.
Έκλεισα τα μάτια και άρχισα να αναζητώ στην φαντασία μου τις λεπτομέρειες από το τζάκετ και τα υπόλοιπα ρούχα της φοιτητικής μου στολής στην εποχή που νομίζαμε πως η μεταπολίτευση θα έφερνε κάτι άλλο στην Ελλάδα…
Θυμήθηκα τις πλάκες που έκανα στους αγχωμένους (χωρίς εξάρτηση πολέμου) αστυνομικούς που προσπαθούσαν κραδαίνοντας το κλομπ τους να διαλύσουν τις φοιτητικές διαμαρτυρίες …
Μια φορά με κοιτούσαν σαστισμένοι, μη γνωρίζοντας αν είμαι «κακούργος» που βρισκόμουν σε διαδήλωση ή τυχαία παρευρισκόμενος, όταν αποφάσισα μέσα στον ορυμαγδό των αλαλαγμών της αντεπίθεσης τους , να δώσω το πιο ερωτικό φιλί στην κοπέλα μου, ακουμπισμένοι σε μια θεόρατη κολόνα.
Τελικά κυνήγησαν όσους ένοιωθαν ότι είναι φοβισμένοι … χωρίς να με ενοχλήσουν… επιλέγοντας στιγμιαία αυτό που βαθειά θα ήθελαν και αυτοί.
Θυμήθηκα το «πότε» σταμάτησε να φωνάζει από το μπαλκόνι ο Ανδρέας «Έξω οι βάσεις του θανάτου» ανεξάρτητα από το πλήθος που το ζητούσε… και αναλογίστηκα σε σχέση με την εξάλειψη του μπαλκονάτου συνθήματος …την μετέπειτα πορεία του… (σαν να διαβάζω τους φακέλους που θα ανοίξουν μετά 150 χρόνια)
Θυμήθηκα το «δέος» που είχαμε για την εκφωνήτρια του πολυτεχνείου… και στην συνέχεια έφερα στο μυαλό μου την σημερινή αντίληψη … ότι «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» … που αναπτύχθηκε με καρκινική ταχύτητα, σε όλους αυτούς που πήραν την ταυτότητα του αγωνιστή και την έκρυψαν μέσα στις «χρυσές» πιστωτικές τους κάρτες….
Μοιάζει στολή του κλόουν σήμερα αυτή η φορεσιά του φοιτητικού μας τότε ενθουσιασμού…
Λόγια … λόγια… βολεμένοι σε μεζονέτες άνθρωποι προωθούν τη λύση για την αγαλλίαση της ψυχής και την ευμάρεια της κοινωνίας…
Γύρω μας ποιητές και δημιουργοί σκέψης … που γαργαλεύονται μέσα από την ψευτο- ευμάρεια τους … αχαμνά στα ερωτικά τους σημεία … δίνοντας λέξεις που γοητεύουν την αυτοεικόνα τους…
Βλέπω επαναστάτες ανώνυμους , που ψάχνονται μήπως μπουν στο τρένο της βολής … για να σταματήσουν το γάβγισμα αφού πιάσουν στα δόντια το κομμάτι κρέας…
Ποιος ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ;
Μήπως άλλος ένας «καραγκιόζης» …κατά την εκτίμηση των σημερινών γιάπηδων της ψευτο- επανάστασης … που τόλμησε να ονειρευτεί χωρίς ένα γκάμπριο στη ζωή του;
Τελευταία έχω ακούσει από μερικούς συνομιλητές μου, μια εκδήλωση θράσους για ότι η περιοριστική τους λογική δεν το αντέχει….
Πρόσφατα, κάποια κυρία , με ένα ύφος λίγο λάγνο που νόμιζε ότι γνωρίζει εσωτερικά θέματα και φιλοσοφία… μου είπε … « Πεθαίνοντας ο Λιαντίνης, πως αγαπούσε τη ζωή;…» για να συμπληρώσει ως μια ακόμη συζητήτρια μεσημεριανάδικων της τηλεόρασης … «ποιος ξέρει τι προβλήματα είχε και αυτός…»
Μια θεωρία στο μυαλό μας… και αρκεί για να εξηγήσουμε τον κόσμο μέσα από αυτήν…
Πόση μαλακία χωρά μέσα στην πληρότητα της βλακείας μας ;
«Δεν ξέρω πιδίμ…» θα πει η γλυκιά μου θεια σε κάτι που θα ακούσει και είναι έξω από το γνωστικό της αντικείμενο…
Είναι πλήρης όμως , γιατί έχει το χέρι του παππού … να της χαϊδεύει μέσα από ανεπαίσθητες κινήσεις την επιβεβαίωση ότι είναι δικιά του… και εκείνος δικός της…
Σήμερα γεμίσαμε μοναχικούς … που ζητάνε να χωρέσουν μέσα στην θεωρία τους όλο τον κόσμο .. για να αποδεχτούν την ύπαρξη του γύρω τους…
Το «Δεν ξέρω πιδίμ..» είναι απαγορευμένη έκφραση μια και απειλεί την ύπαρξη του Εγώ μέσα τους….
Μια λύπη γεμίζει συνέχεια την παρατήρηση μου … και αυτό σίγουρα δεν είναι καλό.
Το γράψε τους .. εκεί που δεν πιάνει μπογιά , είναι μια σκέψη .. αλλά δεν συνιστά κοινωνία … αλλά είναι ο ίδιος φόβος από την άλλη πλευρά…
Επειδή κάθε σκέψη, αν συνοδευτεί και με τραγουδάκια, πιάνει ένα χώρο μέσα στην καρδιά μας … λέω να σας ανεβάσω δύο μουσικά κομμάτια της εποχής … που σίγουρα δεν σηκώνουν γαρίφαλα και «όπα» … μα ούτε και «καραόκε» όπως αυτά που συνηθίζουμε στη ζωή μας… σε μιμητικό επίπεδο σκέψης και άποψης...
ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ' έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ' αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ' άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόση δα μικρή.
Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει.
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε
ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ
Στίχοι: Δημοσθένης Κούρτοβικ & Wolf Birman
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω σιχαθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Γερμανούς, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Έκλεισα τα μάτια και άρχισα να αναζητώ στην φαντασία μου τις λεπτομέρειες από το τζάκετ και τα υπόλοιπα ρούχα της φοιτητικής μου στολής στην εποχή που νομίζαμε πως η μεταπολίτευση θα έφερνε κάτι άλλο στην Ελλάδα…
Θυμήθηκα τις πλάκες που έκανα στους αγχωμένους (χωρίς εξάρτηση πολέμου) αστυνομικούς που προσπαθούσαν κραδαίνοντας το κλομπ τους να διαλύσουν τις φοιτητικές διαμαρτυρίες …
Μια φορά με κοιτούσαν σαστισμένοι, μη γνωρίζοντας αν είμαι «κακούργος» που βρισκόμουν σε διαδήλωση ή τυχαία παρευρισκόμενος, όταν αποφάσισα μέσα στον ορυμαγδό των αλαλαγμών της αντεπίθεσης τους , να δώσω το πιο ερωτικό φιλί στην κοπέλα μου, ακουμπισμένοι σε μια θεόρατη κολόνα.
Τελικά κυνήγησαν όσους ένοιωθαν ότι είναι φοβισμένοι … χωρίς να με ενοχλήσουν… επιλέγοντας στιγμιαία αυτό που βαθειά θα ήθελαν και αυτοί.
Θυμήθηκα το «πότε» σταμάτησε να φωνάζει από το μπαλκόνι ο Ανδρέας «Έξω οι βάσεις του θανάτου» ανεξάρτητα από το πλήθος που το ζητούσε… και αναλογίστηκα σε σχέση με την εξάλειψη του μπαλκονάτου συνθήματος …την μετέπειτα πορεία του… (σαν να διαβάζω τους φακέλους που θα ανοίξουν μετά 150 χρόνια)
Θυμήθηκα το «δέος» που είχαμε για την εκφωνήτρια του πολυτεχνείου… και στην συνέχεια έφερα στο μυαλό μου την σημερινή αντίληψη … ότι «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού» … που αναπτύχθηκε με καρκινική ταχύτητα, σε όλους αυτούς που πήραν την ταυτότητα του αγωνιστή και την έκρυψαν μέσα στις «χρυσές» πιστωτικές τους κάρτες….
Μοιάζει στολή του κλόουν σήμερα αυτή η φορεσιά του φοιτητικού μας τότε ενθουσιασμού…
Λόγια … λόγια… βολεμένοι σε μεζονέτες άνθρωποι προωθούν τη λύση για την αγαλλίαση της ψυχής και την ευμάρεια της κοινωνίας…
Γύρω μας ποιητές και δημιουργοί σκέψης … που γαργαλεύονται μέσα από την ψευτο- ευμάρεια τους … αχαμνά στα ερωτικά τους σημεία … δίνοντας λέξεις που γοητεύουν την αυτοεικόνα τους…
Βλέπω επαναστάτες ανώνυμους , που ψάχνονται μήπως μπουν στο τρένο της βολής … για να σταματήσουν το γάβγισμα αφού πιάσουν στα δόντια το κομμάτι κρέας…
Ποιος ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ;
Μήπως άλλος ένας «καραγκιόζης» …κατά την εκτίμηση των σημερινών γιάπηδων της ψευτο- επανάστασης … που τόλμησε να ονειρευτεί χωρίς ένα γκάμπριο στη ζωή του;
Τελευταία έχω ακούσει από μερικούς συνομιλητές μου, μια εκδήλωση θράσους για ότι η περιοριστική τους λογική δεν το αντέχει….
Πρόσφατα, κάποια κυρία , με ένα ύφος λίγο λάγνο που νόμιζε ότι γνωρίζει εσωτερικά θέματα και φιλοσοφία… μου είπε … « Πεθαίνοντας ο Λιαντίνης, πως αγαπούσε τη ζωή;…» για να συμπληρώσει ως μια ακόμη συζητήτρια μεσημεριανάδικων της τηλεόρασης … «ποιος ξέρει τι προβλήματα είχε και αυτός…»
Μια θεωρία στο μυαλό μας… και αρκεί για να εξηγήσουμε τον κόσμο μέσα από αυτήν…
Πόση μαλακία χωρά μέσα στην πληρότητα της βλακείας μας ;
«Δεν ξέρω πιδίμ…» θα πει η γλυκιά μου θεια σε κάτι που θα ακούσει και είναι έξω από το γνωστικό της αντικείμενο…
Είναι πλήρης όμως , γιατί έχει το χέρι του παππού … να της χαϊδεύει μέσα από ανεπαίσθητες κινήσεις την επιβεβαίωση ότι είναι δικιά του… και εκείνος δικός της…
Σήμερα γεμίσαμε μοναχικούς … που ζητάνε να χωρέσουν μέσα στην θεωρία τους όλο τον κόσμο .. για να αποδεχτούν την ύπαρξη του γύρω τους…
Το «Δεν ξέρω πιδίμ..» είναι απαγορευμένη έκφραση μια και απειλεί την ύπαρξη του Εγώ μέσα τους….
Μια λύπη γεμίζει συνέχεια την παρατήρηση μου … και αυτό σίγουρα δεν είναι καλό.
Το γράψε τους .. εκεί που δεν πιάνει μπογιά , είναι μια σκέψη .. αλλά δεν συνιστά κοινωνία … αλλά είναι ο ίδιος φόβος από την άλλη πλευρά…
Επειδή κάθε σκέψη, αν συνοδευτεί και με τραγουδάκια, πιάνει ένα χώρο μέσα στην καρδιά μας … λέω να σας ανεβάσω δύο μουσικά κομμάτια της εποχής … που σίγουρα δεν σηκώνουν γαρίφαλα και «όπα» … μα ούτε και «καραόκε» όπως αυτά που συνηθίζουμε στη ζωή μας… σε μιμητικό επίπεδο σκέψης και άποψης...
ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ' έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ' αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ' άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόση δα μικρή.
Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει.
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε
ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ
Στίχοι: Δημοσθένης Κούρτοβικ & Wolf Birman
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω σιχαθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Γερμανούς, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.