Η ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΝΗΘΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ


Στη ζωή μας έχουμε διαπαιδαγωγηθεί με ορισμένες στερεότυπες εκφράσεις που δεν είναι και τόσο αθώες για την κοινωνική μας συμπεριφορά.
Μια κλασική έννοια (προγραμματισμός) συμπεριφοράς των ανθρώπων είναι και αυτή που αναφέρει «Μη κρίνεις ίνα μη κριθείς»    
Οι οδηγίες διαπαιδαγώγησης που εμφυτεύονται στο μυαλό μας ωσάν ηθικοί κανόνες έχουν μια προφανή λειτουργία που αφορά στην ομαλή κοινωνική μας συμπεριφορά, όμως είναι και μηχανισμοί ελέγχου που ενεργοποιούν μια ασυνείδητη αυτοκριτική που μας σωματοποιεί την δυσφορία και ονομάζονται «τύψεις».

Την συστηματοποίηση (της μεταφοράς ως παιδεία) αυτών των ηθικών οδηγιών την έχουν αναλάβει πολλούς αιώνες τώρα οι θρησκείες της ιστορίας των λαών και μέσα από αυτές κατόρθωσαν να δημιουργήσουν προβλέψιμες συμπεριφορές στους ανθρώπους.

Μια χαρακτηριστική οδηγία που μέχρι σήμερα ακολουθείται στην Ισλαμική θρησκευτική καθοδήγηση είναι η αποφυγή κατανάλωσης χοιρινού κρέατος.    Βέβαια στην εποχή που εδόθη αυτή η οδηγία στους πιστούς είχε λόγο ύπαρξης και ήταν επιβεβλημένη μια και τότε στους πληθυσμούς των χοίρων υπήρχε μια θανατηφόρα για τον άνθρωπο ασθένεια που ονομάζεται τριχινίαση και η κατανάλωση του κρέατος αποδεκάτιζε τους καταναλωτές με φοβερούς πόνους.
Αυτή η ασθένεια σήμερα έχει εκλείψει, αν και στα επίσημα σφαγεία του κόσμου ακόμη εκτελείται ο τριχινοσκοπικός έλεγχος πριν αποδοθούν τα σφάγια προς κατανάλωση.
Η αποφυγή λοιπόν της κατανάλωσης του χοιρινού κρέατος έχει εντυπωθεί κυτταρικά στον εγκέφαλο του πιστού που έστω και αν δεν γνωρίζει (το γιατί) θεωρεί βλαβερό το ζώο ετούτο μέσα από την εκπαίδευση της «πίστης».
Λειτουργεί λοιπόν καθημερινά ότι του έχει δώσει η θρησκευτική πληροφορία και εγείρεται αυτόματα μια τιμωρία ως βίωμα της αμαρτίας όταν λειτουργήσει απλά την λογική του και θελήσει να εξελίξει τις στάσιμες πληροφορίες των ιδεών του που του καθορίζουν την συμπεριφορά.

Θα λέγαμε ότι το «Πιστεύω» είναι η τροχοπέδη και η προστασία ταυτόχρονα του ανθρώπου.  Αυτό που χρειάζεται το «πιστεύω» είναι η διάκριση της πληροφορίας (κάθε φορά) αλλά τότε καταργείται η αξιοποίηση του ως μηχανισμός ελέγχου της σκέψης και αναπτύσσεται το «Γνώθι σ’ αυτόν»
Πίστη είχε και ο Σωκράτης στην επιμονή του να μην δεχθεί την απάρνηση των ιδεών του, αλλά ουδεμία σχέση έχει αυτή η «πίστη» με τον ταλαίπωρο που δεν τρώει χοιρινό ή τον αντιστοίχου αξίας που νουθετεί ως δάσκαλος του Ελληνο- χριστιανικού πολιτισμού με (άκριτες προσωπικά) αντιλήψεις παιδείας τους νέους.

Την ώρα λοιπόν που η διαπαιδαγώγηση μέσα από πληροφορίες «πίστης» χρησιμοποιεί το «κατηγορώ» ως απαγόρευση για να κανονίσει την λειτουργική ομοιομορφία των πληθυσμών που ελέγχει, σε μερικά άλλα ζητήματα που εξυπηρετεί η έλλειψη επιθετικής κρίσης προσφέρει την οδηγία «μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε».
Θα λέγαμε ότι όλες οι οδηγίες των θρησκευτικών κειμένων που δίνονται στους ανθρώπους με την μορφή εντολών, στοχεύουν στην ομοιομορφία της κοινωνικής συμπεριφοράς λειτουργώντας παράλληλα μια αυτόματη (χωρίς κόστος οργάνωσης) τιμωρία για τους παραβάτες που δεν χρειάζεται ένα οργανωμένο σύστημα κοινωνικού ελέγχου της συμπεριφοράς μια και ο ρυθμιστής που ονομάζεται «τύψεις από την αμαρτία» είναι κλεισμένος (ανέξοδα για τον κοινωνικό προγραμματιστή) μέσα στη σκέψη του πιστού.

Εδώ διαπιστώνουμε ξανά την ανυπαρξία αυτογνωσίας και την αντικατάσταση της από την δοτή «Πίστη» ως πληροφορία που είναι το χαρακτηριστικό ομηρίας των λαών ανά τους αιώνες.

Η ηθική διάσταση της συμπεριφοράς των ανθρώπων εσφαλμένα νομίζουμε ότι είναι το προϊόν της δράσης μέσα από τις οδηγίες που έχει εκπαιδευτεί ο άνθρωπος ως πολίτης ή θρησκευόμενος.
Η οδηγία που λειτουργεί ως βουκέντρα και αποκλείει την παρεκτροπή του προγραμματισμού στο κεφάλι μας, δεν εξυπηρετεί την ανάπτυξη της κρίσης και σαφώς της διάκρισης που θα δώσει την ουσιαστική ηθική της συμπεριφοράς μας.
Για να το κάνω πιο κατανοητό θα πω ότι αν η θρησκευτικού τύπου κοινωνική οδηγία «Ου μοιχεύσεις» χαρακτηρίζει τη ζωή κάποιου που δεν έχει βάλει ποτέ αυτό το δίλημμα στον εαυτό του, έχει τεράστια διαφορά επιπέδου συνείδησης από τον άνθρωπο που ξέρει πως έχει την επιλογή να το πράξει αλλά δεν επιλέγει να το κάνει.

Η «ηθική» είναι προϊόν κρίσης και παιδείας και σαφώς δεν βρίσκεται στο αποτέλεσμα οδηγιών που έχουν εντυπωθεί στο μυαλό με την επανάληψη της κοινωνικής εκπαίδευσης από τα μικρά μας χρόνια.
Το ότι οι αγελάδες γνωρίζουν πως δεν πρέπει να ακουμπήσουν τα ηλεκτροφόρα σύρματα στον φράκτη του περιορισμού του χώρου τους μια και θα αισθανθούν (ξανά) την ενόχληση από το ρεύμα, δεν αποτελεί πρόκριση ηθικής σκέψης για την παραμονή τους στον χώρο που τους προσφέρεται να διαβιούν μέχρι τη σφαγή τους.

Πως θα προσεγγίζαμε λοιπόν την κρίση της σκέψης μας μέσα από την διαφωνία και τι περιεχόμενο θα δίναμε στην πράξη ετούτη;

Στην σημερινή εποχή οι θρησκευτικού τύπου προγραμματισμοί της ανθρώπινης συμπεριφοράς ισχύουν ακόμη και προσφέρονται από τις διάφορες «ηθικές» προσεγγίσεις των φιλοσοφιών που τις εμφορούνται ομάδες ανθρώπων.
Θα ακούσουμε λοιπόν ότι δεν είναι συμφέρον για την ανάπτυξη της κοινής συνείδησης να προκαλούμε σκέψεις ξεχωριστότητας και διαχωρισμού των ανθρώπων.
Σε αυτό το σημείο θέλω να αναφέρω ότι το κλειδί της Βαβέλ που υφιστάμεθα οι άνθρωποι στην κοινωνία, οφείλεται στην ανάπτυξη συναισθημάτων μέσα από αφηρημένες έννοιες που ερμηνεύονται με την υποκειμενική (την λέμε και βιωματική) προσέγγιση της ερμηνείας αυτών.
Η μόνη οδός για την αποκωδικοποίηση τέτοιων εννοιών είναι να πλησιάσουμε την κωδική γραφή του νοήματος των λέξεων και έτσι θα αποκτήσουμε μια κοινή αναφορά στην σημασία που εμφορούνται ως πληροφορία. (Δυστυχώς ετούτη η φιλοσοφική προσέγγιση γίνεται μόνο μέσα από την Ελληνική γλώσσα και λυπούμαι που δεν θα μπορούσε να γίνει με τις άλλες εξαίρετες αλλά ετυμολογικά νεκρές λέξεις των άλλων πολιτισμών)

Όμως μέχρι στιγμής διαπιστώνω ότι έχω αναφέρει ένα σωρό πληροφορίες που έχουν να κάνουν με την παιδεία και το ψάξιμο μέσα από προσωπικό κόπο σε πηγές για να πλησιάσουμε την λειτουργία της «κρίσης» που θα μας δώσει την «ηθική» συμπεριφορά των ενεργειών μας.
Επειδή όμως ο άνθρωπος έχει την τάση να επιλέγει τον εύκολο δρόμο που θα του προσφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, η λέξη «Πιστεύω» αντικατέστησε την βάσανο της κρίσης και η ηθική έχει μια αυτόματη εντολή που δεν χρειάζεται τόσο κόπο να την αποκτήσεις.

Μπορεί να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα στην λειτουργία δύο ανθρώπων στις επιλογές τους, όμως η βάσανος της παιδείας που έχουν υποστεί για να κάνουν την επιλογή ετούτη έχει διαφορετική ποιοτική προσέγγιση στον καθένα.

- Τι με νοιάζει (θα πει κάποιος) και γιατί θα πρέπει να ταλαιπωρηθώ για να επιλέξω ένα αποτέλεσμα που μπορώ να το πετύχω μέσα από την «πίστη» μου σε μια αντίληψη;
- Θέλω να είμαι ήρεμος στη ζωή μου και να χαίρομαι χωρίς πολλά λόγια και αναλύσεις τις ομορφιές της ζωής… (θα πει κάποιος άλλος)

Η απάντηση είναι δυσάρεστη για όσους επιλέγουν την εύκολη οδό μέσα από την «πίστη» και όχι μέσα από την ηθική ανάπτυξη της κρίσης με παιδεία.
Για να δώσουμε υπαρκτό παράδειγμα της συμπεριφοράς των ανθρώπων και να καταδείξουμε πόσο ευμετάβλητο είναι το σύστημα αξιών των αφηρημένων εννοιών που στηρίζονται στο πιστεύω, θα πλησιάσουμε να εξετάσουμε την λειτουργία μιας εντολής που εδράζει στην αφηρημένη έννοια «Αγάπη» και δίνεται ως εντολή «Ου φονεύσεις»
Ιστορικά οι οδηγία ετούτη ίσχυε σε περίοδο ειρήνης που σκοπό είχε να εξυπηρετήσει την εσωτερική προβλέψιμη λειτουργία των ανθρώπων στην κοινότητα τους, ενώ σε περιόδους στόχευσης προς ένα εξωτερικό εχθρό η ίδια η «Πίστη» άλλαζε το περιεχόμενο της εντολής και ευλογούσε τους (ιερούς) πολέμους κατά των «απίστων».
Η έλλειψη παιδείας και ατομικής κρίσης ομαδοποιεί τους ανθρώπους και μέσα από τεχνητές πληροφορίες τους κάνει επιθετικούς χωρίς κρίση για την πληροφορία που λαμβάνουν.
Αυτό γεννά τους πιστούς που αυτοκτονούν και σκοτώνουν με τα ζωσμένα εκρηκτικά τους υποτιθέμενους εχθρούς (τους) πολίτες της Δύσης, δημιούργησε τις αιματηρές σταυροφορίες του Μεσαίωνα και φτάνοντας μέχρι σήμερα επιστράτευσε (πιστούς στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας) ανθρώπους αμόρφωτους χωρίς κρίση να συμμετέχουν ως μισθοφόροι στην επίθεση χωρίς ηθικό (κατ΄ απόδειξη) λόγο στο Ιράκ.

Βλέπουμε ότι η υποδούλωση του «γνώθι σ’ αυτόν» λειτουργεί το ίδιο σε όλες τις κοινωνίες ανεξαρτήτως.
Είναι ένα υπερ- εργαλείο που χρησιμοποιείται αιώνες τώρα με διάφορες παραλλαγές και το αστείο είναι ότι δεν το βλέπουμε ότι ευθύνεται για την υποδούλωση της Ελεύθερης σκέψης μας.
Αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν φιλοσοφική παιδεία θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική κρίση και να μην είναι οπαδοί των συστημάτων εξουσίας που τους χρησιμοποιούν.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η ηθική διάσταση του «κατηγορώ» που συχνά χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στη ζωή τους για να επιλέξουν τις ενέργειες τους οφείλει την αξία της μέσα από την βάσανο της προσωπικής τους παιδείας και δεν είναι το ίδιο με την αντίληψη που εκφράζεται πίσω από την φτωχή προσέγγιση «έτσι το νοιώθω».
Το «νοιώθω» είναι η εμπειρική απόδειξη του «Πιστεύω» και ανήκει στην ίδια κατηγορία ύπνωσης των ανθρώπων.
Είμαστε σίγουροι για τις αισθήσεις που αναπτύσσουμε και τις θεωρούμε ως αποδείξεις της αλήθειας για τη ζωή μας.
Για να μην γράφουμε θεωρητικά πράγματα θα πρότεινα να γεμίσουμε από το μπάνιο του σπιτιού μας ένα μικρό πλαστικό δοχείο με ζεστό νερό και αντίστοιχα να βάλουμε δίπλα του ένα άλλο δοχείο γεμάτο με κρύο νερό από το ψυγείο μας.  Τώρα θα πρότεινα να βάλουμε το ένα χέρι μας στο ζεστό και το άλλο στο κρύο και να κρατήσουμε για μερικά λεπτά σε αυτή την επαφή του εαυτού μας με τις διαφορετικές θερμοκρασίες.  Στην συνέχεια αν ανοίξουμε την βρύση που έχει μια θερμοκρασία κανονική και τοποθετήσουμε τα χέρια μας κάτω από αυτήν διαδοχικά, θα αισθανθούμε ότι για το χέρι που ήταν στο κρύο νερό έχουμε την αίσθηση ότι είναι υπερβολικά ζεστό ενώ για το χέρι που βρισκόταν στο ζεστό νερό θα έχουμε την αίσθηση ότι το νερό τώρα είναι κρύο.
Ποια είναι η αλήθεια λοιπόν για τις δύο αισθήσεις μας;

Η άκριτη (χωρίς γνώση και φιλοσοφία) προσέγγιση των αισθήσεων μας δημιουργεί πεποιθήσεις που φέρνουν τον άνθρωπο σε μια ομηρία πνευματική ενώ ταυτόχρονα τον ετοιμάζουν να είναι οπαδός της αντίληψης άρα χειραγωγημένος.

Το χαρακτηριστικό της γνώσης του εαυτού μας είναι ότι δεν δημιουργούμε σχέσεις αναθέματος με ότι διαφορετικό διαπιστώνουμε πως υφίσταται γύρω μας και σίγουρα έχει λόγο ύπαρξης στις εγκεφαλικές μας λειτουργίες μια και διευρύνει την εποπτεία μας στο παρατηρούμενο.

Δεν θα ήταν όμως δυνατόν να μην έχει καμία χρησιμότητα το «Πιστεύω» που κατοικεί ως εγκεφαλική πληροφορία στους ανθρώπους. Η «Πίστη» ενεργοποιεί δυνάμεις μέσα μας που επιτυγχάνουν πράξεις που υπερβαίνουν πολλές φορές τις (κακώς ονομαζόμενες ως αντικειμενικές) δυνατότητες του ανθρώπου.
Στην «πίστη» των αδελφών Ράιχ οφείλουμε την πτητική μηχανή, στους αρχαίους φιλοσόφους τα μαθηματικά θεωρήματα και τις εφαρμογές τους στη ζωή μας, στον Έντισον την λάμπα που την θεωρούμε δεδομένη στη ζωή μας κλπ.
Στον αντίποδα της θετικής ευεργεσίας της πίστης μέσα από γνώση και φιλοσοφία, αυτές τις μέρες συναντούμε ένα φαινόμενο συνάθροισης των πολιτών μέσα από την εμφανή αδικία που έχουμε υποστεί ως λαός από την πολιτική του κεφαλαίου στη χώρα μας.   Σε αυτές τις συγκεντρώσεις των πολιτών που τις ορίζουν ως λαϊκές συνελεύσεις και διεκδικούν το μερίδιο ευθύνης στην εξέλιξης της κοινωνίας, διαπιστώνουμε την καταλυτική δράση του «Πιστεύω» που έχει διαλυτικά αποτελέσματα.
Αν παρακολουθήσει κάποιος (εγώ το έκανα) την ανάγκη επιβολής της ατομικής άποψης του ενός επάνω στον άλλο, τρομάζει για την πολυγλωσσία και την αδυναμία νοητικής εποπτείας των φιλοσοφικών και πολιτικών προβλημάτων.
Σε αυτή την περίπτωση της χύδην πνευματικής συνεύρεσης των ανθρώπων, το «Πιστεύω» έχει κλεισμένα τα «φιλοσοφικά» αυτιά του κόσμου στο πρόβλημα.
Έχουν εκπαιδευτεί να «πιστεύουν» τις προσωπικές αλήθειες τους … άρα να μην μπορούν μέσα από αυτή τη λειτουργία να είναι ποτέ ελεύθεροι.

Ποια λοιπόν είναι η διάκριση (θα μου πει κάποιος) και πως μπορούμε να ορίσουμε το αν χρειάζεται ή δεν χρειάζεται η πίστη του ανθρώπου απέναντι στην διαρκή και βασανιστική λογική κρίση της ζωής του;

Η απάντηση δεν θα μπορούσε να δοθεί από πουθενά αλλού εκτός από την ίδια την φιλοσοφία μέσα από ένα κείμενο που αφορμή έχει τον μεγάλο διανοητή Γκαίτε και αποτελεί μια στιχομυθία μεταξύ του Φάουστ και της μικρής όμορφης Μαργαρίτας, όπως το περιγράφει στο τελευταίο του βιβλίο «Γκέμμα» ο διανοητής Δημήτρης Λιαντίνης.

Θα κλείσω με το τεραστίου μεγέθους κείμενο (η ερώτηση της Μαργαρίτας) αφήνοντας να αιωρείται το ερώτημα που οφείλει να το λύσει ο καθένας μόνος του με το ανθρώπινο μέτρο, την συνείδηση και την επίγνωση των αφηρημένων εννοιών της ζωής του και ειδικότερα της δυσκολότερης τούτων που είναι η «Πίστη»

Η ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ

Σ' εκείνο λοιπόν τον περίπατο στον κήπο, η Μαργαρίτα σταματά ξαφνικά, κοιτάζει το Φάουστ στα μάτια, και τον ρωτάει: Πιστεύεις στο θεό; Glaubst du an Gott?
Αυτή είναι η ξακουστή Ερώτηση της Μαργαρίτας.

Ποιος τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό; Ποιος τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό;
Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
……………… ………………
Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό.
Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.
Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης.
Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: