.
Ένα μικρό διήγημα που θα το λέγαμε και παραμύθι της ζωής έξω από την ανάγκη της “πειθούς”
και εκφρασμένο μέσα από την θεία λειτουργία του συν - αισθάνεστε.
Χαρισμένο στην όμορφη ζωή μας που δεν αντιμετωπίζει τέτοια
διλήμματα και την ζούμε αρμονικά μέσα στον ζωτικό χώρο των ψευδαισθήσεων μας.
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ “ΥΠΝΟ” ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
του Κώστα Ζωγραφόπουλου
Είχε πιάσει να φυσά λυσσασμένα εκείνο το βράδυ του Μάη και
αναποδογύριζε τα πάντα στην αυλή και τα μπαλκόνια του σπιτιού. Το ξημέρωμα
βρέθηκαν όλα σε μια θέση που ήθελε η φύση να τους δώσει. Απέναντι στη
φύση το ανθρώπινο ξεβόλεμα ήθελε να μέμφεται της επιλογές της σύμφωνα με τον
κόσμο της ευταξίας που έχει στο νου του.
Το επόμενο πρωί η μικρή φωλιά που ήταν φτιαγμένη μεταξύ
της οροφής του μπαλκονιού και της τέντας, είχε διαλυθεί από τον αέρα και μερικά
αυγά ήσαν σπασμένα στο δάπεδο. Ένα πουλί κουβαλούσε κλαδάκια να φτιάξει
ξανά ότι είχε καταστραφεί στο ίδιο ακριβώς σημείο. Φαίνεται η “μνήμη”
συνέχισης της ζωής ήταν πιο δυνατή από τον θρήνο συνειδητοποίησης της ιστορίας
του.
Όλα πέρασαν στη συνέχεια του χρόνου και η ηρεμία στον άνεμο
ήρθε φέρνοντας στους ανθρώπους του σπιτιού την διάθεση πότισμα του κήπου με την
απαραίτητη βέβαια καθαριότητα που χρειαζόταν ο χώρος. Είχαν περάσει δύο μέρες
και τίποτε δεν θύμιζε αυτή την επίδειξη ισχύος της φύσης απέναντι στα ανθρώπινα
όρια.
Η μικρή κόρη στριφογύριζε χαμογελαστή κάτω από
την τεχνητή βροχή που έφτιαχνε ο πατέρας ρίχνοντας ψηλά με το λάστιχο του
ποτίσματος το νερό σε μικρές σταγόνες, προσφέροντας χαμόγελα στο παιχνίδι τους.
Όλος ο κήπος μοσχομύριζε χούμο και αν ρώταγες τον χαρούμενο πατέρα εκείνη τη
στιγμή, πως δηλαδή θα ονομάτιζε τη μυρωδιά, θα του έλεγε ότι μύριζε ζωή επάνω
στη ζωή που αλλιώς την λέμε και επιβίωση. Έτσι σκεφτόταν μέσα και έξω του...
Σε μια στιγμή ο πατέρας βάλθηκε να καθαρίσει τα πεσμένα ξερά
φύλα πίσω από κάτι γλάστρες στην είσοδο του σπιτιού και έστειλε το νερό από το
λάστιχο με πίεση. Αισθάνθηκε ότι είδε κάτι να κινείται προσπαθώντας να καλυφθεί
σε μια τρομαγμένη προσπάθεια κάλυψης της ζωής του, ενώ το νερό ξεβόλευε τη θέση
του.
Με μια καλύτερη ματιά πρόσεξε ένα αδύναμο πουλάκι που είχε
κουρνιάσει μέσα στο φόβο του.
Η διάθεση της διάσωσης του κυριάρχησε και έτσι ένα μικρό
κουτί από μια ηλεκτρονική συσκευή ορίστηκε ως χώρος παραμονής του και το
επιμελημένο κόψιμο σε μικρές λωρίδες του διαβασμένου περιοδικού έγινε η στρωμνή
που θα του κρατούσε τη ζέστη μέσα σε αυτό.
Ο πατέρας ήξερε ότι η ζωή θα ήταν σκληρή, απέναντι στον αγώνα για την επιβίωση του, όμως
επιστράτευσε όλη τη σκέψη του για να ζήσει το θαύμα της δικής του συμμετοχής παρέα
με την κόρη και την μαμά αν έσωζαν το
πουλί, μέσα από την βοήθεια που θα του έδιναν όλοι μαζί.
Η μαμά ανακάλυψε μια σύριγγα ενώ προσπαθούσε να πάρει πληροφορίες από κάποιο κτηνίατρο για το τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν προς αυτή τη ζωή που κινδύνευε.
Η μαμά ανακάλυψε μια σύριγγα ενώ προσπαθούσε να πάρει πληροφορίες από κάποιο κτηνίατρο για το τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν προς αυτή τη ζωή που κινδύνευε.
Οι πληροφορίες από τον γιατρό δεν προέκυψαν μια και η
προχωρημένη απογευματινή ώρα δεν ήταν η κατάλληλη για να ευοδωθεί αυτή η
επικοινωνία.
Έτσι έμειναν τρία άτομα να δώσουν την λειψή γνώση τους μέσα
από μια εμπιστοσύνη στις προθέσεις τους επάνω στη ζωή που κινδύνευε.
Με κόπο του άνοιξαν το στόμα και του έριξαν μέσα λίγο νερό
για να προλάβουν την αφυδάτωση, ενώ σε μια δεύτερη προσπάθεια λίγο αλεύρι
διαλύθηκε στο λιγοστό νερό ελπίζοντας ότι θα του δώσουν μια μικρή δόση τροφής
που την είχε ανάγκη.
Ένας ζεστός χώρος στο σπίτι επιλέχτηκε και φιλοξένησε για το
βράδυ το ιδιόμορφο σπίτι της προσωπικής αγωνίας του πουλιού.
Το επόμενο πρωινό ήταν ακόμη ζωντανό και η μαμά τοποθέτησε
το κουτάκι κοντά στη φωλιά θεωρώντας ότι θα μπορούσε να στρέψει την προσοχή η
μάνα στο χαμένο παιδί της μια που συνέχιζε να επιδιορθώνει την κατεστραμμένη
φωλιά.
Η ημέρα συνεχίστηκε με τις υποχρεώσεις της ζωής των ανθρώπων
που έχουν πίσω από τη σκέψη τους την έκφραση “κάνε το καλό και ρίξ’ το
στο γιαλό”.
Τα γέλια γέμισαν το απόγευμα πάλι το σπίτι επιστρέφοντας από
μια όμορφη βόλτα στη θάλασσα και ο πατέρας πήγε στο σημείο που του είπε η μαμά
ότι είχε τοποθετήσει το πρωί το μικρό πουλάκι να διαπιστώσει την κατάσταση της
υγείας του.
Μέσα στα μικρά κομμένα χαρτάκια βρίσκονταν ακίνητο χωρίς να
ανοιγοκλείνει το στόμα όπως συνήθιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή στη σύντομη ζωή του
και η ζωή είχε νικηθεί κατά την προσωπική του πάλη.
Ο πατέρας πήρε στα χέρια του το μικρό κουτί και το έφερε
κοντά στο παιδί γνωρίζοντας του την νέα κατάσταση που την ονομάζουμε θάνατο.
Το παιδί το χάιδεψε και η πρώτη κουβέντα του ήταν “κοιμήθηκε
το πουλάκι”.
Σκέφτηκε κοιτώντας το παιδί του ότι είχε την ευκαιρία να
μιλήσει για κάτι το οποίο είναι ταμπού για την ψευδώς ζώσα κοινωνία και έβαλε
όλη την διάθεση του να αναλάβει το ρόλο του αφηγητή λέγοντας στο παιδί του “έλα
μαζί μου”.
Στην αρχή στάθηκαν στη μέση του κήπου και ο πατέρας έδειξε ένα
γύρω τα δέντρα και τα λουλούδια στο μικρό παιδί. Του εξήγησε ότι τα
φυλλαράκια (μικρά και μεγάλα) που ήταν πεσμένα στο έδαφος έμοιαζαν με το πουλάκι μια και αφού βγήκαν
στα κλαριά, πρασίνισαν, χάρηκαν τον αέρα τώρα είναι στο έδαφος ώστε να γίνουν
κάποια στιγμή και αυτά χώμα και να δώσουν φαγητό στα άλλα φυτά για να
γίνει πάλι το ίδιο.
Δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να έχει ο πατέρας ένα όμορφο
χαμόγελο όσο εξηγούσε την διαδικασία αυτή γιατί ήξερε ότι σαν μιλάς για τον
θάνατο, οφείλεις να αποδέχεσαι αυτό το μεγαλείο με χαρά και να οδηγείς το νου
με θάρρος, αποφεύγοντας να φέρνεις τον φόβο μέσα στο λογισμό σου.
Πρότεινε στο μικρό παιδί
ο πατέρας να τον βοηθήσει να το βάλουν μέσα στο χώμα για να επιστρέψει
και αυτό στη γη ώστε να γίνει το σώμα του φαγητό σε όλα τα όμορφα λουλούδια γύρω
τους.
Μια τσάπα που πήραν από την αποθήκη εργαλείων ήταν το κατάλληλο εφόδιο για το κλείσιμο της διαδικασίας που είχαν ορίσει να κάνουν με μια χαρούμενη ιεροτελεστία ως προσφορά στον κύκλο της ζωής.
Το παιδί πήρε στο χέρι του το κουτί και οδηγήθηκαν έξω από το σπίτι σε ένα μικρό μακρόστενο χωράφι που είχε ελιές.
Τα χτυπήματα της τσάπας βρήκαν δυσκολία στο άνοιγμα του μικρού λάκκου, μια και το έδαφος ήταν σκληρό και οι πέτρες δυσκόλευαν το άνοιγμα του. Η πρόθεση ήταν να βάλουν ολόκληρο το κουτί μέσα στο χώμα, αλλά αυτό άρχισε να φαίνεται πως ήταν αδύνατο μια και οι αντικειμενικές δυσκολίες υπερέβαιναν την πρόθεση.
Μια τσάπα που πήραν από την αποθήκη εργαλείων ήταν το κατάλληλο εφόδιο για το κλείσιμο της διαδικασίας που είχαν ορίσει να κάνουν με μια χαρούμενη ιεροτελεστία ως προσφορά στον κύκλο της ζωής.
Το παιδί πήρε στο χέρι του το κουτί και οδηγήθηκαν έξω από το σπίτι σε ένα μικρό μακρόστενο χωράφι που είχε ελιές.
Τα χτυπήματα της τσάπας βρήκαν δυσκολία στο άνοιγμα του μικρού λάκκου, μια και το έδαφος ήταν σκληρό και οι πέτρες δυσκόλευαν το άνοιγμα του. Η πρόθεση ήταν να βάλουν ολόκληρο το κουτί μέσα στο χώμα, αλλά αυτό άρχισε να φαίνεται πως ήταν αδύνατο μια και οι αντικειμενικές δυσκολίες υπερέβαιναν την πρόθεση.
Σε κάποια στιγμή ρώτησε ο πατέρας αν συμφωνούσε να βάλουν σε
μια μικρότερη τρύπα το πουλάκι χωρίς το κουτί για να συμφωνήσει το παιδί που
ζούσε το παιχνίδι χωρίς να έχει σαφή εικόνα του εγχειρήματος.
Μια γεμάτη χούφτα από τις λεπτές κομμένες λωρίδες του
περιοδικού έγιναν το στρώμα του και το μικρό παιδί τοποθέτησε επάνω τους το
ακίνητο πουλάκι.
Μια δεύτερη στρώση από ίδιες λωρίδες ήρθε να σκεπάσει τον
“ύπνο” του και το χώμα γέμισε το υπόλοιπο του μικρού λάκκου από τα χέρια του
πατέρα και του παιδιού.
Μικρές πέτρες που αναζητήθηκαν στο γύρω χώρο έφτιαξαν ένα
μικρό λόφο που σαν σημάδι έδειχνε το μέρος που έγινε το κλείσιμο του πρώτου
μαθήματος για το θάνατο.
Η μαμά παρακολούθησε από μακριά χωρίς να παρέμβει αυτή την
πατρική λειτουργία.
Η λήθη του γεγονότος πέρασε στις κουβέντες τους, αφήνοντας
ένα μικρό άρωμα από αυτό που μένει βαθιά στην ψυχή μας και δεν ξέρουμε πούθε
έρχεται.
Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά όταν η πόρτα της αυλής έκλεισε
στο τράβηγμα του πατέρα και τα βήματα τον οδήγησαν στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο
στην άκρη του δρόμου.
Έριξε μια ματιά στο βάθος του μικρού χωραφιού, αλλά το σκοτάδι δεν άφηνε την διάθεση του να δει τις μικρές πετρούλες που είχαν βάλει πάνω από το χώμα.
Έριξε μια ματιά στο βάθος του μικρού χωραφιού, αλλά το σκοτάδι δεν άφηνε την διάθεση του να δει τις μικρές πετρούλες που είχαν βάλει πάνω από το χώμα.
Γύρισε το διακόπτη και το άναμμα της μηχανής έφερε ένα
θόρυβο ζωής πολύ διαφορετικό από εκείνον που είχαν τα χτυπήματα της τσάπας στο
έδαφος και το στοίβασμα στις μικρές πέτρες ανάμεσα στα λόγια που είχαν πατέρας
και κόρη.
Ήξερε καλά ότι την εκπαίδευε για να αντιμετωπίσει τον δικό
του θάνατο που τον λόγιαζε σύντομα. Αυτό που τον έκανε ήρεμο ήταν ότι μπόρεσε
να νικήσει για λίγο το φόβο και να τον αντικαταστήσει στα μάτια του μικρού
παιδιού με ένα χαμόγελο για ότι χάνεται και σαν κύκλος γυρίζει πάλι να δώσει
ζωή.
Έβαλε την πρώτη ταχύτητα και ξεκίνησε για το ταξίδι του,
ξεχνώντας και αυτός μετά από λίγη ώρα το γεγονός μια που η “λήθη” είναι
το σημαντικότερο όπλο της φύσης για να φέρνει πάντα ζωή επάνω στη ζωή, χωρίς
συναίσθημα και λογική, αλλά με πίστη στη Μεγάλη Διαδικασία.
ΦΙΛΕ ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ.ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ,ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΩ ΟΤΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΒΛΕΠΕΙ.ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΣΟΥ.ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ .ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΙΜΗΣ ΚΩΤΣΙΑΣ
Να είσαι καλά Μίμη,
ΑπάντησηΔιαγραφήκαταγίνομαι κατά περιόδους με αθέατα στο διαδίκτυο γραπτά που δεν έχουν σχέση με καταγγελίες των "κακώς κειμένων", αλλά με απλά ανθρώπινα ζητήματα που στόχο έχουν να φέρνουν τη γόνιμη σιωπή στη φασαρία του μυαλού μας.
Μου έχει λείψει ένα τσιπουράκι στα μέρη μας.