Στο εκτελεστικό απόσπασμα


.

Είναι φορές που λατρεύει η ψυχή μου να μάθει άλλο λίγο…
κι έτσι σκαρώνει αισθήσεις, λογικές, π’ ανακατεύουν το ρούχο της.
Διαλέγει να ξεβολεύει τις σιγουριές των αισθήσεων που έχει το ντύμα της
και να του βάνει δύσκολα, αβίωτα σενάρια, για να το κάμει να νιώσει…
Τρομάζει το πανωφόρι του κορμιού, και μέσα στο ζόρι της δοκιμασίας
φωνάζει «άσε με», ζητώντας τη γνώριμη κατάσταση της σιγουριάς του.

Σήμερα, πήρε τη σκιά μου και την έβαλε δίπλα σ’ ένα άγνωστο τοίχο,
μπροστά της έστησε τουφέκια, που δύσκολα ο φόβος μπορεί να τα μετρήσει.
Ξεπέρασε η αθέατη θηλυκή Δασκάλα μου τις προετοιμασίες, μια και το
Αλτ, παρά πόδα , οπλίσατε ήταν λεπτομέρειες ανούσιες, που τις προσμένουν
βλαστοί μεθυστικοί που ύφανε το ρούχο μου μ’ αυτούς ο Προμηθέας.
Προχώρησε σοφά την εικόνα του τρόμου στο "Σκοπεύσατε",
κι άφησε στ’ αυτιά το χρόνο της αναμονής, απαραίτητη στιγμιαία αιωνιότητα,
που κλείνει πάντα με το άγνωστο βίωμα της Λέξης που παραγγέλλει "Πυρ".

Δεν μου είπε η παιγνιδιάρα ψυχή κανένα λογικό Γιατί… σ’ αυτή τη δοκιμασία.
Δεν μου εξήγησε ποιοι ήταν απέναντι, ούτε που (;) ήταν ο τοίχος.
Άφησε το Παντού να γίνει άχρονο, κι εγώ στη μέση του βωμού σφαχτάρι…

Σκέψου! Είπε η Δασκάλα μέσα από τη χαοτική στιγμή, την ώρα που
σε κοιτούν οι ανέκφραστοι πόροι του θανάτου, οι σιωπηλές -ακόμα- κάνες.
Οι ανάσες γρηγορέψαν, κι η ανάγκη να πω τα πάντα όρθιος σ’ ένα ξυράφι που
με τρόμο ισορροπούσα πάνω του, ανάμεσα στο είμαι και όχι, αγωνιώδης…

Όχι ! Φώναξα… Θέλω να δω, να πω, να κάνω κι άλλα!
Γέλασε η ψυχή μου λυπημένα, γιατί ήξερε πως τούτα τα λόγια
δεν ήταν καθαρά, μια και με παράσυραν οι άγγελοι της ανάγκης μου,
οι αιμόβροτες νυχτερίδες που κρέμονται απ’ την γνώριμη βαρύτητα μου.

Πάντα ξέρει να περιμένει η ψυχή, και ποτέ δεν βαθμολογεί κάτι που εξελίσσεται.
Έτσι περίμενε άπειρη ώρα μέσα στο κλάσμα του τίποτα που μου χάριζε για γνώση.

Όχι ! Φώναξα… Είναι άδικο να είμαστε όλοι εδώ!
Η σκιά των ρούχων μου, ένοιωσα πως ήταν για μια στιγμή ξένη,
και πως τα δάκτυλα που κρατούσαν τη σκανδάλη των πόρων του θανάτου,
ήταν δικά μου, καθώς και ο τοίχος που υπήρχε σαν βωμός στην αναγκαία
διαδικασία της λογικής αυτής, ήταν χτισμένος επειδή εγώ τον όρισα…

Γέλασε η ψυχή μου δακρυσμένη, καθώς ξέρει να υποδέχεται τη γέννα…
Φοβάσαι; Με ρώτησε.
Ναι και όχι. Της απάντησα.
Φοβάμαι ; Με ρώτησε.
Δεν ξέρω! Της απάντησα.
Θες να μάθεις; Με ρώτησε.

Έκλεψα κι άλλο χρόνο από το τίποτα της στιγμής που μου αναλογούσε.
Όχι! Της απάντησα.
Υπάρχω; Με ρώτησε.
Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ και αντιγύρισα την ηχώ της σκέψης που μου έστειλε…
Εγώ υπάρχω; Της είπα.

Αμέσως κρύφτηκε η ψυχή μου στα αυτόχτιστα πετροσκέπαστα άντρα της,
εκεί που εγώ θέλω να ορίζω ότι βρίσκεται και με άφησε στο ίδιο σημείο μεταξύ
του τοίχου και τις ζωγραφισμένες κάνες σ’ ένα ταμπλό της σκέψης μου.
Μόνο που τώρα σήκωσα τα χέρια, και είδα τις αλυσίδες που διάλεξα να φορέσω
για να ζήσω αυτή την τελετή… Δεν με φόβισαν γιατί ήταν επιλογή μου…
Όλα ήταν μια παράσταση… Μια παραξενιά του Χώρου που με περιέχει!

Ίσως τώρα να μπορούσα να γευτώ τον έρωτα, για όσο ακόμα σιωπούν οι κάνες
στο κλάσμα του ψεύτικου χρόνου που μου ανήκει, και το ονομάζω ζωή…
Αυτό που με στενοχωρεί είναι πως ξεχνάω γρήγορα και το νερό που κράτησαν
απ’ τη συνάντηση αυτή οι ραγάδες στις χούφτες μου, θα εξατμιστεί γρήγορα…
Ο Καύκασος έχει δύσκολες καιρικές συνθήκες και γρήγορα εξατμίζεται
το λιγοστό νερό που γεννούν τα δάκρυα της γνώσης…

Κ.Ζ

Υ.Γ
1. Η ψυχή είναι γραμμένη με μικρό αρχικό γράμμα.
2. Αντί του Προμηθέα και της βίας των πολιτικών αντιπαραθέσεων της ιστορίας, διάλεξα για εικόνα τον πίνακα του Pablo Picasso, 1881-1973, που τιτλοφορείται «Γκουέρνικα», που επιτρέπει να εικονο-πλάσουμε, αν μπορούμε, τη σκιά μας μέσα του…