, αν μπορείς, αποκρύπτοντας συχνά τις αβαρίες του για να μη μπεις στη διαδικασία του αυστηρού ελέγχου. Αυτή είναι μια συνήθης πρακτική που εφαρμόζεται. Τη στιγμή όμως που αποφασίζεις να το δημοσιοποιήσεις μπαίνεις στη διαδικασία της πραγματογνωμοσύνης - στην οποία είχαμε ήδη μπει από τις αστοχίες και ρεμούλες της προηγούμενης κυβέρνησης. Όταν όμως εκπέμψεις το σήμα του κινδύνου, το «σώστε μας γιατί χανόμαστε» έχεις ήδη αποδεχθεί ότι είσαι διατεθειμένος να χάσεις μέχρι το μισό πλοίο.
Στη διάσωση του καραβιού ανεβαίνουν συνεργεία από τους διασώστες που θέτουν τον καπετάνιο και το πλήρωμα υπό τις εντολές τους, αυτή είναι μια συνήθης τακτική που ακολουθείται στα ναυάγια. Υπάρχει όμως και άλλη πρακτική που εφαρμόζεται, το «Νo cure - no pay» (δεν με γλυτώνεις - δεν πληρώνω) με την υπογραφή ενός κοντράτου μεταξύ των συμβαλλομένων, του καπετάνιου από τη μια και αυτών που σπεύδουν προς βοήθεια από την άλλη. Ούτε αυτό εφαρμόστηκε. Ακόμα και με φίλους σε ναυάγιο καλό είναι να υπογράψεις πριν σε αναλάβουν ένα χαρτί, καθόσον πολλές φορές αυτοί αποδεικνύονται εκ των υστέρων ότι δεν είναι τόσο φίλοι. Ασχέτως τούτου, παραδώσαμε το καράβι εν λευκώ στους διασώστες μας, αποδεχόμενοι και την πιο ακραία επιθυμία τους, ότι αν ακόμα αυτό δεν διασωθεί, είμαστε υποχρεωμένοι να τους πληρώσουμε για τις ενέργειές τους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, το καράβι δεν είναι του καπετάνιου, αλλά μια συμπλοιοκτησία. Ως εκ τούτου, οι επιβάτες έχουν λόγο και δεν νομιμοποιείται ο καπετάνιος να λαμβάνει αποφάσεις εν πλήρη αγνοία τους, ειδικά εάν τους έχει υποσχεθεί λαγούς με πετραχήλια για να πάρει αυτή τη θέση, ούτε ο αρχιλογιστής εκστομίζει να το σήμα του κινδύνου αυθαίρετα, όπου για αυτό αποφασίζει ο καπετάνιος.
Η κατάσταση αυτή, φεύγοντας από το παράδειγμα της θάλασσας, μοιάζει με κάποιον που πηγαίνει να πάρει ένα δάνειο απο μια τράπεζα, μαρτυρώντας την προγενέστερη κατάστασή του και συντετριμμένος. Οι τραπεζίτες έχοντας αντιληφθεί το χάλι του και ότι δεν παράγει, είτε αυτός τους εκλιπαρεί κάνοντας ότι δεν τους εκλιπαρεί είτε τους απειλεί κάνοντας ότι δεν τους απειλεί - βάζοντας μέχρι και υποτιθέμενο μπιστόλι στο τραπέζι - δεν θα καταφέρει ποτέ κάνοντας το καλό ή το κακό παιδί κάτι το αξιόλογο. Άσχετα ποιοι διοικούν τις τράπεζες, η ελεύθερη αγορά δεν σηκώνει από τέτοια, είναι ως γεγονός απρόσωπη, επομένως, το μπιστόλι περιορίζεται για το θεαθήναι και μάλλον για τον κρόταφό σου. Ο Βορράς επιδότησε την Ελλάδα για να αυτοβελτιωθεί, ως εκ τούτου η κατοπινή συμπεριφορά των πιστωτών πηγάζει από τη συμπεριφορά της.
Ο περιορισμός των δαπανών και η πράσινη οικονομία είναι μια υπόσχεση του δανειολήπτη για αλλαγή πορείας, πράγμα που σημαίνει ότι θα κάνει εργοστάσια με ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και θα παράγει προϊόντα συμβατά με το περιβάλλον. Παραταύτα, προέκυψε (προς το παρόν) τσόχα, Λας Βέγκας, τυχερά παιχνίδια και λοιπά. Όλα αυτά προκαλούν τη θυμηδία. Όσο ο υπουργός κουλτούρας προσπαθεί να μας πείσει τι κοινωνικό αγαθό κάνει ο τζόγος, η τσόχα επειδή είναι πράσινη και τα παίγνια επειδή έχουνε φρουτάκια, δεν είναι πράσινη ανάπτυξη, βελτίωση υποδομών και κυρίως της παιδείας. Τουλάχιστον ο αρμόδιος υπουργός θα έπρεπε να ήτανε ειλικρινής, να πει ότι αυτό είναι κακό αλλά γίνεται απο ανάγκη, μήπως όμως υπήρξαν ειλικρινείς οι συνάδελφοί του; Η ειλικρίνεια μαζί με την προσδοκία, που κάποτε έκαναν να ανατείλει ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ, τον κάνουν πράσινα άλογα και απογοήτευση σε δρόμο προς τη Δύση.
Τα spreαd με τις παραπάνω ενέργειες της κυβέρνησης, δεν είναι λογικό να κατέλθουν. Η αξιοπιστία δεν βελτιώνεται όταν δίνεις για μπάγκα οικόπεδο φιλέτο για να το πάρεις χόρτα ποσοστό από τη γκανιότα. Η λύση όταν νοιώσεις την πρόσκρουση στο σκάφος σου είναι να στρίψεις προς το πέλαγος, όταν όμως ο πηδαλιούχος μπερδέψει το αριστερά με το δεξιά απομένει το όπισθεν ολοταχώς, μπας και σωθεί με μικρότερη ζημιά το πλοίο. Αλλά, όπως φαίνεται, ούτε αυτό τηρήθηκε, οπότε διαμορφώνεται εύλογη η απορία: μήπως δεν είμαστε τελικά Τιτανικός αλλά αυτά υπήρξαν άστοχα και προσχεδιασμένα;
Ο λόγος, κατ’ εμέ -και δεν θέλω να σκεφτώ ότι υπάρχει άλλος- είναι ότι ο καπετάνιος, κατ’ εξοχήν προβλέψιμος από το ευρύτερο σύστημα στο οποίο και ανήκει, έδωσε στους επιβάτες τις υποσχέσεις που χρειαζόντουσαν για να πάρει τη δουλειά, βάζοντάς τους κατόπιν σε περιορισμό έκτακτης ανάγκης. Η Ελλάδα, κατ’ εξοχήν χώρα ναυτική, στερείτο οργανωτικών δομών και νομοθετικών πλαισίων, εκτός από τους νεκρούς, τους οποίους έπρεπε πάντοτε να τους μαζεύει. Οι θαλάσσιοι νόμοι, είπαμε, ότι, είναι θεσμοί ζωής, αρχές οργάνωσης μιας οριοθετημένης κοινωνίας, με σαφή διεύθυνση, πορεία και προσανατολισμό. Το καράβι «Η Ελλάς» δεν μπόρεσε να οργανωθεί ποτέ σε μια κοινωνία δαμημένη (εκ του δαμώ-δαμάζω), που σημαίνει οριοθετημένη - υποταγμένη στο σύστημα. Τα πάντα προήλθαν από ατομικές χαοτικές προσπάθειες με χύμα πτώματα στο κύμα. Όταν, όμως, δεν μπαίνεις θεσμικά στο σύστημα, με την όποια στρέβλωση ή ευθειασμό του, ή θα εισέλθεις με εξαναγκασμό ή θα υποστείς πιο άμεσα τη νέμεση της δαμημένης κοινωνίας.
Παραταύτα, υπάρχει και ο απομηχανής θεός, που τώρα παρουσιάζεται με τη μορφή του Αραβικού στοιχείου. Ας ετοιμαστούμε, για να είμαστε συνεπείς με την ιστορία μας, να κάνουμε σπονδή στο θεό της τραγωδίας και της κωμωδίας, ακούγοντας το κατάλληλο για την περίπτωση τραγούδι. Arabic Titanic - vivianhttp://www.youtube.com/watch?v=zY2af1s0C6o