Δουλεύοντας στην “Φαύστα” του Μπόστ

.




Θα σας μιλήσω για την Φαύστα του Μπόστ.
Στη ζωή μου έχω αποφασίσει τη σκέψη μου να την χαρίζω στα γεννήματα της καθημερινής ζωής που προκύπτουν.  Έτσι η επιλογή της Φαύστας δεν είναι προϊόν μιας χαριτωμενιάς για να δείξω τις γνώσεις που διαθέτω αναζητώντας το «Δοξάστε με».  Άλλωστε «μεταξύ» μας όποιος κομπάζει για προσωπική εποπτεία πάνω στη γνώση κουβαλά το καμαρωτό διάδημα της βλακείας  στο μέτωπο, αθέατο από τα μάτια του.

Έτυχε λοιπόν να βρεθώ μέσα στο κείμενο του θεατρικού έργου Φαύστα του Κωνσταντινουπολίτη Μέντη Μποστατζόγλου, συμμετέχοντας εμβόλιμα προς αντικατάσταση ενός ρόλου μια και υπήρχε πρόβλημα εξυπηρέτησης όλων των παραστάσεων από τον ηθοποιό.
Τώρα το πώς το αποφάσισα μια και είχα κατασταλάξει μετά από δώδεκα χρόνια αποχής από το σανίδι ότι θα υπηρετώ μόνο σκηνογραφικά ως συντελεστής το αγαπημένο μου θέατρο, είναι μια άλλη υπόθεση που δεν ανήκει στην παρούσα ροή του λόγου.
Σημασία έχει πως βρέθηκα μέσα στην καρδιά του κειμένου, αφήνοντας τον εαυτό μου να ζήσει σε μια αθέατη συντροφιά με τον Μπόστ ,δίπλα στη  συγγραφική του διάθεση που χάραξε με λεκτικές κονδυλιές τις σκηνές του έργου.


Την Τέχνη της θεατρικής γραφής, μπορούμε να την πλησιάσουμε μέσα από την βιβλιογραφία και να συνδέσουμε τις επιρροές του συγγραφέα με το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον της εποχής του. Αυτό ξέρουν να το κάνουν καλά οι επαρκέστατοι αναλυτές θεατρολόγοι που χαίρομαι κάποιες φορές να τους ακούω. Εμένα όμως (επί του προκειμένου) δεν με ενδιαφέρει το πώς γράφτηκε ένα έργο, αλλά τι έχει να μου πει σήμερα στο δικό μου γνωστικό και συναισθηματικό σημείο.
Θα μιλήσω για την δική μου αντίληψη βέβαια αποφεύγοντας να υπέρ-απλουστεύσω αυτά που κατάλαβα μια και η «αλήθεια» είναι το ψεύτικο ντύμα της κάθε ατομικής θεώρησης…

Έτσι λοιπόν η Φαύστα δεν έχει σημασία αν ήταν ένα πρόσωπο μιας παλιότερης τραγωδίας του Δημήτρη Βερναρδάκη, ούτε αν ως όνομα υπήρξε γυναίκα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα που φέρω το όνομα του… Σημασία για τον θεατή έχει το «τώρα» που κατανοεί με ότι «βαρίδια» το έχει φορτώσει από τις βιωματικές πληροφορίες της ζωής του.

Ανοίγει λοιπόν η αυλαία και στην σκηνή ο Μπόστ  θέλει να βλέπουμε μια γυναίκα που διάγει εν ηρεμία τη ζωή της, κεντώντας μέσα στην προστατευμένη συνήθεια της καθημερινότητας.  Βέβαια στα λόγια που θα αρχίσει να μας λέει δείχνοντας την διάθεση της, θα ενθυμηθεί πως κάποτε κινδύνευσε να την βιάσει ένας «δράκος» σάτυρος στην Αμφιάλη, αλλά δυστυχώς τον συνέλαβαν προτού αυτός να το διαπράξει…  Δεν χρειάζεται να αντιστοιχήσουμε στο σήμερα αυτό το μεγάλο ζήτημα που θέτει ο Μέντης, μια και εδώ έχει βάλει την σχέση των βαθύτερων Διονυσιακών «θέλω» με την απωθημένη επιθυμία στην καθημερινότητα που ζούμε…  Ωρε! Σκέφτηκα … κάποτε είχα καταχεριάσει με ένα άρθρο (*)  τον αγαπητό Τσόκλη για την θέση του επάνω στον βιασμό, και ίσως να ήταν λίγο σκληρή και απόλυτη η θέση μου, μια και τον έφερα σε σύγκριση επάνω στο θέμα με τον τεράστιο διανοητή Δημήτρη Λιαντίνη…
Ο κόσμος θα γελάσει πάνω σε αυτή την ατάκα της Φαύστας, γιατί πάντα μέσα του έχει εν λειτουργία το πρωτόλειο ένστικτο της Διονυσιακής εκτόνωσης…

Δεν θα μπορούσε όμως αυτή η γυναίκα να μην έχει και όλα τα χαρακτηριστικά της καλής αστικής οικογένειας δηλαδή ένα άντρα και παιδί,. αλλά προπαντός υπηρέτρια.
Το ότι στην πρώτη σκηνή την επισκέπτεται μια φίλη και περνούν λίγο διάστημα μαζί λέγοντας τα απαραίτητα κουτσομπολιά για τον «άστατον συμβίον» μιας γνωστής τους, δείχνει την ραθυμία της αστικής συνήθειας. Βέβαια ο Μπόστ προ-οικονομεί το κυρίως θέμα του έργου, βάζοντας την επισκέπτρια να ενημερώσει την Φαύστα για ένα θαλάσσιο τέρας που κυκλοφορεί στην παραλία, ενώ ο σύζυγος της έχει πάει με την μονάκριβη τετραετή κόρη να ψαρέψουν με την βάρκα.

Ο άνδρας την Φαύστας θα φανεί στη συνέχεια συντετριμμένος από την τραγική απώλεια του κοριτσιού τους.  Τα πράγματα όμως δεν έχουν μια ροή συναισθημάτων που θα περίμενε ο νους μας.  Η Φαύστα μέσα από ένα κυρίαρχο λόγο αστικής βεβαιότητας, ότι τα πράγματα πάντα θα πηγαίνουν καλά, τον καθησυχάζει και ετοιμάζεται για να πάνε μαζί να ψάξουν για το Ριτσάκι τους.
Η γλώσσα του Μπόστ είναι χαρακτηριστική και περνά μέσα από την αρχαιολάγνα ένδεια, προσδιορίζοντας το πραγματικό προφίλ της κοινωνίας που ζούμε.
Σαφώς και έχουμε Ελληναράδες σήμερα που θα σου πουν «ένθεν και ένθεν» για να υποστηρίξουν την σοβαρότητα της καταγωγής τους αγνοώντας παντελώς την ουσία της προγονικής τους φιλοσοφίας και την λέξη «κακείθεν» στην έκφραση.
Η βόλτα του ζεύγους θα φτάσει, ψάχνοντας το παιδί, μέχρι το Φάληρο όπου εκεί θα κάνει επίδειξη γνώσεων ο σύζυγος της Φαύστας. Θα ξεχάσουν όμως και οι δυο πως το ζητούμενο ήταν να βρουν το χαμένο παιδί τους. Το ότι εκεί έγινε η μάχη που χάθηκε  ο  Καραϊσκάκης, θα συγκινήσει τόσο πολύ την Φαύστα που θα περάσει σε οδυρμούς για αυτή την απώλεια του –νέου πενηντάχρονου - όπως αναφέρει, ξεχνώντας τον πραγματικό σκοπό της αναζήτησης.
Μήπως η ζωή και οι διάφορες εμμονές μας σε ιδεολογήματα δεν κυριαρχούν πάνω στην ουσιαστική ζωή μας;  Ένα ωραίο (αστείο;) είναι αυτό που σαν δηλώνει ο γιος στον πατέρα του πως είναι ομοφυλόφιλος αρνούμενος να παντρευτεί την κοπέλα που του προτείνει, λέει πως επιθυμεί να ζήσει με ένα άντρα που γνωρίζει ο πατέρας. Η απάντηση του πατέρα ήταν βέβαια « Ποιόν; Αυτόν τον γιο του κομουνιστή;»
Αν ξέραμε πως κάθε φορά που γελάμε σε ένα αστείο, κρύβουμε μέσα του την εκδοχή της παθογένειας που περιγράφει, ίσως εξελισσόμασταν καλύτερα στη ζωή.

Πέρασαν χρόνοι δώδεκα κι’ άλλοι εννέα μήνες και το μεγάλο ψάρι που έπιασε  μια μέρα σύζυγος της Φαύστας θα βγάλει από τα σωθικά του το χαμένο κοριτσάκι τους.
Μια τεράστια χαρά θα κυριεύσει την ήσυχη ζωή της οικογένειας και επί τη ευκαιρία το «απωλεσθείς Ριτσάκι» θα ενημερώσει την οικογένεια για τη γνώση που απέκτησε από τα ταξίδια με το ψάρι σε όλο τον κόσμο, όντας μέσα στην κοιλιά του. Ακόμη και πολιτική αντίληψη για τον πλούτο θα αναπτύξει το κοσμογυρισμένο παιδί τους, βεβαιώνοντας πως ο φτωχός αν πιέζεται δια φόρων τότε μόνον  θα έχει κίνητρο να γίνει πλούσιος. Αν η πολιτεία ανταμείβει τον πλούτο με φοροαπαλλαγές τότε ο κάθε φτωχός θα έχει κίνητρο να εργάζεται σκληρά ώστε να γίνει πλούσιος.  Μήπως είναι τραγικά επίκαιρος ο Μπόστ επάνω στην όλη εκτρωματική και αφιλοσόφητη αντίληψη του καπιταλισμού που ισχύει στο «πολιτισμένο» σύστημα παγκόσμιας κυριαρχίας;

Θα μας νουθετήσει στην παρωδία ο Μπόστ μέσα από την αντίληψη, πως στην ζωή μας  αν δεν ακολουθούμε την πεπατημένη και τις συνήθειες που ορίζει ο πολιτισμός, δεν θα έχουμε καλό τέλος. Έτσι το Ριτσάκι  αφού δεν πλύθηκε για να φύγει από επάνω του η ψαρίλα, διέπραξαν οικογενειακώς ένα ολίσθημα που το πλήρωσαν με την εκ νέου απώλεια, σαν το μυρίστηκαν οι γάτες της γειτονιάς.
Έτσι η οικογένεια έμεινε εκ νέου χωρίς την κόρη για να συνεχίσει την αστική συμπεριφορά -που ήξερε καλά- από την παιδεία του βολέματος.
Αποκορύφωμα της  άνεσης με την οποία διαχειρίζεται την περιπέτεια του το ζεύγος είναι το σπάσιμο της ανίας που δέχονται από την επίσκεψη μιας οικογένειας για να ζητήσουν εις γάμο την θυγατέρα τους. Με τον συνήθη τρόπο για την Μποστική λογική,  το αγοράκι της οικογένειας είχε την ίδια τύχη να ευρεθεί αφού το είχε φάει ένα άλλο ψάρι.  Θα μπουν σε ανούσιες συζητήσεις κατά την επίσκεψη που θα κρατήσουν ολίγας ευχάριστας στιγμάς, για να τους πουν στο τέλος ότι δυστυχώς δεν μπορούν να τους εξυπηρετήσουν.

Σε αυτό το σημείο ο Μπόστ φέρνει μέσα από μια άλλη οικογένεια την ίδια ακριβώς συμπεριφορά,  για να αναδείξει πως η παθογένεια ενός συστήματος σαν οριστεί ως «φυσιολογική», σηματοδοτεί το οριστικό χάσιμο της πραγματικής ζωής.
Θα ρωτούσαμε στις καθ’ ημάς συνήθειες :
Είναι φυσιολογικό να πηγαίνουμε στη δουλειά μας με τον τρόπο που το κάνουμε;
Είναι φυσιολογικό να τελούμε γιορτές και έθιμα με τον τρόπο που τα λειτουργούμε;
Όλα αυτά τα «φυσιολογικά» που γίνονται ασυνείδητα, είναι η φυλακή των συνηθειών μας και σαφώς ο εμφανής εκπεσμός του πολιτισμού που διάγουμε.

Το τέλος του έργου θα έρθει με τραγούδια και χορούς που δηλώνουν πως αν οι άνθρωποι κάνουν τα καθιερωμένα , όπως το πλύσιμο θα είναι ασφαλείς στη ζωή τους και αντιμετωπίζεται χωρίς συναίσθημα (ως διδακτική ιστορία) το Ριτσάκι, που θυσιάστηκε για να μάθουμε όλοι εμείς το «σωστό» που υπαγορεύουν οι απρόσωπες σχέσεις μας.

Ο Μεγάλος Μπόστ υπονομεύει τη λογική μας, υποδαυλίζοντας με γέλιο όλες τις βεβαιότητες που έχουμε και μας χαρακτηρίζουν.  Ξέρει να μας βρίζει με τρόπο που δεν τον αντιλαμβανόμαστε σε πρώτη ανάγνωση.  Αν η Τέχνη δεν μπορέσει να μας δώσει ένα χαστούκι, σε ότι με περισπούδαστη γνώση δηλώνουμε ότι το γνωρίζουμε, είναι λίγη και μάλλον διασκεδάζει την ανία μας , αντί να ψυχαγωγεί την Παιδεία μας.

Τώρα θα μου πείτε, όλα τούτα πρέπει να τα έχουμε στο μυαλό μας για να έρθουμε να δούμε την παράσταση;  Σαφώς όχι.  Η καλή τέχνη, δεν μας δίνει στοιχεία ως «Δασκάλα», αλλά ως φίλη που μας λέει την ιστορία της και εμείς ότι δίχτυ κουβαλάμε στο μυαλό μας, τόσο περισσότερα πιάνουμε από την εμπειρία της.

Στοιχεία για την παράσταση:

18,19,20 Μαΐου στις 20:30 στο Δημοτικό θέατρο της Πεύκης  (Είσοδος Δωρεάν)
Ο συγγραφέας του άρθρου ως «ανταλλακτικός» θα παίξει στις … 2 και 3  Ιουνίου στο Θέατρο της Λυκόβρυσης την ίδια ώρα και σαφώς με είσοδο δωρεάν.

Τα τυπικά με τους συντελεστές τώρα μην τα γράφω από εδώ αλλά να σας παραπέμψω σε ηλεκτρονικό χώρο που βρίσκονται αναλυτικά.
Σημασία έχει μόνο το ότι ο γλυκός και Διονυσιακός φίλος, σκηνοθέτης Πέτρος Δαμουλής μου εμπιστεύτηκε τον υπέροχο ρόλο του κου Ιατρού, και πως την απόφαση την πήρα για να παίξουμε μαζί –για πρώτη φορά- στο σανίδι με την ταλαντούχα φίλη ηθοποιό Μαρία Χριστοδούλου που ενσαρκώνει την Φαύστα.
Το καλύτερο όμως είναι πως στο λίγο χρόνο που είχα για πρόβες με την ομάδα, εξετίμησα τους συμμετέχοντες δημιουργώντας μια εμπειρία για την οποία θα κρατήσω τις καλύτερες αναμνήσεις.

Παραπομπές διαδικτύου :

Πληροφορίες 1 :  http://www.facebook.com/events/275245525899064/
(*)  http://dragasia.blogspot.com/2010/08/blog-post_9508.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου