(Δεν συντάχθηκε - αναρτήθηκε τυχαία στις 4 Οκτωβρίου ‘09)
Το απόγευμα όταν ο ήλιος έπαιρνε το δρόμο του πίσω από τα δαντελωτά βράχια των Οντρίων, άκουγες πολλά κουδούνια να πλησιάζουν προς το μέρος σου.
Σε όλα τα στενά περάσματα του χωριού έβλεπες νωχελικές αγελάδες και μοσχαράκια να πηγαίνουν ανεξάρτητα σε ένα προορισμό το κάθε ζώο μόνο του.
Κάποια στιγμή έφτανε καθένα στην εξώπορτα του ιδιοκτήτη του και περίμενε μέχρι να του ανοίξουν. Στη συνέχεια κατευθυνόταν στο στάβλο που συνήθως ήταν δίπλα στο σπίτι.
Μπορεί να ήσαν λίγο διαφορετικά τα πέτρινα δρομάκια του χωριού από την χαρακτηριστική οσμή της σβουνιάς (περιττώματα), αλλά πιστέψτε με ότι είναι χειρότερη η εξάτμιση από το μαρσάρισμα του αυτοκινήτου με το ηχοσύστημα της μπιτάτης αποχαύνωσης.
Το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό μας (όπως σε όλη την ξεχασμένη Ελλάδα) ήρθε γύρω στο '70 και μαζί του πήρε σιγά -σιγά την αγροτική οικονομία (χωρίς να φταίει αυτό) φέρνοντας τις «ευκαιρίες» από την αστική οικονομία.
Κανένας δεν πίστεψε ότι η ζωή του ανθρώπου μπορεί να υπάρξει σύγχρονη και σε μια αγροτική οικονομία…γιατί ο αγρότης ήταν ταυτόσημος με την ταλαιπωρία.
Η πολιτεία με τους εκφραστές της δεν μπόρεσαν να αναπαράγουν άλλο μοντέλο, εκτός από αυτό που είχαν διδαχθεί ως τρόπο ζωής.
Οι πάντες αγάπησαν την επαρχία , αλλά μια αγάπη που είχε μεγαλύτερη ομοιότητα με τον πληρωμένο έρωτα παρά με μια ουσιαστική σχέση ερωτικής συνύπαρξης .
Κάποτε μιλώντας σε ένα παγκόσμιο συνέδριο για τους νέους κτηνοτρόφους, δεν θέλησα να περιγράψω την Ελληνική κατάντια με νούμερα και ποσοστά επί της παραγωγής, αλλά με ένα ερώτημα.
Πως ένα κοινωνικό σύστημα θα κρατήσει τον κόσμο με αξιοπρέπεια και ενδιαφέρον στην πρωτογενή παραγωγή , όταν για δεκαετίες η εικόνα του χωριάτη, ήταν σύμφυτη με τον ανόητο και οπισθοδρομικό χαρακτήρα που τον ενσάρκωνε (ο ταλαντούχος κατά τα άλλα) κωμικός Χατζηχρήστος;
Θα πήγαινε ποτέ κανείς να λειτουργήσει ένα τρόπο ζωής που το σύνολο της κοινωνίας κατά ομολογία τον απαξιώνει;
Θα άφηνε κανείς τα παιδιά του να λοιδορούνται από την αστική κουλτούρα;
Δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο σε άλλες χώρες όπως είναι η Αμερικάνικη Δύση, που η κουλτούρα του εκτροφέα είναι ντυμένη με μύθους και με λογοτεχνία ή ακόμη και με αξιόλογη μουσική.
Βέβαια η Ελλάδα στην πολιτική της διαδρομή με την ίδρυση του νέου κράτους της, απέκτησε μια ταυτότητα που χρησιμοποιούσε φράκο με φουστανέλα στο ίδιο κουστούμι.
Αυτή η σύγχυση με σύγχρονα «ενδυματολογικά» χαρακτηριστικά πλέον, βρίσκεται ακόμη και σήμερα στη σκέψη των πολιτών της.
Είμαστε πια λαός της «ευκαιρίας» και αυτό έχει κόστος στο αύριο.
Ευκαιρία έψαχναν στο φιάσκο του Χρηματιστηρίου εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι λίγο παλιότερα για να μη ξεχνάμε… και ακόμη την ευκαιρία λειτούργησε το κρατικό – ιδιωτικό κατεστημένο στο χορό των οικοπέδων του «Θεού» λίγο πιο πρόσφατα.
Πάντως τα κουδούνια από τις αγελάδες στα δρομάκια του χωριού σώπασαν για πάντα.
Μαζί με αυτά έσβησε και η όποια αγροτική οικονομία υπήρχε στα προαιώνια μονοπάτια της δυτικής Μακεδονίας.
Το τι παθαίνουν Πόλεις – Κράτη που δεν παράγουν και ερημώνουν … είναι κάτι που όποιος έχει την στοιχειώδη παιδεία θα το βρει στην ιστορία.
Οι αστοιχείωτοι απλά θα το βιώσουν ως ο Επιμηθέας…
Στο ερώτημα αν είναι αναστρέψιμη η κατάντια του θανάτου μιας ιστορίας μέσα στην ευτέλεια, θα απαντήσω Ναι.
Ένα όμως χρειάζεται !
Να υπάρξουν άνθρωποι που μέσα από την πλάνη τους θα ξυπνήσουν με δημιουργικές τύψεις.
Δεν αξίζει να είμαστε ιδιοκτήτες σπιτιού που καταρρέει και σίγουρα κάποιοι άλλοι θα σηκώσουν το δικό τους πολιτισμικό οικοδόμημα… δηλαδή την Παιδεία τους!
Δεν είναι τιμή να γίνουμε θυρωροί ξένου οικοδομήματος, στη γη των προγόνων μας…
Βέβαια αυτός ο Λουδοβίκος (ο δέκα τέσσερα) , έκανε όλη τη ζημιά και νομίζω ότι τον έχουν πρότυπο οι περισσότεροι πολίτες (πιο σωστό είναι να πω ιδιώτες) αυτής της χώρας.
Τι έλεγε για την ματαιότητα της ζωούλας του;
- « Το κράτος , είμαι εγώ» (L'État, c'est moi) …Μετά από μένα το Χάος !
Το απόγευμα όταν ο ήλιος έπαιρνε το δρόμο του πίσω από τα δαντελωτά βράχια των Οντρίων, άκουγες πολλά κουδούνια να πλησιάζουν προς το μέρος σου.
Σε όλα τα στενά περάσματα του χωριού έβλεπες νωχελικές αγελάδες και μοσχαράκια να πηγαίνουν ανεξάρτητα σε ένα προορισμό το κάθε ζώο μόνο του.
Κάποια στιγμή έφτανε καθένα στην εξώπορτα του ιδιοκτήτη του και περίμενε μέχρι να του ανοίξουν. Στη συνέχεια κατευθυνόταν στο στάβλο που συνήθως ήταν δίπλα στο σπίτι.
Μπορεί να ήσαν λίγο διαφορετικά τα πέτρινα δρομάκια του χωριού από την χαρακτηριστική οσμή της σβουνιάς (περιττώματα), αλλά πιστέψτε με ότι είναι χειρότερη η εξάτμιση από το μαρσάρισμα του αυτοκινήτου με το ηχοσύστημα της μπιτάτης αποχαύνωσης.
Το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό μας (όπως σε όλη την ξεχασμένη Ελλάδα) ήρθε γύρω στο '70 και μαζί του πήρε σιγά -σιγά την αγροτική οικονομία (χωρίς να φταίει αυτό) φέρνοντας τις «ευκαιρίες» από την αστική οικονομία.
Κανένας δεν πίστεψε ότι η ζωή του ανθρώπου μπορεί να υπάρξει σύγχρονη και σε μια αγροτική οικονομία…γιατί ο αγρότης ήταν ταυτόσημος με την ταλαιπωρία.
Η πολιτεία με τους εκφραστές της δεν μπόρεσαν να αναπαράγουν άλλο μοντέλο, εκτός από αυτό που είχαν διδαχθεί ως τρόπο ζωής.
Οι πάντες αγάπησαν την επαρχία , αλλά μια αγάπη που είχε μεγαλύτερη ομοιότητα με τον πληρωμένο έρωτα παρά με μια ουσιαστική σχέση ερωτικής συνύπαρξης .
Κάποτε μιλώντας σε ένα παγκόσμιο συνέδριο για τους νέους κτηνοτρόφους, δεν θέλησα να περιγράψω την Ελληνική κατάντια με νούμερα και ποσοστά επί της παραγωγής, αλλά με ένα ερώτημα.
Πως ένα κοινωνικό σύστημα θα κρατήσει τον κόσμο με αξιοπρέπεια και ενδιαφέρον στην πρωτογενή παραγωγή , όταν για δεκαετίες η εικόνα του χωριάτη, ήταν σύμφυτη με τον ανόητο και οπισθοδρομικό χαρακτήρα που τον ενσάρκωνε (ο ταλαντούχος κατά τα άλλα) κωμικός Χατζηχρήστος;
Θα πήγαινε ποτέ κανείς να λειτουργήσει ένα τρόπο ζωής που το σύνολο της κοινωνίας κατά ομολογία τον απαξιώνει;
Θα άφηνε κανείς τα παιδιά του να λοιδορούνται από την αστική κουλτούρα;
Δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο σε άλλες χώρες όπως είναι η Αμερικάνικη Δύση, που η κουλτούρα του εκτροφέα είναι ντυμένη με μύθους και με λογοτεχνία ή ακόμη και με αξιόλογη μουσική.
Βέβαια η Ελλάδα στην πολιτική της διαδρομή με την ίδρυση του νέου κράτους της, απέκτησε μια ταυτότητα που χρησιμοποιούσε φράκο με φουστανέλα στο ίδιο κουστούμι.
Αυτή η σύγχυση με σύγχρονα «ενδυματολογικά» χαρακτηριστικά πλέον, βρίσκεται ακόμη και σήμερα στη σκέψη των πολιτών της.
Είμαστε πια λαός της «ευκαιρίας» και αυτό έχει κόστος στο αύριο.
Ευκαιρία έψαχναν στο φιάσκο του Χρηματιστηρίου εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι λίγο παλιότερα για να μη ξεχνάμε… και ακόμη την ευκαιρία λειτούργησε το κρατικό – ιδιωτικό κατεστημένο στο χορό των οικοπέδων του «Θεού» λίγο πιο πρόσφατα.
Πάντως τα κουδούνια από τις αγελάδες στα δρομάκια του χωριού σώπασαν για πάντα.
Μαζί με αυτά έσβησε και η όποια αγροτική οικονομία υπήρχε στα προαιώνια μονοπάτια της δυτικής Μακεδονίας.
Το τι παθαίνουν Πόλεις – Κράτη που δεν παράγουν και ερημώνουν … είναι κάτι που όποιος έχει την στοιχειώδη παιδεία θα το βρει στην ιστορία.
Οι αστοιχείωτοι απλά θα το βιώσουν ως ο Επιμηθέας…
Στο ερώτημα αν είναι αναστρέψιμη η κατάντια του θανάτου μιας ιστορίας μέσα στην ευτέλεια, θα απαντήσω Ναι.
Ένα όμως χρειάζεται !
Να υπάρξουν άνθρωποι που μέσα από την πλάνη τους θα ξυπνήσουν με δημιουργικές τύψεις.
Δεν αξίζει να είμαστε ιδιοκτήτες σπιτιού που καταρρέει και σίγουρα κάποιοι άλλοι θα σηκώσουν το δικό τους πολιτισμικό οικοδόμημα… δηλαδή την Παιδεία τους!
Δεν είναι τιμή να γίνουμε θυρωροί ξένου οικοδομήματος, στη γη των προγόνων μας…
Βέβαια αυτός ο Λουδοβίκος (ο δέκα τέσσερα) , έκανε όλη τη ζημιά και νομίζω ότι τον έχουν πρότυπο οι περισσότεροι πολίτες (πιο σωστό είναι να πω ιδιώτες) αυτής της χώρας.
Τι έλεγε για την ματαιότητα της ζωούλας του;
- « Το κράτος , είμαι εγώ» (L'État, c'est moi) …Μετά από μένα το Χάος !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.