ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ


Προς εξυπηρέτηση ατόμων που στερούνται την όραση. 

Μια μικρή ιστορία του Κώστα Ζωγραφόπουλου από την καθημερινότητα

Το κρύο ήταν τσουχτερό και η πεσμένη φωτιά στο τζάκι έδειχνε να χρειάζεται την τροφοδότηση της με ξύλα. Έτσι και έγινε βάζοντας στην πυρά αγκαλιαστά δύο κούτσουρα πάνω στα μισό-καμένα ξύλα για να φουντώσουν οι πύρινες γλώσσες της.
Καθόμουν ακριβώς δίπλα στο τζάκι έχοντας στο χέρι μου το μεταλλικό σκαλιστήρι όταν μέσα στην κουβέντα που είχα με το παιδί μου εντόπισα με την περαστική για έλεγχο ματιά μου στα ξύλα κάτι ασυνήθιστο.  Κάτι πολύ μικρό ένιωσα να σαλεύει στην ανοιχτόχρωμη εγκάρσια επιφάνεια του ενός ξύλου και με μια πιο προσεκτική ματιά διέκρινα ότι δύο μικρά ζωύφια πρόβαλαν ενοχλημένα από την ενδεχόμενη άνοδο της θερμοκρασίας στο περιβάλλον τους. 
Ώσπου να το συζητήσω άρχισαν να προβάλλουν και άλλα και ο αριθμός τους έγινε μετά από λίγα λεπτά αρκετά μεγάλος. Τα περισσότερα έμοιαζαν με μικρά μυρμήγκια και η αβεβαιότητα μου οφειλόταν στο ότι δεν είχα κοντά μου τα γυαλιά της πρεσβυωπίας για να έχω ακριβή εικόνα.   
Οι συνθήκες για την αποικία είχαν διαταραχθεί και ένας γενικός συναγερμός τα οδηγούσε σε μια αναζήτηση διαφυγής κάνοντας τα να εξερευνούν τα ακόμη κρύα μέρη του ξύλου περιδιαβαίνοντας τα αρκετές φορές.
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου να “παίξω” το ρόλο του από μηχανής θεού που θα σηκώσει το κούτσουρο και θα το βγάλει έξω στην αυλή λέγοντας στον εαυτό μου το ψεύδος πως έκανα ότι μπορούσα να σώσω από ένα μαρτυρικό θάνατο μια κοινότητα μικρών ζωυφίων.  Στην ουσία θα υπηρετούσα το ιδεολόγημα της λεγόμενης μεγαθυμίας μεταθέτοντας τον θάνατο της κοινότητας σε άλλο χρόνο που δεν θα ήμουν παρατηρητής και άρα θα ήμουν ήρεμος μη έχων την ευθύνη της ομολογίας ενός γεγονότος. Ήμουν σίγουρος ότι το βιώσιμο περιβάλλον τους είχε καταστραφεί και σαφώς ο χαμός τους ήταν θέμα χρόνου.

Διάλεξα να φανταστώ την ανθρώπινη ζωή μέσα από την δύσκολη τούτη κατάσταση και να αφήσω  κατά μέρους το ιδεολόγημα του καλού προσκόπου που γνωρίζει να περνάει γιαγιάδες από τους δρόμους αλλά στερείται παντελώς επίγνωσης των γενοκτονιών (ανθρώπινων και όχι μόνο) που συμβαίνουν κάθε στιγμή στον πλανήτη, αφού δεν τις έχει μπροστά στα μάτια του. Άλλωστε ο χαρακτηρισμός “καλός” που ψάχνουν εναγωνίως οι άνθρωποι κρύβει μέσα του μια υποκριτική ιδιωτεία που ζητά εξαργύρωση, ενώ στη φύση αυτό το ιδεολόγημα είναι ακατανόητο μαζί με το αντίθετο του.

Μου ήρθε λοιπόν η σκέψη που θέλει όλους εμάς να ελέγχουμε το περιβάλλον της ζωής μας μέσα από το “ύψος” που έχουν ως θέαση οι ανάγκες μας και γνωρίζουμε καθορισμένες διαδρομές από τη συνήθεια της ζωής μας.  Έμαθα να έχω τη δουλειά μου, να οδηγώ αυτοκίνητο, να χρησιμοποιώ χρήμα, να επικοινωνώ αναζητώντας την ευκαιρία της αγοράς για την εύρεση αγαθών και πολλά άλλα παρόμοια, θα πει το “ζωύφιο” άνθρωπος που η διαδρομή της ζωής του είναι ποιοτικά ανάλογη με την επιφάνεια του κούτσουρου.  Όταν διασαλευθούν οι νόρμες του φυσιολογικού που έχει ορίσει από την εμπειρία του ο καθένας μας ως συνήθεια, τότε αρχίζει να λειτουργεί πανικοβλημένος κάνοντας τις ίδιες διαδρομές ψάχνοντας για λύση χωρίς να έχει γνώση για την αιτία του προβλήματος που έχει προκύψει.
Μάθαμε ότι το δικό μας κούτσουρο έχει διαδρομές που ονομάζονται εκχρηματισμένη οικονομία, νόμοι, γιορτές που επαναλαμβάνονται και λύπες που πίσω τους περιμένει η λήθη για να επιστρέψουμε στην κανονικότητα της συνήθειας μας. Όταν όμως τα πάντα διασαλευτούν και δεν έχουμε μέρος να σταθούμε για να λειτουργήσουμε τη συνήθεια μας αρχίζουμε να έχουμε φαντασιώσεις πως κάνοντας τα ίδια πράγματα θα προκαλέσουμε μια διαφορετική λύση. Αυτή είναι η κοινή μας μοίρα με τα ζωύφια που το μπόι μας τα περιγελά, αλλά η ανάγκη μας τα φέρνει ίσια στο ύψος της ασήμαντης ζωής μας πάνω σε μια καμπούρα καρυδότσουφλου που τη λέμε Γη στο άπειρο του Σύμπαντος.
Πιστεύουμε ότι το είδος μας είναι τόσο κραταιό που ελέγχει την ίδια τη φύση και πως εμείς θα μπορέσουμε να την τιθασεύσουμε γενόμενοι μικροί δημιουργοί της. Αυτό είναι ύβρις και οι συνέπειες της γνωστές.

Η φωτιά είχε θερμάνει αρκετά τα ξύλα και η κινητικότητα άρχισε να μετατρέπεται σε θανατερή ακινησία. Στο τέλος είχαν δημιουργηθεί μικρές συγκεντρώσεις από ακίνητες ομάδες  που διάλεξαν να έχουν ένα τελευταίο άγγιγμα μεταξύ τους. Εμείς οι άνθρωποι όμως ξέρουμε καλά ότι η νόηση είναι αποκλειστικό προνόμιο δικό μας μια και ο Θεός μας έκανε όλα τα υπόλοιπα ως καταναλωτική δημιουργία για να νιώθουμε καλά εμείς μια που του μοιάζουμε ως τα μόνα ένθεα όντα.
Πόσο μου έμοιαζαν τα μικρά νεκρά σώματα τους με το αγωνιώδες άγγιγμα των ανθρώπων που εξέπνευσαν στην Πομπηία κατά την έκρηξη του Βεζούβιου, δε λέγεται.
Είμαι σίγουρος ότι σε μια διαφορετική γλώσσα κάθε ον στο αχανές σύμπαν λέει το ποίημα “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον” του Καβάφη κατά τις τελευταίες στιγμές της απόγνωσης σαν οι αλλαγές έξω από τη γνώση του παίζουν απειλητικά με το είδος του.  Λέω είμαι σίγουρος, γιατί η ποίηση  ίσως δεν είναι δημιούργημα των ανθρώπων, αλλά μια δεξιότητα τους, που αφουγκράζεται νόμους και ήχους συν- αισθημάτων πέρα από τις βεβαιότητες της συνήθειας της κάθε βασικής ανάγκης.

Όταν όλα τελείωσαν και η στάχτη φεγγοβολούσε ακόμη, δεν υπήρχε η παραμικρή μνήμη της τραγωδίας που συνέβη μια και όλα ακολούθησαν την διαρκή ροή μεταλλαγών που μας είχε πει κάποτε ο Ηράκλειτος και φυσικά όλοι τον καταλαβαίνουμε, αλλά σχηματικά χωρίς να σκεφτόμαστε πως περιλαμβανόμαστε και εμείς στην αλλαγή και στην λήθη της διαρκούς ροής…

Ας αφήσουμε όμως την μουσική δόνηση του ποιήματος να ακολουθήσει ως σπονδή στην αγωνία της κοινότητας του κούτσουρου, που υπήρξα παρατηρητής της χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε γιατί ποτέ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε σε ότι μας περιέχει ως Υπέρτατος απροσδιόριστος Νόμος. 


Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου•
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 



Υ.Γ
Επισυνάπτω το κείμενο σε μορφή αρχείου ήχου, γιατί τώρα έγινα ικανός να συνειδητοποιήσω πως ο αδερφικός μου φίλος Τάκης δεν βλέπει πλέον να διαβάσει -αν και πολύ θα ήθελε- τι γράφει ο φίλος του.
Σε εκτιμώ πολύ φίλε μου και ξέρω ότι έχεις πολλά να δώσεις μέσα από την θεώρηση σου για τη ζωή, που την εμπιστεύεσαι και την μακαρίζεις  κόντρα στην φοβισμένη γκρίνια όσων από μας αδυνατούν να βλέπουν με τα μάτια τους έστω και αν είναι σε πλήρη λειτουργία.
 


.

1 σχόλιο: