Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΜΜΕΝΗ

.

-Τι με νοιάζουν εμένα όλα αυτά…
είναι μια καλή σκέψη ενός αναγνώστη που έτυχε ο διαδικτυακός δρόμος να τον ρίξει σε τούτη την πλαγιά με σκέψεις της Δραγασιάς.
Αν όμως τον καλωσόριζα και του έλεγα πως οι πολιτικές του ανησυχίες στο σήμερα, καθώς και τα αδιέξοδα που αισθάνεται έχουν τεράστια σχέση με το άρθρο του Σωτήρη, ίσως να άλλαζε λίγο η έκφραση του. Αν κατανοούσε βέβαια πως η ομηρία των λάθος επιλογών του ως συνήθεια (έθος) και κατά συνέπεια ως ήθος της ζωής του, είναι ριζωμένα στις ψευδείς πληροφορίες που έχει για την ιστορία, τότε τα πράγματα θα ήταν επικίνδυνα. Ο κίνδυνος συνίσταται στο να αλλάξει τις βεβαιότητες της ζωής του και να πάψει να χειραγωγείται από την ίδια τη σκέψη του.

Η Δημοκρατία αν δεν απομυθοποιηθεί, δεν πρόκειται να δει ο κόσμος "άσπρη μέρα".
Άλλο ένα στοιχείο που μας κομίζει αυτό το άρθρο είναι πως πάντα τα ιερατεία είχαν το μερτικό τους στο αίμα που έγραφε την ιστορία. Ακόμη οι "κεντρικές επιτροπές" ... δηλαδή τα αθέατα κέντρα εξουσίας πάντα ήταν ισχυρότερα από τον κάθε ηγέτη ... μήπως σας θυμίζει αυτό κάτι από σήμερα;
Η αλήθεια είναι πως το άρθρο έχει μεγάλη έκταση και υπάρχουν πληροφορίες που χρειάζεται σε μερικά σημεία να έχει ο αναγνώστης την εικόνα της ιστορίας για την οποία μιλά ο συγγραφέας. Όμως από προσωπική εμπειρία θα έλεγα ότι τελικά μου έκαναν καλό τα κείμενα που διάβασα στη ζωή μου χωρίς να είμαι ενημερωμένος πλήρως για το εύρος του θέματος που ανέπτυσσαν. Ίσως όλο το θέμα που πραγματεύεται ο φίλος Σωτήρης να γίνει κάποτε ένα θεατρικό δρώμενο ιστορικού περιεχομένου, που θα είναι πιο κοντά στον αφηγηματικό και συγκρουσιακό λόγο της θεατρικής τέχνης. Σε τούτη την εκδοχή το μόνο που μπορώ να σας γράψω είναι πως μεγαλώνει το χαμόγελο του, σαν αναλογίζεται τούτο στις κουβέντες μας …


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΜΜΕΝΗ



Τα 110 χρόνια μιας τυρβώδους εποχής
(600-490: Γέννηση της Δημοκρατίας έως θάνατος του Κλεομένη)

του Σωτήρη Γλυκοφρύδη




Πρόλογος

Στο άρθρο αυτό που είναι ένα χρονικό από τη γέννηση της Δημοκρατίας έως το θάνατο του Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη, η ιστορία παρουσιάζεται γυμνή, χωρίς πέπλα και φτιασίδια. Διατρέχονται 100 χρόνια, για την ακρίβεια 110, όπου η μάνα Αλήθεια της έχει αφαιρέσει δάφνες και στεφάνια, και την παραδίδει σε εσένα, φίλε διαβατάρη, αμαχητί. Σεβάσου την, πιάσε το χέρι της και κρίνε πώς δημιουργήθηκε ο στυγερός τοκετός που λέγεται Δημοκρατία, νοιώσε τι έφερε τους Πέρσες στην Ελλάδα, και απομυθοποιώντας τον μεγαλοϊδεατισμό μάθε μέχρι το γιατί οι Σπαρτιάτες πήγαν στη μάχη του Μαραθώνα κατόπιν εορτής. Μια απάντηση για το τελευταίο, είναι, ότι δεν είχαν ηγεσία. Τον ένα τους βασιλιά τον είχαν στα δεσμά και τον άλλον τον θεωρούσαν επίφοβο και μέχρι συνεργό του για την κατάλυση του πολιτεύματος της Σπάρτης.
Σεβάσου αυτά τα χρόνια, το ξαναγράφω πάλι, της γέννας της Σφίγγας τα στυγνά, τα αίματα του απροσδιόριστου, τις κραυγές του απρογραμμάτιστου, το μεγάλο χάος, τα 110 λεπτά του αποκυήματος μιας τυρβώδους εποχής που συνέβη στην κλίνη της Μεσόγειου η οποία συντάραξε τον κόσμο όλο και έφερε τον καρπό μιας αιμάτινης μικρής για την οποία έχεις σθένος. Είναι ο ομφάλιος λώρος με το σήμερα, φίλε αναγνώστη μου, και παρέχεται από μια γυναίκα που σου δίνει το χέρι της για να μάθεις πως γεννά, ενώ σε κοιτάζει με μάτια απλανή σα να είσαι ο αδελφός, παιδί της και πατέρας. Είναι η Ιστορία, η δική σου ιστορία, η δική μας ιστορία, σκύψε το κεφάλι σου, βρίσκεται σε ώρες κρίσιμες, είναι αποκαλυμμένη.


------------------------------------------

Το σημαντικότερο πάντων είναι η γέννηση,
και η φθορά συμβαίνει κατά τρόπο επιβεβλημένο,
διότι δίδεται η κρίση και η επάλληλη πληρωμή της αδικίας
στα τακτά διαστήματα της διαδρομής του χρόνου.
Αναξίμανδρος

Εθνικόν είναι ό,τι είναι Αληθές.
Διον. Σολωμός

Πώς μπορώ με τόσο φως που βλέπω μπροστά στα μάτια μου…
Ηράκλειτος
(όταν του λένε να τα παρατήσει)
---------------------------------------------------




Εισαγωγή
Στην Αθήνα υπάρχουν δυο οικογένειες που αντιμάχονται για την εξουσία. Είναι οι οικογένειες των Φιλαϊδών και των Αλμεωνιδών οι οποίες θα ερίζουν μεταξύ τους συνολικά κάπου 600 (εξακόσια) χρόνια, δίνοντας προνόμια στο λαό για να κρατηθούν στην εξουσία, ο οποίος συνεχώς πληθαίνει κύρια από τους μετανάστες που τότε τους έλεγαν εποίκους.
Ας παρακολουθήσουμε τον ανταγωνισμό των δυο αυτών οικογενειών για ένα αιώνα, περίπου από το 600 -490 π.Χ. δηλαδή από την αρχή του 6ου έως τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, όπου έχουμε τη γέννηση της Δημοκρατίας μέχρι τότε που τα Περσικά καράβια με κάποιους εξόριστους Έλληνες επάνω τους, αποβίβαζαν στρατό στην αμμώδη παραλία του Μαραθώνα.
Χωρίς αυτές τις δυο οικογένειες να ερίζουν, να πολεμάνε μεταξύ τους, να αλληλο-εξορίζονται και να αλληλο-εξοντώνονται, είναι ζήτημα αν οι «Μήδοι» θα κατέβαιναν εδώ. Ο δρόμος για την Ευρώπη δεν περνάει από την Αθήνα. Εξάλλου οι Πέρσες το βόρειο δρόμο προς την Ευρώπη τον είχανε διαβεί 23 χρόνια πριν από τη μάχη του Μαραθώνα, τότε που πέρασαν το Δούναβη και τους σταμάτησαν οι Σκύθες αφού τους τράβηξαν πιο βορεινά, στην αχανή τους παγωμένη χώρα. Αντίθετα, εμείς οι Έλληνες τους σώσαμε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτοί που διέσωσαν τον Περσικό στρατό και την ίδια τη ζωή του Δαρείου, στη Σκυθική του εκστρατεία, ήταν Έλληνες, Ίωνες, και ένας από αυτούς ο Μιλτιάδης, τον οποίο ο Δαρείος θεωρούσε ευεργέτη του, μαζί με τον Κώη και τον Ιστιαίο. Και σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, για την προδοτική στάση μας οι Σκύθες μας απεκάλεσαν «γεννημένους δούλους».
Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε. Για τους Πέρσες δεν υπήρξαμε ποτέ ιδιαίτερα εχθροί τους, αυτοί υπήρξαν για εμάς από τότε που κυρίευσαν την μικρά Ασία. Τα Ελληνο-Περσικά, όπως εξελίχτηκαν, ήταν μια βεντέτα με αίτια πολιτικά. Υπήρξαμε εμείς γι αυτούς περισσότερο ως ένας λαός αίνιγμα, απρόβλεπτοι, που με τις διχόνοιες και την έλλειψη πραγματικότητας αναστατώσαμε τον κόσμο όλο και γίναμε το κισμέτ της μοίρας τους, το πεπρωμένο της φυλής τους, όταν τους αποθέσαμε ένα μωρό στην αγκαλιά που μόλις σηκωνότανε για να περπατήσει. Το λέγαμε, Δημοκρατία.
Η επαφή των Περσών με τη χαοτική μικρή, τους διέλυσε την αυτοκρατορία, σαν μια βραδυφλεγής βόμβα, επαναληπτική, που αποτέθηκε στην Απαντάνα, στο διοικητήριο της ζωροαστρικής πρωτεύουσας, στα πόδια του θρόνου μεγάλου βασιλιά Δαρείου, η οποία έσκαγε και ξαναέσκαγε και δεν μπορούσαν να την μετακυλήσουν. Σταμάτησε να εκρήγνυται μόνο με τον Αλέξανδρο, όταν έκανε τους μικτούς γάμους, αφού είχαν ήδη γίνει στάχτη, Περσέπολη και Απαντάνα.
Αυτά για εισαγωγή και ίσως να είπαμε πολλά, μπήκαμε όμως πιστεύω στο γενικό πλαίσιο της αιρετικότητας του έργου. Η αίρεση είναι που γεννά, με την προϋπόθεση πως δεν εξωραΐζει. Πάμε όμως τώρα στο θέατρο της ζωής μιας εποχής που η παράσταση έχει αρχίσει, δεκάδες, ίσως και χιλιάδες χρόνια πριν, και συνεχίζεται ακόμα.
Εισερχόμαστε από μια πλαϊνή πόρτα στο άντρο του θεού Διονύσου, σαν γνήσιοι θεατράνθρωποι που είμαστε, και περνάμε επίσης πλάγια, λοξά από τα καμαρίνια προς το μεταίχμιο με τις κουίντες. Γαμώ το, όλα μοιάζουνε σημερινά, υπάρχουν γνωστές μάσκες, ρούχα που αλλάζουνε, πρόσωπα κοινά.
Βρισκόμαστε μπροστά και δίπλα απο τα στασίδια των θεών. Οι δυο οικογένειες που πρωταγωνιστούν, των Φιλαϊδών και των Αλκμεωνιδών, αντιπροσωπεύονται, η πρώτη από τον Σόλωνα,από τον ανιψιό του τον Πεισίστρατο και το γιό του τον Ιππία, ενώ η δεύτερη από τον Μεγακλή και  τον γιό του τον Κλεισθένη.
Κάθισε, φίλε. Οι Ευμενίδες μας έχουνε καρέκλες. Άπλωσε τα πρησμένα πόδια σου και στηρίξου στο ραβδί μας. Εγώ θα σου εξηγώ, σιγανά στο αυτί, αυτά που ήδη ξέρεις αλλά δεν τα θυμάσαι. Τυφλός κι εγώ, ο άλλος εαυτός σου είμαι φίλε, τι νομίζεις;

Αθήνα, Σόλων και γέννηση της Δημοκρατίας    (600 π.Χ)
Ο Σόλων, που εκτός από τη γενιά των Φιλαϊδών κρατάει και από τη γενιά του τελευταίου βασιλιά των Αθηνών, του Κόδρου, ο οποίος θυσιάστηκε για την πόλη του, όταν μπαίνει ο 6ος π.Χ. αιώνας βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, είναι δηλαδή κάπου τριάντα χρόνων. Επειδή ο πατέρας του ήταν σκορποχέρης και δεν του άφησε ιδιαίτερη περιουσία, αναγκάστηκε να δουλεύει κάνοντας τον έμπορο μέσω των δρόμων της θαλάσσης, και καθώς ταξίδευε, αυτό διεύρυνε τους ορίζοντές του.
Δυο πράγματα τον προβληματίζουν την εποχή αυτή. Η κατοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Σαλαμίνας, που βρίσκεται υπό την κυριαρχία των Μεγάρων, και οι κοινωνικές ανισότητες της πόλης του που είναι κραυγαλέες.
Ξεκινάει από το πρώτο, την ενσωμάτωση στην Αθήνα της νήσου Σαλαμίνας.
Επειδή όλες οι προηγούμενες προσπάθειες των Αθηναίων για την απόκτηση του νησιού αυτού έχουν καταλήξει σε αποτυχία, (596 π.Χ) σε σημείο να έχουν θεσπιστεί βαριές ποινές για όποιον ανακινήσει το θέμα, ο Σόλων με τεχνάσματα και φλογερά ποιήματα καταφέρνει και ξεσηκώνει ένα μέρος των συμπατριωτών του, ώσπου κάνουν μια απόβαση και την καταλαμβάνουν. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε μια μακρά περίοδο εχθροπραξιών με τους Μεγαρείς η οποία θα κρατήσει μέχρι το τέλος του αιώνα και θα λυθεί από τον Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη, ο οποίος θα την παραχωρήσει στην Αθήνα κόντρα στα συμφέροντα της Σπάρτης. Την πράξη αυτή του Κλεομένη θα την καταλάβουμε στο τέλος.
Ο Σόλων, παρά τους τίτλους ευγένειας που έχει, στην ουσία είναι μεσοαστός, μετριοπαθής και συμπαθής στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο του λαού της πόλης, σε σημείο που οι αντιμαχόμενες παρατάξεις, πλουσίων και φτωχών, του αναθέτουν ρόλο επιδιαιτησίας στις διαφορές τους. Οι πλούσιοι θεωρούνται από το λαό άπληστοι κεφαλαιοκράτες, ενώ εκείνοι θεωρούν πως αν δώσουν θάρρος στο λαό θα τον βρούνε στο κρεβάτι τους.

Μόλις ο Σόλων εκλέγεται «επώνυμος άρχων», (594 π.Χ) γράφει τις μεταρρυθμίσεις του σε πλάκες (κύρβεις), τις οποίες τοποθετεί σε περίοπτη θέση στη βασιλική στοά. Με τις αποφάσεις του αυτές, αλλάζει την κοινωνική όψη της Αθήνας.
Αλαφραίνει τις σκληρές ποινές των φτωχών που είχαν θεσπιστεί επί του προηγούμενου νομοθέτη, του Δράκοντα, δημιουργώντας λαϊκά δικαστήρια για να κρίνει ο λαός μέχρις ενός σημείου τα ατοπήματα του. Κι επειδή, όπως λέει, «οι νόμοι είναι σαν ιστός, πιάνουν τα έντομα ενώ τα πουλιά περνάνε», θεσμοθετεί ποινές και για τους άρχοντες, που ήταν στο απυρόβλητο της εξουσίας. Και κάτι πολύ σημαντικό: Ανακοινώνει τη «Σεισάχθεια», που σημαίνει άρση άχθους, δηλαδή απόσυρση των οικονομικών βαρών που είχαν στις πλάτες τους οι χρεωμένοι, δίνοντας πρώτος το καλό παράδειγμα, χαρίζοντας τα χρέη των οφειλετών του.
Καταργεί τις παλαιές υποθήκες γης και απαγορεύει τον δανεισμό με εγγύηση του σώματος του οφειλέτη που αν δεν πλήρωνε κατέληγε δούλος. Εξαγοράζει δημοσία δαπάνη τις δουλείες των συμπατριωτών του και θεσπίζει ειδικό νόμο ώστε κανείς Αθηναίος να μη μπορεί είναι δούλος σε Αθηναίο. Βρίσκει πόρους υποτιμώντας το νόμισμα και εισάγει την πρώτη αυξανόμενη κλίμακα φορολογίας του εισοδήματος.
Θεσμοθετεί μέτρα προστασίας των παιδιών και των ηλικιωμένων, και κατεβάζει τους πήχεις για τη συμμετοχή του λαού στη εξουσία, διατηρώντας όμως τις προδιαγραφές για τα ανώτατα αξιώματα, διαφωνώντας στο ζητούμενο αναδασμό της γης που κατά τη γνώμη του θα εξίσωνε εργατικούς και ακαμάτες.
Συμβαίνει κατά το ως είθισται το αναμενόμενο. Καμιά πλευρά δεν μένει ευχαριστημένη (593 π.Χ) από τα μέτρα. Μερικοί μάλιστα τον κατηγορούν πως από την υποτίμηση του νομίσματος και το χάρισμα των χρεών βγήκαν κάποιοι φίλοι του ωφελημένοι που φρόντισαν να δανειστούν, να αγοράσουν και κατόπιν να χαριστούν τα χρέη τους.
Επειδή τον τραβολογούν με διαμαρτυρίες και παράπονα, σε σημείο να νοιώθει «σαν τον λύκο που τον κυνηγούν οι σκύλοι», αποφασίζει να φύγει μέχρι να καταλαγιάσουν τα πράγματα, και υποσχόμενος ότι θα τα επανεξετάσει όταν επιστρέψει, αναχωρεί από την πόλη για δέκα χρόνια. Στην ουσία αυτοεξορίζεται από την αχαριστία των συμπατριωτών του και περισσότερο των ευεργετημένων.
Ευεργετημένοι όμως δεν ήταν μόνο φτωχοί αλλά και πλούσιοι, όπως η οικογένεια των Αλκμεωνιδών που είχε εξοριστεί, γιατί ο Αλκμεωνίδης Μεγακλής όταν ήταν επώνυμος άρχων, ευθυνόταν για φόνους ικετών στο ναό της Ακρόπολης. Οι ικέτες ήταν φτωχοί που είχαν ξεσηκωθεί για να βελτιωθεί η ζωή τους, με αρχηγό έναν Ολυμπιονίκη ευγενή από τα Μέγαρα που τους προσέτρεξε, τον Κύλωνα. Μέλη της οικογένειάς των Αλκμεωνιδών με τους υποτακτικούς τους, σκότωσαν τους ικέτες. Μετά απο αυτό οι Αλκμεωνίδες εξορίστηκαν ως μιαροί, μέχρι που μεταφέρθηκαν και εκτός της πόλης οι τάφοι των προγόνων τους. Αυτό είναι το γνωστό «Κυλώνειο άγος», το οποίο σύμφωνα με τις θεωρήσεις του λαού της εποχής βαραίνει τους απογόνους τους μέχρι 5ης γενεάς (θα παύσει δηλαδή επί Περικλή). Παρά το γεγονός ότι η οικογένεια του Σόλωνα ανήκε στην αμέτοχη πολιτική ομάδα, του αμνήστευσε μετά από εξιλασμό που έκανε στην πόλη, λόγω λιμού. Μετά την αμνηστία του Σόλωνα, οι οικογένειές των Αλκμεωνιδών, με αρχηγό τον Μεγακλή, επανέρχονται και διεκδικούν σα να μη συνέβη τίποτε, ξανά την εξουσία.

Πεισίστρατος, η Δημοκρατία του Ενός
Σύντομα στη νεογέννητη Δημοκρατία του Σόλωνα εμφανίζεται το χαρακτηριστικό φαινόμενο που λέγεται «εκτροπή του πολιτεύματος», και μέσα από τέτοιες καταστάσεις αναδεικνύονται ιδιαίτερες μορφές που από την ιστορία δύσκολα κάποιος μπορεί να κρίνει γιατί γράφεται από τους νικητές.
Κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του Σόλωνα, η πολιτική αστάθεια στην πόλη οξύνεται και ο πόλεμος για τη Σαλαμίνα με τους Μεγαρείς φουντώνει. Το πολιτικό χάος φτάνει σε σημείο ώστε ένας επώνυμος άρχων, ο Δαμασίας, να μην παραδίδει την εξουσία, μέχρι που ανατρέπεται τελικά μετά από δυο χρόνια. Στον πόλεμο όμως με τους Μεγαρείς τα πράγματα πάνε ανέλπιστα καλά.
Ένας νεαρός ανιψιός του Σόλωνα, ο Πεισίστρατος από την Βραυρώνα, ηγούμενος του στρατού αποδεικνύεται ιδιαίτερα ικανός. (581 π.Χ) Νικά τους Μεγαρείς και καταλαμβάνει το λιμάνι τους, τη Νήσα.
Κάποια στιγμή, εν μέσω της έντονης πολιτικής αστάθειας, εμφανίζεται ο Πεισίστρατος στην αγορά γεμάτος αίματα, κατηγορεί τους πολιτικούς του αντιπάλους ότι θέλουν να τον σκοτώσουν, και παίρνει το δικαίωμα να κατέχει για την προστασία του 50 ροπαλοφόρους μπράβους, παρά τις αντιρρήσεις του ηλικιωμένου Σόλωνα που έχει επιστρέψει.
Ο Σόλων που ξέρει τον Πεισίστρατο καλά καθόσον είχαν παλαιότερα σχέση εραστή και ερωμένου, αντιδρά έντονα, κατηγορώντας τον πως το έχει σκηνοθετήσει. Επειδή δεν εισακούγεται από τους «αποχαυνωμένους», όπως αποκαλεί εν τέλει το λαό, αποχωρεί από την πολιτική απογοητευμένος. Στο νου του πρέπει να ήρθαν τα λόγια ενός του Σκύθη, του Ανάχαρση, που του έλεγε: «δεν καταλαβαίνω εσάς τους οι Έλληνες που βάζετε τους άσχετους να κουμαντάρουν τους γνώστες» Τι τύπος αυτός ο Σκύθης, ίσως να είχε δίκιο, ίσως η φύση του ανθρώπου να είναι ισχυρότερη από την ιδεαλιστική θέση και να συμβαίνει τελικά το αναπόφευκτο: Οι γνώστες να κουμαντάρουν τους άσχετους, κάνοντας πως κουμαντάρονται από αυτούς. Πάντως, επειδή ο Σόλων θεωρεί πως η ενασχόλησή του με τα κοινά τελείωσε, καταθέτει τα όπλα του στο πρυτανείο και αποχωρεί από την πόλη, πικραμένος πάλι. Αυτοεξορίζεται, δηλαδή, εντελώς απογοητευμένος, για δεύτερη φορά.
Σε αυτή την περίοδο αποδίδεται η συνάντησή του με τον Κροίσο και η γνωστή ρήση προς αυτόν «μηδένα προ τους τέλους μακάριζε», αλλά χρονικά δεν συνάδει, ούτε μπορεί να συνδεθεί μετά, οπότε είναι μάλλον φήμη που του επικολλήθηκε αργότερα ως ένδειξη σοφίας. Σίγουρα όμως έκανε μια προσπάθεια μετοικεσίας στην Κύπρο η οποία απέτυχε, βασικά λόγω διαφοράς της γλώσσας και της κατανόησης με τους εκεί. Πέθανε τελικά στην Αθήνα, περνώντας τα τελευταία χρόνια του με κρασί, έρωτα και διασκεδάσεις, σαν γνήσιος Φιλαΐδης που ήταν. Η ουσία όμως είναι πως αυτό που φοβόταν το είδε και μάλλον του έδωσε συγχωροχάρτι. Την εγκαθίδρυση τυραννίας, από τον πανούργο ανιψιό του Πεισίστρατο, τον οποίο είχε ονομάσει «παρεκτραμένο Οδυσσέα».
Ο Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος το λαϊκό του έρεισμα εν μέσω της κοινωνικής αναστάτωσης και του φόβου του λαού για μια ολιγαρχία απο κάποιον Λυκούργο, καταλαμβάνει με τους φρουρούς του την εξουσία, αλλά στο όνομα του λαού και της δημοκρατίας, μη καταργώντας τους δημοκρατικούς θεσμούς, παρά βάζοντας, όχι σε γύψο, αλλά σε νάρθηκα ορισμένους από αυτούς.(560 π.Χ) Κλείνει τα στόματα των διαφωνούντων με παροχές, ευεργετήματα και εκδουλεύσεις, και παραμένει στην εξουσία κάπου 5 χρόνια, μέχρι που ο γνωστός μας Μεγακλής, πρωτοστατώντας σε μια συμμαχία με τον Λυκούργο εναντίων του, καταφέρνει και τον εξορίζει.
Τη στιγμή που δεν υπάρχει ο κοινός εχθρός να ενώνει την αντι-Πεισιστρατική συμμαχία, αυτή διαλύεται μέσα από αρχηγισμούς και διενέξεις, οπότε ο Μεγακλής κινδυνεύοντας να χάσει την εξουσία, ανακαλεί από την εξορία τον Πεισίστρατο και θέλοντας να συνδεθεί μαζί του, του προσφέρει την κόρη του για γυναίκα.
Ο Πεισίστρατος που είναι χήρος, επιστρέφει θριαμβευτικά, (550 π.Χ) παντρεύεται την κόρη του και συμπράττει με τον Μεγακλή, αλλά μη θέλοντας να κάνει άλλα παιδιά, σεξουαλικά «οπισθοδρομεί» τη νύφη. Το μαθαίνει αυτό ο Μεγακλής, γίνεται έξαλλος και τον εξορίζει τον ίδιο χρόνο.
Ο Πεισίστρατος στην εξορία δημιουργεί συμπάθειες, χρήματα και φίλους. Κάποια στιγμή αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, που του τα στέρησε ο Μεγακλής για μια αφορμή, κυριολεκτικά, του «κώλου». Συγκροτεί ένα μικρό μισθοφορικό στρατό και αποβιβάζεται στην περιοχή της καταγωγής του, τον Μαραθώνα που έχει εκεί οπαδούς πολλούς.
Ο Μεγακλής στέλνει εναντίον του στρατό ο οποίος ηττάται στην Παλλήνη, και τα πράγματα σύντομα αντιστρέφονται. Ο Πεισίστρατος βρίσκεται στην εξουσία και ο Μεγακλής στην εξορία.(540 π.Χ)

 Κοινωνικό-πολιτικά έργα του Πεισίστρατου
Οι ικανότητες του Πεισίστρατου, η οξύνοια, οι ελιγμοί και οι δημόσιες σχέσεις του είναι τέτοιες, που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «πρώτο ον πολιτικό», βάζοντας την υποδομή του χρυσού αιώνα της Αθήνας, που τις δάφνες θα τις δρέψει αργότερα ο Περικλής - ειρωνεία της τύχης - ένας Αλκμεωνίδης.
Ο Πεισίστρατος ξεκινάει βελτιώνοντας τις σχέσεις της πόλης του με όλες τις εχθρικές πόλεις, μηδέ της Σπάρτης εξαιρουμένης, παρότι αντιστρατεύεται φανερά τα συμφέροντά της. Και κάτι σημαντικό: Κάνει τον ποθούμενο αναδασμό της γης, τον οποίο δεν ήθελε ο Σόλων, μοιράζοντας στο λαό εκτάσεις, μεταξύ αυτών και του Μεγακλή. Κατά τον τρόπο αυτό αποκτά εκτενές λαϊκό έρεισμα, πετώντας παράλληλα τον Μεγακλή εκτός της πολιτικής σκηνής, έξω από το καναβάτσο.
Εξωραΐζει κατόπιν την Ακρόπολη, ανοίγει δρόμους, επεκτείνει το λιμάνι του Πειραιά, φτιάχνει υδραγωγεία, δίνει δάνεια, προωθεί την καλλιέργεια της ελιάς, φροντίζει τη βελτίωση και την εξαγωγή των κεραμικών, αναβαθμίζει την παιδεία και δημιουργεί την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη. Προσκαλεί καλλιτέχνες και διανοητές απ’ όλη την Ελλάδα, όπως τους Σιμωνίδη, Λάσο και Ανακρέοντα, και αρχίζει την καταγραφή των Ομηρικών και Ορφικών επών υπό την αιγίδα ενός ιδιόρρυθμου ονοματολόγου - μάντη - στοχαστή, του Ονομάκριτου. Παρότι είναι φίλος του, όταν τον κατηγορούν ότι παραποιεί σκόπιμα τα κείμενα, τον απομακρύνει.
Προσφέρει στο λαό άρτο και θεάματα, με άξονα το θέατρο του Διονύσου, μεταφέροντας το ξόανο του θεού από τη Βοιωτία και προάγει την τραγωδία με τον Θέσπη και τον Φρύνιχο, εντάσσοντάς την στους εκπαιδευτικούς και λατρευτικούς θεσμούς. Μέσα στους θεατές που παρακολουθούν τις παραστάσεις εκστασιασμένοι, υπάρχουν δυο νέοι που θα γράψουν χρυσές σελίδες, μετά. Είναι ο Αισχύλος και ο λίγο μικρότερος του, Σοφοκλής.
Η συμβολή του Θέσπη στην τραγωδία ήταν ο πρόλογος, η υποκριτική και η ταύτιση του θεατή με τον ηθοποιό μέσω της ζωντάνιας. Από εδώ αρχίζει η ιστορία του σύγχρονου θεάτρου. Λέγεται μάλιστα, πως όταν είχε δει τον Θέσπη σε μια παράσταση ο Σόλων, ενώ όλοι έτρεχαν να τον συγχαρούν, εκείνος είχε υψώσει τη μαγκούρα του και τον είχε πάρει στο κυνήγι, φωνάζοντάς του: «Αυτά σου τα καμώματα θα τα βρούμε στα συμβόλαιά μας». Ο συμπαθής Σόλων στα γεράματά του έλεγαν πως είχε παραξενέψει. Αντιδρούσε ακόμα και στους Ολυμπιακούς αγώνες, γιατί «η πόλη ξόδευε γι αυτούς πολλά ενώ έπρεπε αλλού να δώσει».
Επίσης σημαντικό έργο του Πεισίστρατου ήταν η κατασκευή του ναού της δίμητρης (της με δυο μήτρες) κυοφορούσας μάνας γης (διότι γεννούσε κάθε εξάμηνο), της θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα, εισάγοντας μια γιορτή δεσμού των τεσσάρων Αθηναϊκών δήμων ή φυλών, τα Παναθήναια. Παράλληλα, βάζει τις βάσεις ενός μεγαλεπήβολου έργου, την κατασκευή του Ναού του Ολυμπίου Διός, στη γνωστή πεδιάδα κάτω της Ακρόπολης, όπου οι τεράστιοι κίονες των θεμελίων του στέκουν ορθοί ακόμα, διότι κανείς λόγω του μεγέθους και του ονόματός του θεμελιωτή, δεν θα τελειώσει. Θα το συνεχίσει, πολύ μετά, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, Αδριανός.
Πρέπει όμως να καταγράψουμε ότι τα θρησκευτικά έργα του Πεισίστρατου, όπως ο ναός της Δήμητρας στην Ελευσίνα και τα έργα του ναού του Ολυμπίου Διός, δεν τα βλέπουν με καλό μάτι οι ιερείς του μαντείου των Δελφών, διότι τους κόβουν έσοδα και αναστέλλουν την επέκταση της λατρείας του Άπω-όλων θεού, που είχε αρχίσει με σφήνα στην Πελ/νησο τους Σπαρτιάτες. Αυτό ως υποσημείωση.
Πάντως, με τα έργα του Πεισίστρατου, η Αθήνα μεταμορφώνεται από δευτεροκλασάτη πόλη σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Επεκτατική πολιτική
Κατά τον Πεισίστρατο όμως δεν αρκούν μόνο τα έργα αυτά. Επεκτείνει τα συμφέροντα της πόλης στο Αιγαίο, φτάνοντας ως την Προποντίδα, στηρίζοντας τον εποικισμό της δυτικής Θράκης απο την οικογένεια του συγγενούς του, Μιλτιάδη, ο οποίος άρπαξε την ευκαιρία να εγκατασταθεί ως ηγέτης στους Σκυθο-Θρακιώτες που είχαν στείλει στην Αθήνα αντιπροσωπεία γυρεύοντας κάποιον να τους κουλαντρίσει. Κατόπιν, ο Πεισίστρατος περνά απέναντι στην Ασιατική μεριά, παίρνοντας από τους Λέσβιους το Σήγειο της Τρωάδας. Για να νομιμοποιηθεί στην πράξη του αυτή έναντι των Ελλήνων, αλλάζει κάποια σημεία των Ομηρικών επών, πως τάχα συνέπραξαν με τους Τρώες. Κάτι αντίστοιχο είχε κάνει εξάλλου και ο θείος του ο Σόλων, για να νομιμοποιηθεί στη διεκδίκηση της Σαλαμίνας.
Από τη στιγμή που ελέγχει τα στενά του Βοσπόρου, φροντίζει να ισχυροποιηθεί στο κεντρικό Αιγαίο. Εξωραΐζει το νησί της Δήλου αναβαθμίζοντας κατά τον τρόπο αυτό τον ρόλο της Αθήνας ως ηγέτιδα δύναμη της Ιωνίας, κάνοντας γέφυρα με τη Μίλητο που είναι η αντίστοιχη ακμάζουσα πόλη στην Ασιατική Ιωνία, με ενδιάμεση βάση τη Νάξο, λόγω του τυράννου της, Λύγδαμη, που είναι φίλος του αφοσιωμένος.
Με το θάνατό του Πεισίστρατου, (528 π.Χ) μένει στην Αθήνα η ανάμνηση μιας εποχής που περιγράφεται ως «Κρόνου βίος», έκφραση που σημαίνει με λόγια απλά ότι η Αθήνα ευημέρησε επί της εποχής του, ως στιβαρού ηγέτη, όσο ποτέ, και οι Αθηναίοι όλοι έφαγαν με χρυσά κουτάλια ή σχεδόν όλοι αν εξαιρέσει κάποιος τους Αλκμεωνίδες. Λέγεται, ακόμα, ότι όσα επιτεύχθηκαν προήλθαν από ενέργειες πολιτικές και μάχη δεν έγινε ούτε χύθηκε αίμα.

Ο φόνος του Ίππαρχου
Τον Πεισίστρατο διαδέχεται ο μεγαλύτερος γιος του, ο Ιππίας, έχοντας συμπαραστάτες τα αδέλφια του, στα κοινωνικά τον Ίππαρχο και στα στρατιωτικά τον Θεσσαλό, εφαρμόζοντας μια πολιτική πάνω στα χνάρια του πατέρα τους. Αυτοί είναι οι κυριότεροι Πεισιστρατίδες.
Όμως, κοντά στο τέλος του αιώνα, δυο νέοι εραστές, κατ’ ουσία μετανάστες του σήμερα, έποικοι του τότε, οι Αρμόδιος και Αριστογείτων, (514 π.Χ) σκοτώνουν στη γιορτή των Παναθηναίων τον Ίππαρχο, αποτυγχάνοντας στον κύριο στόχο τους που ήταν ο Ιππίας.
Είναι τραβηγμένο να υποθέσουμε ότι η δολοφονία έγινε για την τιμή της θιγμένης αδελφής του Αρμόδιου ή για τα κάλλη του νεαρού Αριστογείτονα ή για λόγους κοινωνικού αποκλεισμού τους, αλλά αυτά ήταν η αφορμή. Τα βαθύτερα αίτια όμως ήταν πολιτικά και κατευθυνόμενα από τους Αλκμεωνίδες. Πώς μπορούμε να το παραβλέψουμε αυτό, όταν σε ένα περιβάλλον αντι-Πεισιστρατικό δίνουν τέτοια στίγματα οι Θουκυδίδης και Αριστοτέλης;
Κατ’ αρχήν, οι δολοφόνοι ήταν γνωστοί για το «φλογερό» δεσμό τους, που σημαίνει ότι βρισκόντουσαν σε υψηλά standards. Ο Αριστογείτων, λέγεται πως είχε κάποια «προηγούμενα» με έναν από τους Πεισιστρατίδες, ίσως με τον Θεσσαλό που ήταν αρχηγός του ιππικού ή με τον Ίππαρχο, και κατά δεύτερο λόγο ήταν πολίτες γ΄ κατηγορίας, «Γεφυραίοι», δηλαδή μετανάστες που σύχναζαν στα πρόθυρα της πόλης, στις λεγόμενες και σήμερα «τρεις γέφυρες». Θεωρούνται Φοινικικής καταγωγής, που καθώς πίστευαν σε δικούς τους θεούς δεν τους άφηναν να μετάσχουν στις εορτές της πόλης, και δη όπως λέμε σήμερα, στις «εθνικές».
Για τη συμμετοχή των εποίκων στις μεγάλες Αθηναϊκές γιορτές γινόντουσαν ομηρικοί καυγάδες, κυρίως μεταξύ των γηγενών και των νεοφερμένων, όπου στην πρώτη ομάδα ηγούντο οι Πεισιστρατίδες που είχαν γίνει «εθνικόφρονες» ενώ στη δεύτερη ομάδα, των αποκλεισμένων, είχε παρεισφρήσει η αδύναμη αντιπολίτευση των Αλκμεωνιδών. Φαίνεται σχήμα οξύμωρο οι Αλκμεωνίδες να μεταβάλλονται σε «λαϊκούς» ηγέτες και οι πρώην λαϊκοί σε εθνικόφρονες ηγεμονίσκους, αλλά συμβαίνει συνήθως έτσι όταν το επιτάσσει το προσωπικό συμφέρον.
Μια τέτοια εορτή που συνέβαιναν μεγάλοι τσακωμοί ήταν τα Παναθήναια. Οι αποκλεισμένοι, όταν επέστρεφαν τα κάρα με τους Αθηναίους από την Ελευσίνα, μαζευόντουσαν στις τρεις γέφυρες και τους έβριζαν, εκείνοι απαντούσαν από τις άμαξες ανάλογα, και το υβρεολόγιο έμεινε μέχρι σήμερα ιστορικό, το λεγόμενο « εξ αμάξης».
Σχετικά με το φόνο, κάποιος Πεισιστρατίδης, πιθανόν ο Ίππαρχος, λέγεται πως είχε πιάσει από το γυμνό μπράτσο την παρθένα αδελφή του Αρμόδιου που είχε μπει με κάνιστρο στην προετοιμασία της πομπής για Ελευσίνα και την είχε πετάξει έξω. Στη φασαρία που επακολούθησε, είπε και τον αδελφό της, «μαλακό», μια φράση άκρως προσβλητική που ελάχιστα παραποιημένη ισχύει μέχρι σήμερα, υπό άφιλες προϋποθέσεις.
Είτε, λοιπόν, το φονικό έγινε για το πίσω του Αριστογείτονα είτε για την τιμή της Χάιδος (κατ’ ευφημισμόν), ή για λόγους κοινωνικού αποκλεισμού των εποίκων, το γεγονός ότι καταλογίστηκε στους Αλκμεωνίδες σημαίνει πως θεωρήθηκαν οι ηθικοί αυτουργοί, κοινώς ότι αυτοί όπλισαν τα χέρια των δολοφόνων. Μετά απ’ αυτό, οικογένειές τους εξορίζονται, και η αρχηγία της αντιπολίτευσης περνάει στον τοποτηρητή τους, τον Ισαγόρα.
Το γεγονός ότι οι δολοφόνοι αναγνωρίστηκαν ως τυραννοκτόνοι μετά, επί ηγεσίας του γιου του Μεγακλή, Κλεισθένη, είναι ένα άλλο στοιχείο που συνηγορεί ότι στο έγκλημα τα κίνητρα ήταν προσωπικά - πολιτικά, και άλλοθι η δημοκρατία, τόσο διότι δεν είχαν καταργηθεί οι δημοκρατικοί θεσμοί και τον Ιππία θα μπορούσε να τον ρίξει η αντιπολίτευση αν γινόταν πλειοψηφία, όσο κι επειδή οι Πεισιστρατίδες ηγούντο της λαϊκής παράταξης που είχε μεταβληθεί σε άρχουσα αστική τάξη.
Μετά τον φόνο του Ιππάρχου και την αντεκδικητική σφαγή των πρωταιτίων, ο Ιππίας αλλάζει στάση. Γίνεται φιλύποπτος, τυραννικός, και θεωρώντας τη θέση του επισφαλή ετοιμάζει την άμυνά του, όπου για κάθε ενδεχόμενο παντρεύει την κόρη του, Αρχεδίκη, (κοπέλα πράγματι «διαμάντι») με το γιο του τυράννου της Λαμψάκου, Ίπποκλου, τον Αιαντίδη, μια οικογένεια που επηρεάζει τον Δαρείο.
Τα γεγονότα δεν αργούν να τον δικαιώσουν. Οι εξόριστοι Αλκμεωνίδες εισβάλλουν από τη Βοιωτία αλλά ηττώνται στις Αχαρνές, κι επιστρέφουν στην εξορία πάλι, βάζοντας σ’ ενέργεια αυτή τη φορά αυτή τα μεγάλα μέσα. Το μαντείο των Δελφών.

Τα διαπλεκόμενα
Οι ιερείς του χρυσοφόρου θεού Απόλλωνα διάκεινται ευμενώς απέναντί των Αλκμεωνιδών, διότι είναι εργολάβοι και ευεργέτες τους. Ο ναός είχε καταστραφεί λίγα χρόνια πριν από πυρκαγιά, που πρέπει να ήταν η κομπίνα του αιώνα, αφού ο χρυσός «έλιωσε»(;) και οι ιερείς για να χτίσουν τον ναό πέτρινο βγήκαν για χορηγούς στη γύρα. Οι Αλκμεωνίδες, που πήραν το έργο, έκαναν δώρο στο θεό την πρόσοψη από μάρμαρο της Πάρου, και όταν με τη σειρά τους ζήτησαν από το θεό να τους το ανταποδώσει, εκείνος έβαλε τους Σπαρτιάτες.
Ο Σπαρτιάτες, που τίποτα δεν έκαναν αν δεν ρωτούσαν το θεό πρώτα, κάθε φορά που πήγαιναν για χρησμό, έπαιρναν αντί γι’ απάντηση πάντα την ίδια φράση: «Αποκαταστήστε πρώτα τους Αθηναίους».
Ποιους Αθηναίους, ο Λύκειος μην εκτεθεί, δεν έλεγε.

Προς αποκατάσταση των Αθηναίων…
Κάποια στιγμή, Σπαρτιατικό εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό έναν Λάκωνα ευγενή, τον Αγχιμόλιο, παίρνοντας ενισχύσεις από την Αίγινα, την ανταγωνίστρια δύναμη της Αθήνας, αποβιβάζεται στον όρμο της Μουνιχίας (Φάληρο) για να επιβάλει την εντολή του Δελφικού ιερατείου.
Ο Ιππίας, που ξέρει ότι εκεί είναι η αχίλλειος πτέρνα του κι έχει κόψει τα δέντρα της περιοχής, κάνοντάς την κατάλληλη για το περίφημο θεσσαλικό ιππικό του (που αργότερα απετέλεσε την αιχμή του δόρατος του Μ. Αλεξάνδρου), τους αποδεκατίζει. Όσοι γλιτώνουν αποπλέουν στα γρήγορα, αφήνοντας πίσω στους νεκρούς μέχρι και τον σκοτωμένο αρχηγό τους.
Με την επιστροφή των υπολειμμάτων του εκστρατευτικού σώματος στη Σπάρτη, προκαλείται κρίση, και ο βασιλιάς Κλεομένης θα αναλάβει προσωπικά το θέμα.
Σύντομα οι Σπαρτιάτες ξανάρχονται στην Αθήνα, από ξηράς αυτή τη φορά, με αρχηγό τον Κλεομένη, ο οποίος χωρίς ιππικό και τοξότες καταφέρνει να επικρατήσει των Θεσσαλών ιππέων και να κλείσει στην Ακρόπολη τον Ιππία με τους οπαδούς του, που αμύνονται σε σημείο να φαίνεται ότι θα τα καταφέρουν. (510 π.Χ) Η νίκη του Κλεομένη δείχνει τη στρατιωτική του ικανότητα, στις πολιορκίες όμως οι Σπαρτιάτες υστερούν.
Κι ενώ ο Κλεομένης ετοιμάζεται να αποχωρήσει, αιχμαλωτίζονται κατά τύχη ή με προδοσία τα παιδιά των Πεισιστρατιδών, οπότε ο Ιππίας αναγκάζεται να διαπραγματευτεί και ν’ αναχωρήσει εντός πέντε ημερών για το Σήγειο της Τρωάδας.
Όπως είναι φυσικό, η εξουσία δίδεται στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, τον Ισαγόρα, και οι εξόριστοι Αλκμεωνίδες αρχίζουν να επιστρέφουν, με αρχηγό τον εκπρόσωπο της νέας τους γενιάς, Κλεισθένη.

Κλεισθένης και λαϊκή Δημοκρατία 

Ο Κλεισθένης όμως λογαριάζει χωρίς τον Ισαγόρα, που αποδεικνύεται «δεξιότερος» των Πεισιστρατιδών και δεν του παραδίδει την εξουσία, οπότε προσεταιρίζεται πλέον ανοιχτά τη λαϊκή παράταξη των εποίκων και μεταβάλλεται σε «αριστερό» ηγέτη. Τι αριστερός, τι δεξιός, στην πολιτική συχνά είναι πρόσχημα η πολιτική, σκοπός είναι η εξουσία.
Στις διενέξεις που ακολουθούν μεταξύ Ισαγόρα και Κλεισθένη, ο Κλεομένης διατάζει την επανεξορία των «καταραμένων» (από το Κυλώνειο άγος), Αλκμεωνιδών. Οι φασαρίες όμως δεν σταματούν, οπότε έρχεται πάλι στην Αθήνα ο Κλεομένης, που έχει αρχίσει να βράζει από μέσα του, για να ρυθμίσει οριστικά αυτή τη φορά τα πράγματα. Κάνει προγραφές με τον Ισαγόρα, εξορίζει 700 οικογένειες Αλκμεωνιδών και υποστηρικτών τους, και μαζεύει τον λαό στην Ακρόπολη όπου του ανακοινώνει ότι διαλύει τη βουλή, για να τελειώνει μια και καλή με αυτό το μπάχαλο που λέγεται δημοκρατία, δίνοντας την εξουσία στον Ισαγόρα. Το αποτέλεσμα είναι να τον μεταβάλλει σε «καμένο χαρτί» και να βρεθούν να πολιορκούνται από ένα έξαλλο πλήθος, κλεισμένοι στο ναό της Ακρόπολης, με την ιέρεια σε κρίση.
Εδώ, κατά τη διάρκεια της εισόδου του Κλεομένη στο ναό, εκστομίζει τη μυστηριώδη φράση του όταν η ιέρεια του απαγορεύει την είσοδο γιατί είναι Δωριεύς: «Δεν είμαι Δωριεύς, είμαι Αχαιός» της λέει.
Τι θεωρεί πως είναι ο Κλεομένης; Έχει προσαγορευτεί ως συνέχεια της περαιωμένης φαμίλιας του Αγαμέμνονα θέτοντας τον εαυτό του ηγεμόνα όλων των Ελλήνων ή υπάρχει σχέση Δωριαίων και Αχαιών όπου οι ανώτερες τάξεις είναι Αχαιοί; Αυτή η μυστηριώδης φράση του Κλεομένη δίνει το έναυσμα της εξέτασης των πραγμάτων απο μια βαθύτερη σκοπιά, όπου το πρώτο αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ότι συμβαίνουν και τα δυο. Ακόμη βαθύτερα, μέσα απο την έρευνα της λεγόμενης «καθόδου των Δωριαίων» ή «επιστροφής των Ηρακλειδών», παρέχονται ενδείξεις ότι οι λεγόμενες τέσσερις Ελληνικές φυλές (Αχαιοί, Δωριείς, Ίωνες και Αιολείς) είναι πιθανόν «κλισέ», για να ξεχωρίζουν οι διάφορες γλωσσικές διάλεκτοι ενός αυτόχθονος και περιπλανώμενου λαού που πιθανόν να απετέλεσε πολιτιστική κοιτίδα.
Μετά από τρεις μέρες εγκλεισμού στο ναό της Ακρόπολης, ο Κλεομένης αναγκάζεται να διαπραγματευτεί «πέραν από τις αρχές του» και αναχωρεί με τον Ισαγόρα, έχοντας όμως ανακαλύψει τι συμβαίνει. Υπάρχει συμπαιγνία του μαντείου των Δελφών με τους Αλκμεωνίδες.
Ο Κλεισθένης βρίσκει ευκαιρία και επιστρέφει στα γρήγορα, ιδρύοντας την πρώτη λαϊκού τύπου Δημοκρατία.

Η οργάνωση της Δημοκρατίας
Αν στον Σόλωνα αξίζει ο τίτλος του γεννήτορα της δημοκρατίας, στον Κλεισθένη αρμόζει ο τίτλος του οργανωτή της, σε σημείο που μπορούν να παρομοιαστούν σαν «μητέρα» και «πατέρας». Ένας πατέρας όμως που δεν φέρθηκε ευγενικά στη μάνα.
Πρώτα απ’ όλα, εντάσσει ως Αθηναίους τους μετοίκους, οι οποίοι είναι η ισχύς του. Κατόπιν χωρίζει την Αθήνα σε τρεις ζώνες, παράλια - μεσόγεια - αστική, κάνοντας με την ένταξη των μέτοικων, τις Αθηναϊκές φυλές δέκα, δίνοντας ονόματα που έχει στείλει το Δελφικό μαντείο, ενώ παράλληλα εισάγει το πρώτο εκλογικό σύστημα «συμφέρουσας αναλογικής» την τριαρχία. (507 π.Χ) Κάθε δήμος ή φυλή αποτελείται από μια τριτύα, δηλαδή μια περιοχή από κάθε ζώνη, (μια παράλια, μια μεσόγεια και μια αστική), συνενωμένες και ενίοτε μπερδεμένες μεταξύ τους, για να έχει την απαραίτητη πλειοψηφία, με συνολικά 50 αντιπροσώπους στη βουλή, ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό των παλαιών 400 βουλευτών σε 500, ενώ υφίσταται ένα κυλιόμενο διευθυντήριο όπου ο κάθε δήμος ή φυλή προΐσταται της βουλής για ένα μήνα (πρυτανείο).
Αργότερα, ως μέσον προστασίας του πολιτεύματος θα νομοθετήσει τον «οστρακισμό». Έξι χιλιάδες πήλινα κομμάτια με ένα όνομα χαραγμένο πάνω τους, αρκούν να εξορίσουν τον οποιονδήποτε αποκτήσει φιλολαϊκό ρεύμα, δίνοντας στη Δημοκρατία την εντολή να τρώει τα παιδιά της.
Δεν σταματάει όμως εδώ. Φοβούμενος ότι ο εξόριστος Ιππίας θα επιστρέψει, στέλνει πρεσβεία στον σατράπη των Σάρδεων, Αρταφέρνη, και ζητάει την προστασία του Πέρση βασιλιά για τη νεαρή δημοκρατία που κινδυνεύει από τύραννους και Σπαρτιάτες, παρέχοντας «γη και ύδωρ».
Γι’ αυτή την ενέργεια οι Αθηναίοι θα πουν αργότερα πως οι πρέσβεις έκαναν του κεφαλιού τους, αλλά το γεγονός αυτό συνέβη πραγματικά και μία είναι η ουσία: Η Αθήνα παραδίδεται άνευ όρων στον Δαρείο, που χωρίς να το επιδιώξει βρίσκεται μ’ ένα ουρανοκατέβατο μωρό στην αγκαλιά να τον κοιτάζει με χαμόγελο παράξενο και αυτοσαρκασμένο.

Στο κουβάρι και η Περσία
Ο Δαρείος, που τον ενδιαφέρει αυτό το νέο πολίτευμα για να το προβάρει στην Ιωνία - και κατόπιν, γιατί όχι, και σε άλλες πόλεις - επειδή τα τυραννικά καθεστώτα του δημιουργούν προβλήματα που καταλήγουν σε εξεγέρσεις, αποδέχεται τον ρόλο του προστάτη, θέτοντας τη νεαρή Δημοκρατία κάτω από την υψηλή του κηδεμονία. Είναι νωρίς ακόμα και δεν ξέρει πως η αιμάτινη μικρή, όταν μπουσουλά τιμωρεί πάτρονες, οδηγούς, κηδεμόνες και προστάτες.
Πολλοί, αγνοώντας το γεγονός πως η Ελλάδα δεν έχει προς στιγμή για τους Πέρσες κάποια ιδιαίτερη σημασία, θα πουν πως ο Δαρείος άδραξε την ευκαιρία να επεκτείνει την σφαίρα επιρροής του στην Ελλάδα. Αυτό είναι γεγονός, αλλά μάλλον ο Δαρείος έμπλεξε. Τα γεγονότα φαίνεται να τον κυνηγούν, που εξελίσσονται ραγδαία.
Όπως φοβόταν ο Κλεισθένης, ο Κλεομένης επανέρχεται αυτή τη φορά σε πανστρατιά, μαζί με τον άλλο βασιλιά της Σπάρτης, τον Δημάρατο, επικεφαλής εκτενούς συμμαχίας στην οποία μετέχουν όλες σχεδόν οι μεγάλες Ελληνικές πόλεις (αρχή της Πελοποννησιακής συμμαχίας), που εισβάλλουν ταυτόχρονα από τρία σημεία: (506 π.Χ) Οι Πελοποννήσιοι από τα Μέγαρα, οι Θεσσαλοί από τη Βοιωτία και οι Ευβοείς από την Αυλώνα, για αποκατάσταση όμως ποιου; Κατά τον Κλεομένη όχι πια του Ισαγόρα αλλά του εξόριστου Ιππία. Αλλά κατά τον Κλεομένη, μόνο.
Ο Αθηναίοι σε έξαψη, με υποτυπώδη οργάνωση και άγνωστους πολέμαρχους, καταφέρνουν δυο ανέλπιστα μεγάλες νίκες. Στρέφονται πρώτα κατά των Θεσσαλών που τους νικούν στον Ωρωπό και κατόπιν ενάντια στους Ευβοείς, που δεν πρόλαβαν να ενωθούν με τους Θεσσαλούς, και τους ταπεινώνουν στο Ληλάντιο πεδίο. Μοιράζουν στα γρήγορα με κλήρο τα αποκτημένα εδάφη και ύστερα στρέφονται κατά του κύριου όγκου της εισβολής, που βρίσκεται στρατοπεδευμένος στην Ελευσίνα.
Εκεί ο Κλεομένης αντιμετωπίζει προβλήματα. Όταν αποκαλύπτει ότι εχθρός είναι οι Αλκμεωνίδες, ξεσπάει κρίση. Οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας την πολυπλοκότητα της κατάστασης και την αντιλαϊκότητα της εκστρατείας, γκρινιάζουν ότι δεν είναι ενημερωμένοι και θέλουνε να το ξανασκεφτούνε. Σε αυτό συμφωνεί ο Δημάρατος, του ρίχνεται ο Κλεομένης και γίνεται άγριος καβγάς, σε σημείο που από εδώ και πέρα θ’ απαγορευτεί με νόμο να εκστρατεύουν μαζί και οι δυο βασιλείς της Σπάρτης. Στην ουσία όμως πρόκειται για υποβάθμιση του Κλεομένη, διότι έχει την πρωτοκαθεδρία ως καταγόμενος από τον πρωτεύοντα βασιλικό οίκο, των Αιγιαδών.
Η συμμαχία διαλύεται, αλλά ο Κλεομένης δεν το βάζει κάτω. Καλεί στα γρήγορα σε συγκέντρωση τους συμμάχους στην Κόρινθο, προσκαλώντας από το Σήγειο τον ίδιο τον Ιππία, (595 π.Χ) που έρχεται και τους εξηγεί, ωστόσο οι Κορίνθιοι αντιδρώντας δηλώνουν πάλι άρνηση. Και Κλεομένης, ψάχνοντας το γιατί, ανακαλύπτει ότι πέραν από τις φήμες περί ανάμειξης των Περσών, του σκάβει το λάκκο από τη Σπάρτη ο Δημάρατος.
Ας αφήσουμε όμως τον Κλεομένη να πνέει μένεα κατά των Περσών που μπλέκονται στα Ελληνικά πράγματα και κατά του Δημάρατου, και ας ακολουθήσουμε για λίγο τον Ιππία.
Ο Ιππίας, που φεύγει άπρακτος από την Κόρινθο, πηγαίνει στον γαμπρό του στη Λάμψακο για να ενημερώσει τον Δαρείο ότι εξαιτίας της προστασίας που παρέχει ο Πέρσης βασιλιάς στον Κλεισθένη, δεν μπορεί ν’ αποκατασταθεί, και ζητάει ακρόαση. (504 π.Χ) Ο Δαρείος ενημερώνεται, καλεί στα Σούσα τον Ιππία ο οποίος πηγαίνει με τον Ονομάκριτο που «διεθνοποιεί» το θέμα, προφανώς ανακατεύοντας εκ της γλώσσας και των μύθων κοινές ρίζες Ελλήνων και Περσών, και ο Δαρείος, πιστός στα ζωροαστρικά του ιδανικά περί δικαιοσύνης, αποφασίζει πως πρέπει να επανορθώσει. Για την αποδοχή της κρίσης του στέλνει πρέσβεις στην Ελλάδα προς όλες τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, ζητώντας τα γνωστά δείγματα υποταγής, γη και ύδωρ.
Η Πελοποννησιακή συμμαχία διαλύεται στα εξ ων συνετέθη. Μερικοί, όπως οι Αιγινήτες τα παρέχουν λόγω συμφέροντος, το ίδιο κάνουν και οι Θεσσαλοί λόγω συγγένειας με τον Ιππία. Οι Κορίνθιοι το σκέφτονται, άλλοι δεν ξέρουν τι να κάνουν.
Όταν οι πρέσβεις φτάνουν στη Σπάρτη και βρίσκουν τον εξαγριωμένο Κλεομένη που έχει «ξεμπροστιάσει» ως νόθο τον Δημάρατο και του ζητάνε γη και ύδωρ, καταλήγουν σ’ ένα πηγάδι για να πάρουν από εκεί το νερό, πράξη για την οποία σύντομα οι Σπαρτιάτες μετανιώνουν.
Οι Αθηναίοι όμως φέρονται στους δικούς τους χειρότερα και ποτέ τους δεν μετανιώνουν. Τους ρίχνουν σαν να είναι και συνεννοημένοι στη χαράδρα του Αρείου Πάγου για να πάρουν από ’κει το χώμα, σκοτώνουν μέχρι τους διερμηνείς που μετέφρασαν στην ελληνική «βαρβάρων» παραγγέλματα, και αποφασίζουν πόλεμο.
Όταν ένας ιερέας τούς λέει πως κάνουν λάθος, πολλοί θεοί έχουν έρθει από εκεί, εννοώντας προφανώς ότι όλοι από την ίδια μάνα είμαστε, τον σκοτώνουν και αυτόν.

Αρχή εξέγερσης στην Ιωνία
Στις ιωνικές πόλεις έχει ενταθεί ο αναβρασμός από την περσική κυριαρχία, την οικονομική κρίση από τη βασιλική οδό που διατρέχοντας την Ασία έχει αλλάξει τα εμπορικά δεδομένα της περιοχής, αλλά κυρίως από την τυχοδιωκτική πολιτική της ντόπιας ολιγαρχίας.
Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύονται δυο τύραννοι, ο πρώην της Μιλήτου και σύμβουλος του Δαρείου, Ιστιαίος, και ο νυν τύραννος, ο ανιψιός και γαμπρός του Ιστιαίου, ο Αρισταγόρας.
Ο Ιστιαίος, που σχεδιάζει να επεκταθεί στο Αιγαίο - και βλέποντας τις αδυναμίες των Περσών, και γιατί όχι παραπέρα - πατρονάρει από την Περσέπολη που βρίσκεται τον Αριστάγορα ο οποίος έχει αποδεχτεί τις ανάλογες φιλοδοξίες.
Όταν ο λαός της Νάξου εξεγείρεται κατά των ντόπιων τύραννων του, ο Αρισταγόρας προτείνει στο σατράπη των Σάρδεων Αρταφέρνη συνεργασία για την κατάληψη της Νάξου και των γύρω νησιών, αναλαμβάνοντας μέρος των εξόδων. (501 π.Χ) Αυτός ρωτάει τον Δαρείο, ο οποίος συμβουλεύεται τον Ιστιαίο, και σε λίγο καταφθάνουν 200 Περσικά πλοία, με αρχηγό τον εξάδελφο του Δαρείου, Μεγαβάτη.
Ο Μεγαβάτης τσακώνεται στη διαδρομή, για διοικητικούς λόγους, με τον Αρισταγόρα, και ειδοποιεί τους Ναξιώτες για την επικείμενη εισβολή, ώστε να μην έχει επιτυχία η αποστολή, δημιουργώντας το παράδοξο, Πέρσης ναύαρχος να σώζει από Έλληνες μια ελληνική πόλη, πρόσφατα δημοκρατική. Η έννοια της εθνικής συνείδησης απουσιάζει εδώ τελείως...
Μετά από τέσσερις μήνες άκαρπης πολιορκίας, ο Αρισταγόρας αφήνει τους διωγμένους αριστοκράτες στο νησί, χωρίζοντάς το ουσιαστικά στα δύο, και μη έχοντας αποκτήσει τα αναμενόμενα έσοδα από τα λάφυρα και την πώληση των δούλων, επιστρέφει στη Μίλητο οικονομικά ζημιωμένος, ξεσηκώνοντας τους Ίωνες, αυτή τη φορά, κατά των Περσών τυράννων.
Για να μην είναι το σχήμα οξύμωρο, καθόσον τύραννος είναι και ο ίδιος, παραιτείται, πείθοντας και τους άλλους Ίωνες φίλους του τυράννους των άλλων πόλεων που συμμετέχουν, να κάνουν και αυτοί το ίδιο ώστε ν’ αποκτήσει το εγχείρημά τους λαϊκή αποδοχή, αναλαμβάνοντας, φυσικά, την αρχηγία. Και η Ιωνία γίνεται δημοκρατική από αντιδημοκρατικές ιδέες.
Ο Αρισταγόρας γνωρίζει την αδυναμία του, αλλά δεν έχει το μυαλό που πρέπει. Δεν ακούει τον ηλικιωμένο Εκαταίο που του λέει να εκποιήσουν τους θησαυρούς του Απόλλωνα των Βραγχιδών για να ναυπηγήσουν στόλο ώστε να εξασφαλίσουν την κυριαρχία στη θάλασσα, αλλά προτιμά να φέρει από μακριά συμμάχους.
Πηγαίνει πρώτα τη Σπάρτη, όπου βρίσκει τον βασιλιά Κλεομένη και του προτείνει συνεργασία, (500 π.Χ) δείχνοντάς του στον ορειχάλκινο χάρτη του Εκαταίου τον τελικό τους προορισμό, τα Σούσα, παρουσιάζοντάς του ένα πρόχειρο επιτελικό σχέδιο, υποβαθμίζοντας τις δυσκολίες.
Όταν ο Κλεομένης, που για πρώτη φορά βλέπει χάρτη, τον ρωτάει «πόσο απέχει από εδώ ως εκεί;» δείχνοντάς την απόσταση Ιωνία - Σούσα και παίρνει την απάντηση «τρεις μήνες δρόμο», του λέει να τα μαζέψει και να φύγει.
Ο Αρισταγόρας την επομένη επανέρχεται, κρατώντας ένα κλαρί ελιάς με 10 τάλαντα που τα κάνει 50, προσπαθώντας να τον εξαγοράσει, αλλά όταν η κόρη του Κλεομένη, η εντεκάχρονη Γοργώ, φωνάζει στον πατέρα της ότι ο ξένος τον διαφθείρει, για τον Αρισταγόρα όλα πια τελείωσαν. Πρέπει να φύγει πριν τον βρει το βράδυ, του είπε ο Κλεομένης.
Αντίθετα, αυτό που δεν πέτυχε στη Σπάρτη ο Αρισταγόρας το πετυχαίνει αμέσως στην Αθήνα, όπου 30.000 ενθουσιώδους λαού τάσσονται αναφανδόν μαζί του. Αρματώνουν 20 πλοία, βάζει η Ερέτρια άλλα 5, και ξεκινούν με υψηλά οράματα τον πόλεμο κατά της Περσίας.

Τα επακόλουθα
Οι Αθηναίοι, χωρίς επίγνωση της πραγματικότητας, θα επιτεθούν στις Σάρδεις. Μη μπορώντας να καταλάβουν την ακρόπολη, όπου έχει κλειστεί ο Αρταφέρνης, ξεσπούν σε πλιάτσικο και βιαιοπραγίες. Στη φωτιά που ακολουθεί καίγεται ο πολιούχος ναός των Σάρδεων, της θεάς Κυβέλης. Αυτό κάνει τους Λυδούς να συσπειρωθούν με τους Πέρσες και ο Αρταφέρνης τους παίρνει στο κατόπι.(499 π.Χ)
Στη μάχη που γίνεται κοντά στην Έφεσο, οι απόλεμοι Ίωνες ηττώνται. Κατόπιν προσπαθούν να ανασυνταχθούν, αλλά παθαίνουν πανωλεθρία στη ναυμαχία της Λάδης, όπου η Μίλητος καταστρέφεται. Η καταστροφή της Μιλήτου δημιουργεί τέτοιο κλονισμό στην Αθήνα, που μόλις ο ποιητής Φρύνιχος ανεβάζει το έργο του, «Μιλήτου Άλωσις», του βάζουν ένα υπέρογκο πρόστιμο (10 τάλαντα) και του το απαγορεύουν. Η πρώτη λογοκρισία επί δημοκρατίας, είναι πλέον γεγονός.
Οι Σπαρτιάτες, από την άλλη μεριά τα έχουν με τον Κλεομένη που κάνει συνεχώς του κεφαλιού του. Όταν οι Αιγινήτες παρέχουν γη και ύδωρ στον Δαρείο, πάει στην Αίγινα κι αιχμαλωτίζει τους αρχηγούς τους. Αυτοί τον αμφισβητούν έντονα, λέγοντάς του πως άλλα λέει ο Δημάρατος και να φέρει χαρτί πως συμφωνεί και εκείνος.
Ο Κλεομένης πάει στη Σπάρτη και καθώς διαπιστώνει τη «φιλοπερσική» πολιτική του «καλού παιδιού» της γερουσίας και των ιερέων, του βασιλιά Δημάρατου, γίνεται «ταύρος σε υαλοπωλείο» αλλά ταύρος πονηρός. Ο Κλεομένης είναι ο κατεξοχήν πονηρός και ζόρικος βασιλιάς, πράγμα που θα το αποδείξει σύντομα και στη μάχη με τους Αργείους, (495 π.Χ)  τους οποίους θα εξολοθρεύσει με στρατήγημα εξυπνάδας. Είναι επίσης πάρα πολύ σκληρός, αλλά και δίκαιος. Στην προκειμένη περίπτωση, βάζει τον εξάδελφο του Δημάρατου και υποψήφιο μετά για βασιλιά, τον Λεωτυχίδη, να τον αποκαλύψει ότι είναι νόθος. Το γεγονός ήταν γνωστό σε περιορισμένο κύκλο της εξουσίας, διότι ο Δημάρατος θεωρείο «εξαμηνίτης» και τα τόσο πρόωρα παιδιά τότε δεν ζούσανε. Το γεγονός ότι ήταν νόθος, πράγμα που είχε εκφράσει την άποψη αυτή και ο πατέρας του, τώρα αποκαλύπτεται και επικυρώνεται διπλά, από την ιέρεια των Δελφών, Περιάλλη, την οποία καθαιρεί το ιερατείο λέγοντας πως ο Κλεομένης την είχε χρηματίσει, αλλά κυρίως απο την ομολογία της ίδιας της μητέρας του Δημάρατου, η οποία αναγκάζεται να πει στο γιό της την αλήθεια. Ότι, ναι, ίσως τον είχε κάνει με έναν τσοπάνη που της θύμιζε έναν μυθικό ήρωα και παιδαρά, τον Αστράβακο. Ο Δημάρατος καθαιρείται ως νόθος από το βασιλικό του αξίωμα, και μη μπορώντας να σταθεί στη Σπάρτη, βρίσκεται «καρφωτός» στο περιβάλλον του Δαρείου, παίρνοντας μάλιστα την τιμητική θέση του συμβούλου και παιδαγωγού του γιού του, Ξέρξη. Προφανώς είχε ανοιχτεί κανάλι μεταξύ των «ιλουμινάτι», των φωτισμένων ιερέων των Δελφών και του επίσης φωτισμένου δεσπότη των Ζωροαστρών, Δαρείου. Οι ιλουμινάτι από τότε προκύπτει πως δεν είχανε πατρίδα, και πατρίδα έχει μόνο ο λαός. Η σύνδεση του Δελφικού μαντείου με τους Πέρσες προκύπτει ως γεγονός ηλίου φαεινότερο, τόσο από τη στάση που τήρησε στους Ελληνοπερσικούς πολέμους όσο και από το χρηματισμό των Σπαρτιατών που από μια στιγμή και ύστερα το φρόντιζε αδιαλείπτως
Κατόπιν του «πρώτου» ξεκαθαρίσματος που έκανε ο Κλεομένης στη Σπάρτη, πηγαίνει πάλι στην Αίγινα, ξανασυλλαμβάνει τους μηδίσαντες αρχηγούς της, και τους στέλνει, όχι Σπάρτη αλλά στην Αθήνα, με κίνδυνο να τους λιντσάρουν. Ο Κλεομένης δεν παίζει, ξέρει τι κάνει, επιδοτεί την Αθήνα κάνοντάς την σύμμαχο με τις Πλαταιές, δίνοντάς της και τη Σαλαμίνα. Ο κύβος για τον αυτόν έχει πια ριχτεί, καλό ήταν να μην έφταναν τα πράγματα ως εδώ, τώρα όμως που έφτασαν κάνει στρατηγικές κινήσεις. Έχει αποφασίσει με ποιους θα ταχτεί και ποιους πιθανόν θα αφήσει.
Ο Κλεομένης αποδεικνύεται ο μόνος Έλληνας με εθνική συνείδηση που έχει διαβλέψει από νωρίς τον κίνδυνο από τους Πέρσες. Γι’ αυτό και αρνήθηκε να συμπαρασταθεί στους Σκύθες που προσέτρεξαν για τη βοήθειά του στην αρχή της Σκυθικής εκστρατείας του Δαρείου, για να μην τους ερεθίσει. Όταν όμως διέκρινε την τροπή που πήραν τα πράγματα, έκανε τις επιλογές του.
Η ρήξη του Κλεομένη με τους έφορους, τη γερουσία και με το μαντείο των Δελφών, καθίσταται πια οριστική. Επιτίθεται και χτυπάει με το ραβδί του τον οποιονδήποτε που του ζητά φορτικά το λόγο των ενεργειών του και ειδικά τους έφορους τους οποίους θεωρεί ρουφιάνους μιας φοβισμένης γεροντοκρατίας, καθοδηγούμενης από μια πουλημένη ιερατική. Σύντομα βγαίνουν φήμες ότι είναι μέθυσος και έχει τρελαθεί. Για όσους όμως ξέρουν τις βαθύτερες αιτίες της επιθετικότητάς του, και ότι ο Μαρδόνιος κατεβαίνοντας να πιάσει στον ύπνο την Ελλάδα ναυάγησε στον Άθω, ο Κλεομένης αποδεικνύεται στις πράξεις του σωστός. Η Ελλάδα βρίσκεται στον ύπνο, Οι έφοροι τον παρακολουθούνε στενά, θεωρώντας τον ότι συνεργάζεται με τους εχθρούς της Σπάρτης για να καταλύσει το πολίτευμά της. Για την γερουσία είναι ένας αιρετικός, εξομώτης και επαναστάτης, με λίγα λόγια, επικίνδυνος.
Μια κάποια στιγμή, που βρίσκεται στην Αργολίδα, μια ιδιότυπη σύμμαχο και παλαιότερα εχθρό της Σπάρτης, τον καλούν για κάποιο ζήτημα στη Σπάρτη και τον συλλαμβάνουν,(490 π.Χ)  θέτοντάς τον δέσμιο σε κατ’ οίκον περιορισμό. Παράλληλα παρακολουθούν και τον άλλο βασιλιά, τον Λεωτυχίδη, τον οποίο, λόγω της καλής σχέσης που έχει με τον Κλεομένη, δεν τον εμπιστεύονται. Ας δούμε όμως την τελευταία μέρα του Κλεομένη, του μεγάλου αυτού Σπαρτιάτη βασιλιά, αιρετικού της Σπάρτης, συνθέτοντας με τη φαντασία μας τα υπαρκτά στοιχεία.
Είναι κρίμα που τόσα χρόνια οι Έλληνες ιστορικοί δεν φρόντισαν να απεγκλωβιστούν απο τον στρογγυλοποιητή Παπαρηγόπουλο και οι λόγιοι μιας κρίσιμης για τον τόπο εποχής από τον ιδεαλιστή Σικελιανό.

Σπονδή στον Κλεομένη
Από παλιά τα είχε με τους έφορους. Η αρχή είχε γίνει με τον Χίλωνα, που οι απέξω τον θεωρούσανε σοφό αλλά τους είχε πρήξει με τη μιζέρια του, με το «μη» και με το «πρέπει».
«Μην κουνάς τα χέρια σου όταν μιλάς, μη μιλάς αν δεν σκεφτείς, μην απειλείς αρμόζει σε γυναίκα(!), μην ξοδεύεσαι στο γάμο σου, να είσαι τακτικός στο σπίτι σου, να οργανώνεις τη ζωή σου, να τιμάς τις παλιές συνήθειες, να πείθεσαι στους νόμους ακόμα και όταν αδικείσαι, να σέβεσαι προπάντων τους Θεούς…»
«Άι στον κόρακα, σιγά τις σοφίες», σκεφτόταν ο Κλεομένης. «Καλά του έκανε ο Αίσωπος που τον ρώτησε, «εσύ που τα ξέρεις όλα, για πες μας τι δουλειά κάνει ο Δίας;». Και γελάει… «Και τι του απάντησε αυτός; Με το να ταπεινώνει τους περήφανους και να εξυψώνει τους ταπεινωμένους, χωρίς να σκεφτεί πως ήταν απο κούνια γεννημένος άρχοντας και ο άλλος πρώην δούλος». Και πικρογελάει.
Στο νου του έρχεται ο θάνατός του Αισώπου, που τον σκότωσαν στο Δελφικό μαντείο σαν καταχραστή και κλέφτη, δεν θέλει να το σκεφτεί, δεν μπορεί να το πιστέψει, κουνάει το κεφάλι του. «Τον φάγαν… τα λαμόγια…». Σκέφτεται τους ιερείς, που είχαν πουληθεί στο χρυσό του Κροίσου, δίνοντάς του την πρωτοκαθεδρία στους θεσμούς, στα Ίσθμια, στα Πύθια, στα Νέμεα. «Πρωτοκαθήμενος…σαν βασιλιάς των Ελλήνων, οι αχρείοι… τον πήραν όμως στο λαιμό τους, περιμένοντας, αν του έβγαινε ο πόλεμος με τους Μήδους, να του φάνε κι άλλα», εννοώντας το λάθος χρησμό που έδωσαν στον Κροίσο, έστω δισυπόστατο, για να επιτεθεί στον Κύρο.
Στο νου του περνάει όλη η ζωή του, πόνος ήτανε και δυστυχία. «Είμαι καταραμένος εκ γενετής», μονολογεί. Θυμάται τον πατέρα του που δεν ήθελε τη μάνα του, τα ετεροθαλή του αδέλφια. Τον Δωριαία, που χάθηκε πολεμώντας τους Φοίνικες. «Όχι, δεν έφταιγα εγώ, δεν ήθελα να φύγει, αυτός ήθελε να με αδικήσει και να γίνει βασιλιάς, αυτός έφταιξε».
Κατόπιν σκέφτεται τον άλλο του ετεροθαλή αδελφό, τον Λεωνίδα, που θα τον στείλουν ίσως στο θάνατο για να εξιλεώσει την πόλη από το μίασμα του φόνου των Μήδων πρεσβευτών. «Όχι, όχι, δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω, εγώ πρέπει να σκοτωθώ, εγώ που το έκανα, τον αγαπώ αυτόν και ας μη χωνεύει, του έδωσα και την κόρη μου γυναίκα…».
Σκέφτεται την κόρη του, τη Γοργώ, η οποία έκανε τα πάντα για να του απαλύνει τον πόνο του που δεν είχε γεννηθεί αγόρι. «Κι εγώ θα την κάνω χήρα…», νιώθει ένα κόμπο μέσα του. «Ναι, όχι, ναι, για τους πρέσβεις έφταιξα, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι... Είμαι καταραμένος, καταραμένος τελικά…», μονολογεί και αναστενάζει.
Μετά, σκέφτεται τον τρίτο ετεροθαλή αδελφό του, τον Κλεόμβροτο, που μόνο με τον γιο του έπαιζε και για αυτό τον είπε Παυσανία. «Όχι, όχι, δεν είναι ανία αυτό που έχει ο Κλεόμβροτος, μια χρόνια λύπη είναι, μια μόνιμη στεναχώρια, την ίδια έχω και εγώ, και όλοι μας την έχουμε… το σύστημα θα μας ξεκάνει».
Σκέφτεται την πιο μεγάλη νίκη του, τον πόλεμο με το Άργος. «Δεν έπρεπε να το κάνω… εντελώς έγινα πλέον μιαρός, εντελώς καταραμένος…». Θυμάται το πως ξεπάστρεψε τους Αργείους, έξι χιλιάδες πτώματα, δίπλα στο καμένο το άλσος του Απόλλωνα, όπου είχαν καταφύγει. «Ας μη με αμφισβητούσανε τόσο τρανταχτά», μονολογεί.
Οι Αργείοι, αμφισβητώντας τους Σπαρτιάτεςαπό τη μάχη της Θυρέας, που θεωρούσαν πως τους είχαν νικήσει, στη Σήπεια έκαναν ακριβώς ό,τι έκανε αυτός, φθάνοντας να χρησιμοποιούν στα παραγγέλματά τους, τον σαλπιγκτή του. Είπε στο στρατό του πως με το σάλπισμα για φαί, να μη διαλυθούν πολύ, και όταν διαλυθούν εκείνοι, να επιτεθούν σαν ένας τοίχος. Οι Αργείοι δεν πρόλαβαν να ανασυνταχτούν και μπήκαν τρέχοντας στο ιερό άλσος του Απόλλωνα. Τους φώναζε με δόλο ότι πλήρωσαν τα λύτρα οι δικοί τους και καθώς έβγαινε ένας ένας, τους σκότωνε. Όταν το κατάλαβαν και σταμάτησαν να βγαίνουν από το δάδος, το έκαψε, και τους έσφαζε σαν τραγιά τσουρουφλισμένα. Όλους τους σκότωσε, δεν άφησε κανέναν, στέρεψε απο αντρίκειο πληθυσμό το Άργος, σε σημείο που οι γυναίκες κατόπιν παντρευόντουσαν τους δούλους. «Όχι θα τους άφηνα… δεν μπορούσα…», μονολογεί ξανά, αλλά δεν είναι ευχαριστημένος.
Θυμάται τις Αργίτισσες, που όταν τα έμαθαν, βρήκαν με ότι βρήκαν για όπλο σαν μαινάδες, με την ποιήτρια Τερσύλλια μπροστά να τον προϋπαντήσουν που πήγαινε να μπει στην πόλη, Του φώναζαν αν είναι άντρας να τις πολεμήσει. Και τον έβριζαν, τον έβριζαν... «μα τον Δία, τι ξεστόμιζαν…», κι έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε, μη μπαίνοντας στην πόλη. Στη Σπάρτη τον ψέξανε γι’ αυτό, στο Άργος κάνανε τη φυγή του αυτή γιορτή, υβριστικά, τη λένε. «Δεν τα βάζω με γυναίκες εγώ και ιδίως με γυναίκες που αξίζουνε…». Τελικά, τις θαύμασε.
«Έμπλεξα και με τους Αθηναίους», σκέφτεται. «Ήθελα να τους φερθώ καλά ενώ έπρεπε να τους σουβλίσω… Κατέληξα ικέτης στον ναό, περίγελος στην αποχώρησή μου… Η εξουσία, ο όχλος, ο θεός, άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου…».
Όταν σκεφτόταν το μπλέξιμο με την Αθήνα γινόταν έξαλλος, αλλά είχε γίνει μια πόλη που όταν πήγαινε εκεί, ένιωθε χωριάτης. «Η Αθήνα εντέλει τα κατάφερε, όλοι εκεί συχνάζουν, ακόμα και οι τσούπρες μας οι Καρυάτιδες εκεί άρχισαν να γυροφέρνουν. Ο Χίλων να τα έβλεπε αυτά, που ήθελε τα πάντα ίδια με το τότε… Να μην πολεμάμε ιππεύοντας γιατί δεν είναι ανδρείο, να μην τοξεύουμε γιατί δεν είναι πρέπον, να λουζόμαστε πριν πολεμήσουμε για να ήμαστε καθαροί στον Άδη... Σιγά, με τέτοια μυρωδιά που βγάζουν τα χνότα μας απ’ το κρασί και την κρεμμύδα που τρώμε πριν τη μάχη, η Περσεφόνη αν με αντάμωνε θα έφευγε τρεχάλα, φωνάζοντας τη μαμά της». Σχηματίζει αυτή την εικόνα στο μυαλό του, και σαν τρελός γελάει.
Κατόπιν σοβαρεύεται και πάλι αγριεύει. «Για δυο παλιόπαιδα, για όλα φταίνε οι Γεφυραίοι και ο καταραμένος ο γλείφτης τους, ο Κυλωναγωγιάτης…» κι εννοούσε τους Αρμόδιο με Αριστογείτονα και τον Κλεισθένη που τον βάραινε το γνωστό Κυλώνειο άγος. «Θα μας καταστρέψει η Αθήνα, να το δεις, μας έκανε κουβάρι, μπλέξανε και τους Πέρσες πια μαζί, πριν με βρίζανε, τώρα με φωνάζουνε να τρέξω να τους σώσω…».
Σκέφτεται την καμένη Ερέτρια, τα αντίποινα Περσών για τη φωτιά που έβαλαν οι Ίωνες στις Σάρδεων, και κατόπιν την απόβαση τους στο Μαραθώνα. «Είναι οι Πέρσες, καθώς λένε πολλοί, πλήθος μυριάδες, παρά τα όσα ισχυριζόταν ο ηλίθιος ο Ίωνας (εννοούσε τον Αρισταγόρα) που ήρθε με τα τάλαντα να με εξαγοράσει. Τι να τα κάνω ρε τα τάλαντα, πού να τα χαλάσω, πώς να πάρω ρέστα τόσο σιδερένια και βαριά σαν αυτά που έχουμε εμείς και τόσο ευτελούς αξίας; Θα έπρεπε να τα κουβαλήσω από την Κόρινθο, με κάρο, σαν μεταλλουργός. Ο βασιλιάς της Σπάρτης ο αρχισιδηρουργός, θα μ’ έλεγαν…» και καγχάζει.
Σταματάει, ο νους του πάει αλλού και ξανασκυθρωπιάζει. «Έπρεπε να τα βρω εν τάχει με τους γείτονες, να καταλύσω το πολίτευμα, ν’ αλλάξουνε οι νόμοι, να κάνουμε ιππικό όπως οι Θεσσαλοί, τοξότες όπως οι Θρακιώτες, να γίνουμε ένας λαός και να προκόψουμε, να μάθουμε και άλλα γράμματα, να μη ζούμε σαν τ’ αγρίμια…». Βλέπει από μια τρύπα της οροφής τα ολόγιομο φεγγάρι και αφήνει ένα παρατεταμένο ουρλιαχτό, σαν αυτό του λύκου.
«Λυκούργε…», μονολογεί, «το τίμησες το όνομά σου, μας έκανες εντέλει λύκους...» και προσθέτει αμέσως «λύκους και σκύλους του μαντείου των Δελφών…».
Σκέφτεται τον άλλο βασιλιά, τον Δημάρατο, που έφυγε με δάκρυα στα μάτια και τον πιάνουν τύψεις. «Όχι, όχι, δεν φταίω εγώ…», μονολογεί, «δεν φταίω εγώ, ας μη με ρουφιάνευε για να κάνει τον καλό στους έφορους, που για να τον γλιτώσουν μηχανεύτηκαν τον χρησμό να πάρουν, ευτυχώς όμως που τους πρόλαβα και τους τα έριξα… την πλήρωσε όμως αυτή η φουκαριάρα…».
Σκέφτεται τη «φουκαριάρα», την Πυθία Περιάλλη, που την καθαίρεσαν γιατί τάχα την είχε χρηματίσει για να βγάλει νόθο τον Δημάρατο. Ενίσταται. «Ποιος, εγώ; Ένας Κλεομένης; Αφού το είχε παραδεχτεί ρε η ίδια η μάνα του, ψεύτες, πουλημένοι, κήρυκες ενός φιλότρωα, ενός ανθέλληνα θεού». Σκέφτεται τι είπε… Αρχίζει να κρυώνει. «Όλα πια χάθηκαν, τελείωσαν», μονολογεί, «χωρίς πατρίδα είμαι, χωρίς φίλους και θεό…» και αρχίζει σιγανά να κλαίει.
Είχε να νιώσει έτσι από μικρό παιδί, από τότε που τον πρωτομαστίγωσαν για ν’ αντέχει πόνους, είχε να νιώσει τέτοιο κενό από μικρό παιδί, από τότε που σκότωσε τον δούλο στην κρυπτεία, είχε να νιώσει έτσι... Πάει να σκουπιστεί, δεν μπορεί, βρίσκεται δεμένος. «Τι κάνω, κλαίω εγώ; Ένας Κλεομένης; Πως με κατάντησες θεέ… Το κλέος μου έγινε κλάμα», λέει από μέσα του. «Είμαι άντρας ρε εγώ», είναι άντρας,…» φωνάζει.
Κατόπιν σωπαίνει. Κοιτάζει με βλέμμα απλανές, προς την οροφή, επάνω.
Σε λίγο φωνάζει «ανοίξτε, ρε…»
Κανείς δεν έρχεται… Ουρλιάζει.
Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ένας φύλακας.
«Λύσε με ρε…» του λέει.
«Δεν μπορώ, βασιλιά, μου είπαν δεμένο να σε φυλάω».
«Λύσε με ρε, γιατί όταν με λύσουνε πρώτο θα σε σφάξω… λύσε, κι αν φοβάσαι κλείδωσε, θέλω να κατουρήσω».
Ο φύλακας το σκέφτεται, τον συμπαθεί στο βάθος… στα πόδια του έχει αλυσίδες. Του χαλαρώνει τα σκοινί στα χέρια βιαστικά, βγαίνει και κλειδώνει.
Δεν περνάει πολύς χρόνος, και μερικές σιλουέτες έρχονται προς το μέρος που βρίσκεται ο φύλακας, καθισμένος με έναν άλλο φύλακα παρέα. Είναι οι 5 έφοροι και ο μεγάλος γέρος, ο αρχηγός της γερουσίας. Περνάνε βλοσυροί κουνώντας το κεφάλι τους και κατευθύνονται προς την καλύβα.
«Τον έχω κλειδωμένο… το κλειδί…», φωνάζει ο φύλακας και τρέχει να το δώσει. «του έλυσα τα χέρια για…»
«Καλά, καλά… φύγε», του απαντά ο γέρος καθώς παίρνει το κλειδί και προχωράει με τους άλλους. Ξεκλειδώνει, και μπαίνουν όλοι στην καλύβα του Κλεομένη.
Σε λίγο περίεργοι θόρυβοι ακούγονται από μέσα, πνιχτές φωνές και βογγητά.
Οι επισκέπτες σε λίγο βγαίνουν, και χάνονται όπως ήλθαν, σαν μαύρες σιλουέτες στο σκοτάδι.
Την ώρα εκείνη, ένας γέρος έρχεται, κουτσαίνοντας, κρατώντας μια κανάτα με δυο κούπες.
«Τον άκουσα που φώναζε και του έφερα να πιει κρασί, τον ηρεμεί, δώστε του, κάντε μου τη χάρη.... Πιείτε και εσείς, είναι καλό, ανέρωτο, του τόμαθαν οι Σκύθες, πάρτε, μην φοβάστε, μου έχει πει σαν πίνει πάντα να κερνάω».
Οι φύλακες τον κοιτάνε σιωπηλά, ο γέρος συνεχίζει, μάλλον θυμωμένα.
«Εγώ ο είλωτας λέω προς εσάς τους είλωτες. Δώστε του να πιεί και κάντε μια σπονδή, σας λέω, είναι ένας που αξίζει».
«Εντάξει, μας έπεισες παππού, μα για πες μας, ο βασιλιάς είναι μέθυσος ή έχει τρελαθεί» ο ένας φύλακας ρωτάει.
«Τίποτα, τα έχει τετρακόσια» ο γέρος απαντάει καθώς του γεμίζει το ποτήρι.
Ο άλλος φύλακας, παίρνει την κανάτα και κατευθύνεται στην καλύβα. Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη, με απάνω το κλειδί, τη σπρώχνει σιγανά και κοιτάζει μέσα. Στο τρεμάμενο φως του λυχναριού, αυτό που βλέπει τον παγώνει. Ο Κλεομένης κείται χάμω και ψυχορραγεί, κατακρεουργημένος, το αίμα τρέχει ποτάμι γύρω του από παντού, ενώ στο χέρι του κοντά, σαν πεταμένο βρίσκεται, ένα μικρό μαχαίρι.
«Ευοί - ευάν, Κλεόμενες», εκείνη τη στιγμή, ο άλλος φύλακας φωνάζει.
Ευοί - ευάν, Κλεόμενες, φωνάζουμε κι εμείς, από τους κίονες τους Δωρικούς της γης της τραγωδίας. Οι από Ελλάδα μελλοθάνατοι υψώνουν το ποτήρι τους και σε χαιρετάνε.

________________


Πληροφοριακά στοιχεία
Βάση
Γλυκοφρύδης Σωτ., 6ος π.Χ. αιώνας (εκδ. Αλκυών)
Πηγές για το συγκεκριμένο κείμενο
Ηρόδοτος, Ιστορία των Περσικών πολέμων (εκδ. Ωκεανίδα)
Cartledge Paul, Οι Σπαρτιάτες (εκδ. Λιβάνη)
Olmstead Α.Τ., Ιστορία της Περσικής αυτοκρατορίας (Εκδ. Οδυσσέας)
Burry & Meiggs, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος (Εκδ. Καρδαμίτσα)
Αριστοτέλης, Πολιτικά (εκδ. Οδ. Χατζόπουλος)
Θουκιδίδης, Ξυγγραφή (εκδ. Ανατ. Ολυμπία)
Ξενοφών, Λακεδαιμονίων Πολιτεία (εκδ. Ζήτρος)
Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων (εκδ. Γεωργιάδης)
Παυσανίας, Κορινθιακά, Αττικά, Λακωνικά (εκδ. Πάπυρος)
Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι (εκδ. Πάπυρος)
Σταγειρίτης Αθαν., Ωγυγία ή αρχαιολογία (εκδ. Ελεύθερη Σκέψις)
Παπαρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδ. Ελευθερουδάκης)
Αντωνιάδης Αντ., Δελφοί, οι πολιτικοί σχεδιασμοί του ιερατείου (εκδ. Αγνωστο)
Asimov Isaac, To χρονικό του Κόσμου (Παν/μιακές εκδ. Κρήτης)
Βλάχος Αγγ., Πεισίστρατος ο φιλοπρώτος (εκδ. Εστία)
Braudel & Duby, H Mεσόγειος (εκδ. Αλεξάνδρεια)
Dihle Alb., Οι Έλληνες και οι ξένοι (εκδ. Οδυσσέας)
Εγκυκλοπαιδικό λεξικό, Ελευθερουδάκης
Μεχτίδης Π., Ιωνία (εκδ. Βάνιας)
Νικόλτσης Βασ., Περί καταγωγής (εκδ. Γεωργιάδης)
Άρθρα, Περιοδικό Ιχώρ
Τουλουμάκος Ιω., Τρόποι ζωής και χιούμορ των Αρχ. Ελλήνων (εκδ. Ζήτρος)
Vantia B.P., Οι διδασκαλίες του Ζωροάστρη απο τη Zend Avesta (εκδ. Κέδρος)
Διαδίκτυο, Wikipedia και παραπομπές



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου