.
Το χωριό μας διαθέτει χείμαρρους κάτω από μια οργιώδη βλάστηση, που φτιάχνουν σκιερές διαδρομές για κάθε ζωντανό που θέλει να κυκλοφορεί αθέατο.
Τα μαρμάρια (ψαμμιτικά πετρώματα) είναι λειασμένα από την ροή του νερού και σχηματίζουν συνήθως μια καθαρή (στο χρώμα του τσιμέντου) βάση κάτω από την παχιά σκιά της βλάστησης στις ρεματιές.
Σε μια τέτοια είσοδο ρεματιάς στέκονταν (κάποτε) τα φιλαράκια του χωριού και συζητούσαν μεταξύ τους τις δυνατότητες να αποδείξουν την ανδρεία τους μέσα από ένα πέρασμα, κάτω από τον άγνωστο δρόμο του χειμάρρου.
«Μπορείς να μπεις από εδώ και να βγεις εκεί πάνω;» ήταν το στοίχημα της πρόκλησης που έβαζαν στον εαυτό τους.
Αρκετή ώρα σπαταλήθηκε σε κουβέντες που μέσα τους είχαν κρυμμένο το φόβο αυτής της δράσης , έστω και αν τα θαρραλέα λόγια τους τόνιζαν την ανδρεία κάθε μικρού εξερευνητή.
Κάποια στιγμή όμως τα λόγια τελειώνουν και αποφασίζεις που θα στείλεις το βήμα σου.
Έτσι το γόητρο του επιζητούμενου «άντρα» κυριάρχησε στην απόφαση κάθε ενός.
Ένας - ένας έμπαινε σε ότι δεν ήξερε, για να νοιώσει κάτι που δεν ήταν αναγκαίο στην ιδιότητα του «άντρα», αλλά για κάποιο λόγο ήταν απαραίτητο στο μυαλό του.
Όσο κρατούσε η επαφή με το φωτεινό τμήμα της εισόδου, τα πράγματα ήσαν υποφερτά.
Από ένα σημείο και μετά τα λόγια που είχαν προηγηθεί για λύκους, αλεπούδες, φίδια, και κάθε λογής άγριο ζώο, στις αφηγήσεις τους πριν την είσοδο, έκαναν τις λιγοστές τρίχες των χεριών τους να σηκωθούν και τα μελίγγια τους να έχουν ένα συνεχές σφύριγμα.
«Τι το θελα ο μαλάκας» ήταν τα λόγια που θυμάμαι να ξεστόμισα χωρίς να έχω την παραμικρή επιλογή να γυρίσω πίσω , σερνόμενος στα πυκνά κλαδιά και στα νεροφαγώματα του χειμάρρου.
Τίποτε δεν υπήρχε που να μην το έπιαναν οι «κεραίες» της όσφρησης , της ακοής ή της όρασης σε μια αυτοσυγκέντρωση τελετουργική και με ένα βήμα κάπως επιταχυμένο.
Τα λίγα λεπτά που κράτησε αυτή η περιήγηση του φόβου μέσα μας, διατήρησε το μούδιασμα στο σώμα μας και τον ήχο στα μηλίγγια για αρκετή ώρα μετά την επιστροφή στην ασφάλεια του τοπίου.
Ακούστηκαν μερικές σκόρπιες κρίσεις όπως «δεν ήταν τίποτα ρε» , αλλά η γενικότερη σιωπή όλων άλλα μαρτυρούσε.
Χρόνια τώρα θυμάμαι αυτή την παιδική διαδρομή μέσα από τον Άδη των φόβων μου.
Πόσες φορές στη ζωή μου μπήκα σε σκοτεινές διαδρομές επιλογών μου… μπορεί η ατάκα που είχα πει τότε να επαναλήφθηκε αρκετές φορές , αλλά η επιθυμία να περάσω το βίωμα ζύγιαζε περισσότερο κάθε φορά.
Ένα τεράστιο κομμάτι μου πάντα έλεγε και λέει… «θέλω να ξέρω», όμως η γοητεία βρίσκεται στο να -βλέπεις- μέσα από το άγνωστο …
Άλλωστε η πολυπόθητη λέξη «παγίδα» που γεμίζει τα κρεβάτια των ψυχολόγων και τα φοβισμένα βλέμματα των ανθρώπων… είναι η «ασφάλεια».
Τώρα… άμα πήγαινα ξανά (έστω και αν είμαι λιγότερο εύκαμπτος), θα διάλεγα την ίδια ατάκα εκφράζοντας την απλά πριν την είσοδο μου.
Ποτέ δεν έχουμε την ίδια αίσθηση σε ότι έχουμε κατακτήσει…
Πάντα κάτι άλλο γνωρίζουμε ως «μαθητές» δια βίου εκπαιδευόμενοι…
Το χωριό μας διαθέτει χείμαρρους κάτω από μια οργιώδη βλάστηση, που φτιάχνουν σκιερές διαδρομές για κάθε ζωντανό που θέλει να κυκλοφορεί αθέατο.
Τα μαρμάρια (ψαμμιτικά πετρώματα) είναι λειασμένα από την ροή του νερού και σχηματίζουν συνήθως μια καθαρή (στο χρώμα του τσιμέντου) βάση κάτω από την παχιά σκιά της βλάστησης στις ρεματιές.
Σε μια τέτοια είσοδο ρεματιάς στέκονταν (κάποτε) τα φιλαράκια του χωριού και συζητούσαν μεταξύ τους τις δυνατότητες να αποδείξουν την ανδρεία τους μέσα από ένα πέρασμα, κάτω από τον άγνωστο δρόμο του χειμάρρου.
«Μπορείς να μπεις από εδώ και να βγεις εκεί πάνω;» ήταν το στοίχημα της πρόκλησης που έβαζαν στον εαυτό τους.
Αρκετή ώρα σπαταλήθηκε σε κουβέντες που μέσα τους είχαν κρυμμένο το φόβο αυτής της δράσης , έστω και αν τα θαρραλέα λόγια τους τόνιζαν την ανδρεία κάθε μικρού εξερευνητή.
Κάποια στιγμή όμως τα λόγια τελειώνουν και αποφασίζεις που θα στείλεις το βήμα σου.
Έτσι το γόητρο του επιζητούμενου «άντρα» κυριάρχησε στην απόφαση κάθε ενός.
Ένας - ένας έμπαινε σε ότι δεν ήξερε, για να νοιώσει κάτι που δεν ήταν αναγκαίο στην ιδιότητα του «άντρα», αλλά για κάποιο λόγο ήταν απαραίτητο στο μυαλό του.
Όσο κρατούσε η επαφή με το φωτεινό τμήμα της εισόδου, τα πράγματα ήσαν υποφερτά.
Από ένα σημείο και μετά τα λόγια που είχαν προηγηθεί για λύκους, αλεπούδες, φίδια, και κάθε λογής άγριο ζώο, στις αφηγήσεις τους πριν την είσοδο, έκαναν τις λιγοστές τρίχες των χεριών τους να σηκωθούν και τα μελίγγια τους να έχουν ένα συνεχές σφύριγμα.
«Τι το θελα ο μαλάκας» ήταν τα λόγια που θυμάμαι να ξεστόμισα χωρίς να έχω την παραμικρή επιλογή να γυρίσω πίσω , σερνόμενος στα πυκνά κλαδιά και στα νεροφαγώματα του χειμάρρου.
Τίποτε δεν υπήρχε που να μην το έπιαναν οι «κεραίες» της όσφρησης , της ακοής ή της όρασης σε μια αυτοσυγκέντρωση τελετουργική και με ένα βήμα κάπως επιταχυμένο.
Τα λίγα λεπτά που κράτησε αυτή η περιήγηση του φόβου μέσα μας, διατήρησε το μούδιασμα στο σώμα μας και τον ήχο στα μηλίγγια για αρκετή ώρα μετά την επιστροφή στην ασφάλεια του τοπίου.
Ακούστηκαν μερικές σκόρπιες κρίσεις όπως «δεν ήταν τίποτα ρε» , αλλά η γενικότερη σιωπή όλων άλλα μαρτυρούσε.
Χρόνια τώρα θυμάμαι αυτή την παιδική διαδρομή μέσα από τον Άδη των φόβων μου.
Πόσες φορές στη ζωή μου μπήκα σε σκοτεινές διαδρομές επιλογών μου… μπορεί η ατάκα που είχα πει τότε να επαναλήφθηκε αρκετές φορές , αλλά η επιθυμία να περάσω το βίωμα ζύγιαζε περισσότερο κάθε φορά.
Ένα τεράστιο κομμάτι μου πάντα έλεγε και λέει… «θέλω να ξέρω», όμως η γοητεία βρίσκεται στο να -βλέπεις- μέσα από το άγνωστο …
Άλλωστε η πολυπόθητη λέξη «παγίδα» που γεμίζει τα κρεβάτια των ψυχολόγων και τα φοβισμένα βλέμματα των ανθρώπων… είναι η «ασφάλεια».
Τώρα… άμα πήγαινα ξανά (έστω και αν είμαι λιγότερο εύκαμπτος), θα διάλεγα την ίδια ατάκα εκφράζοντας την απλά πριν την είσοδο μου.
Ποτέ δεν έχουμε την ίδια αίσθηση σε ότι έχουμε κατακτήσει…
Πάντα κάτι άλλο γνωρίζουμε ως «μαθητές» δια βίου εκπαιδευόμενοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.