ΤΟ "ΚΛΙΚ" ΜΙΑΣ ΣΤΙΓΜΗΣ

.


Η καλογυαλισμένη BMW των 250 κε με το καλάθι, σταμάτησε μπροστά στο μνημείο του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα δίπλα στην εθνική οδό.

Πρώτα το παγούρι με το νερό σηκώθηκε πάνω από τα πλαστικά ποτήρια ,για να δροσίσει τα χείλη των επιβατών της.

Το βρέξιμο του χεριού τους , έδωσε το απαλό χάδι στα πρόσωπα τους που ήταν στεγνά από τον αέρα του ταξιδιού.

Ο πατέρας, άρχισε να δείχνει το ψηφιδωτό του μνημείου στο γιό του και να τον ρωτά, αν θυμάται ποιος ήταν ο Αθανάσιος Διάκος.

Ο γιος κοιτούσε το ηρώο και ενώ σκεφτόταν με παιδική απορία «πως το έφτιαξαν ρε γαμώτο» το ψηφιδωτό με τις πέτρες, είπε μερικά που θυμόταν σαν να τον εξέταζε ο δάσκαλος.

Από το ταξίδι και τη διαδρομή κυριαρχούσε περισσότερο στο μυαλό του , ο πόθος να φτάσουν στο χωριό τους ... άλλωστε του έφερναν δυσφορία οι δασκαλίστικες εξετάσεις.

Η μάνα, τους είπε να σταθούν μπροστά στο μνημείο, να τους βγάλει μια φωτογραφία.

Πάντα οι φωτογραφίες κατέγραφαν τις εκδρομικές στιγμές της οικογένειας μέσα από το τετράγωνο κουτί της Kodak με το μεγάλο αρνητικό.

Στάθηκε η μητέρα απέναντι τους και έφερε τη μηχανή στο ύψος της μέσης, ώστε να βλέπει εστιασμένα από το παραθύρι με το οβάλ κάτοπτρο το κάδρο της φωτογραφίας.

«Ακούνητοι» φώναξε, και το κλείστρο ακούστηκε να φυλακίζει μέσα στο κουτί μια στιγμή από την πάλη που είχε το φως με το σκοτάδι … την πάλη της μνήμης με τη λήθη.

Μια στιγμή ήταν, που δεν την κατάλαβε κανείς πόσο γρήγορα πέρασε.

Πάντα θέλουμε να φύγουμε από την στιγμή … γιατί πάντα έχουμε «στόχο».

Στους συγκεκριμένους ταξιδιώτες της μικρής μας ιστορίας, ο στόχος ήταν να φτάσουν στο δυσπρόσιτο χωριό τους, εκείνες τις ζεστές μέρες του ’66 από την μακρινή τότε Αθήνα με την θολή και απροσδιόριστη ανάπτυξη του χαρακτήρα της.

Ήταν η εποχή της «σφιγμένης» ευγένειας και της γενικότερης κοινωνικής και πολιτικής φοβίας των ανθρώπων στα χαμόγελα τους.

Το αρνητικό με το κλικ, κράτησε μια ολόκληρη σημειολογία εποχής ακόμη και για τον συγκρατημένο αυθορμητισμό των σχέσεων στην πόζα πατέρα και γιού.

Γρήγορα μπήκε ο γιος στο καλάθι της μαύρης BMW, με τον πατέρα να κάνει την γνώριμη κίνηση με το πόδι στο λεβιέ που έβαζε μπροστά.

Ο ήχος από το μπάσο σκάσιμο των πιστονιών της μηχανής άφησε τη μυρωδιά της βενζίνης πάνω τους και η μητέρα έδεσε καλά το μαντήλι στο κεφάλι της και έκατσε με τον γυναικείο τρόπο προς τα μέσα της μηχανής πάνω στη σέλα.

Το μαρσάρισμα έβαλε στον ζεστό δρόμο τη μηχανή να σχίζει τον αέρα που έπαιζε μαζί τους (πάντα κόντρα στην πορεία τους), με τα μαλλιά και τα μάτια τους.

Το τετράγωνο κουτί της Kodak κράτησε μέσα του μια στιγμή μονάχα.

Ποιος έδινε εκείνη την ώρα σημασία σε μια μικρή στιγμή… πάντα έχουν «τα σπουδαία» οι άνθρωποι μπροστά τους (σκέφτονται)…

Τώρα που δεν πρόκειται να ξανακουστεί το σκάσιμο της μηχανής με την χαρακτηριστική μυρωδιά και σίγουρα δεν υπάρχουν οι στόχοι των επιβατών εκείνης της εκδρομής… ίσως η στιγμή που ακούστηκε ένα απλό κλικ , να έχει πιο πολλά να πει από όσα νόμιζαν …

Αυτή η μικρή πόζα στο φακό , άφησε την διαδρομή μετέωρη και ίσως να συνεχίζεται ακόμη … προς το στόχο της «Ιθάκης» του παρατηρητή…

Γνωστού και ξένου… (παρατηρητή) που δεν βλέπει τις στιγμές του… για τα «σπουδαία» των στόχων του… ακόμη και τώρα που διαβάζει αυτές τις αράδες με τα ταιριασμένα γράμματα σε σκέψεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια: