Η ΣΦΕΝΤΟΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ

Η σφεντόνα του παππού


 Του Κώστα Ζωγραφόπουλου



Ο Δημητράκης έστεκε με αγωνία στο μεγάλο πεζούλι και αγνάντευε το φιδωτό του δρόμου ανάμεσα στα πουρνάρια και τα λιγοστά δέντρα ψάχνοντας τη φιγούρα του Θείου Ανέστη που περίμενε.
Ήξερε ότι είχε πάει στο παζάρι με το μουλάρι του για να φέρει προμήθειες στα  τα δύο τους σπίτια  που ήσαν αντάμα στο ύψωμα και μοίραζαν τις αναποδιές αλλά και τις καλοσύνες της ζωής τους.
Μέρες τώρα που τα βράδια συλλογίζονταν και μετρούσαν τις ανάγκες σε χρειώδη τα δύο αδέρφια μαζί με τις κυράδες τους, ο Δημητράκης πετάγονταν διακόπτοντας μέσα από την ασυλία που του προσέφερε η ιδιότητα του μοναδικού παιδιού στην οικογένεια και τους έλεγε για μια σφεντόνα που είχε ακούσει στο σχολείο που πετάει μακριά τις πέτρες και πως την έχουν στο παζάρι.
Τους την περιέγραφε τόσο συγκεκριμένα που νόμιζε κανείς ότι την κρατούσε στο χέρι του και την σάρωνε η ματιά του.
Τα χαμόγελα που άφηναν οι μεγάλοι στις απανωτές περιγραφές του Δημητράκη του έκαναν κάτι περισσότερο από βεβαιότητα στο μυαλό του, ότι θα έβλεπε μπροστά του αυτή την σφεντόνα να βγαίνει από το σακούλι του Θείου σήμερα το απόγευμα.
Ήταν σίγουρος πως υπήρχε αυτή η σφεντόνα με το ειδικό λάστιχο που τέντωνε λίγο αλλά πετούσε με δύναμη και ακρίβεια την πέτρα.  Το πιάσιμο της δεν ήταν από ξύλο σαν και αυτά που έφτιαχνε ο παππούς παλιότερα και τώρα πια ο πατέρας του, αλλά από ένα κόκκινο μέταλλο στρογγυλό που άστραφτε στον ήλιο. Όταν την έπιανε κάποιος στο χέρι του, έλεγαν οι συμμαθητές του ότι ήξερε σίγουρα πως θα πετύχαινε το στόχο του και ένιωθε παντοδύναμος μια και κρατούσε αυτό το υπέροχο υπέρ-μηχάνημα.
Σκεφτόταν -γιατί όχι- ότι θα μπορούσε να σημαδέψει στο βάθος του φιδωτού δρόμου , αρκεί να διάλεγε ακριβώς το σημείο που ήθελε να φτάσει η πέτρα του τραβώντας λίγο πιο πολύ αυτό το θαυματουργό περίεργο λάστιχο.
Οι μύτες από τα καταφαγωμένα παπούτσια του τρεμόπαιζαν πάνω στο πεζούλι κρατώντας την ισορροπία στα μάτια του που δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από την προσμονή της φιγούρας του Θείου στο βάθος του τοπίου που το χάραζε ο δρόμος.

Χωρίς να καταλάβει πως έγινε ενώ ήταν απορροφημένος στην προσδοκία του, άρχισε να τρεμοπαίζει το φως κάνοντας σύντομες νύχτες και γρήγορες ημέρες που έπαιρναν κάθε φορά μαζί τους την εικόνα του Δημητράκη στο σκοτάδι για να του δώσουν μια νέα την ημέρα.
Έτσι ο Δημητράκης έγινε Δημήτρης που προσπαθούσε να φτιάξει μια γοητευτική χωρίστρα στα μαλλιά του, κατόπιν κος Δημήτρης που πάντα φόραγε ένα σακάκι όπως ο πατέρας του και στο τέλος το φως τον άφησε ξανά στο πεζούλι των διακοπών του να αγναντεύει το ίδιο μέρος σαν παππούς Δημητρός.
Είχε ζητήσει από τα παιδιά του να επισκεφτούν μαζί το εγκαταλελειμμένο χωριό του και να τον αφήσουν λίγη ώρα να ξαποστάσει στο πεζούλι της νιότης του.
Κοίταξε τα παπούτσια του που ήταν χτυπημένα από τις πέτρες καθώς τα  σβάρνιζε στο διάβα του και γέλασε μια και τώρα έμοιαζε περισσότερο στο Δημητράκη παρά στον κύριο Δημήτρη που όλη τη ζωή τα γυάλιζε προσέχοντας την εικόνα που ήθελε να δίνει στους άλλους.

Όσο τρεμόπαιζε το φως και έφερνε κύκλους το σκοτάδι στη ζωή του, αυτός ζούσε τη γνώση και την αδυναμία μέσα του. Αγάπησε, αδίκησε, ωφέλησε ανθρώπους και μίσησε θεωρίες και αντιλήψεις που στο κάθε φως τις έβλεπε και στο κάθε σκοτάδι τις ταξινομούσε στο μυαλό του για να επιτεθεί την επομένη ημέρα.  Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα που δεν ήξερε αν τον οδηγεί ένα αόρατο χέρι ή είναι δικό του διάλεγμα ετούτη η ζωή.
Δεν είχε καταλάβει το πώς τη μια στιγμή βρισκόταν σε ένα σήκωμα ποτηριών σε χαρά συνεύρεσης και την επόμενη ήταν αβέβαιος για την ίδια τη ζωή του.
Σε όλη τη διάρκεια που τρεμόπαιζε το φως της ζωής του, έμαθε ότι αυτό που τον κρατούσε  και του έδινε κουράγιο να ερμηνεύει τα πάντα γύρω του, ήταν η Πίστη του σε ότι είχε καταχωνιάσει το μυαλό του και διαπίστωνε ολοένα περισσότερο ότι του ήταν χρήσιμα εργαλεία στην κατανόηση του κόσμου.
Έτσι όρισε ετούτο τον κόσμο ως μάταιο και ήξερε πως ήταν μια εικόνα προβολής ενός παιχνιδιού που δεν μπορούσε να είναι η αλήθεια της ζωής.
Ήταν σίγουρος μεγαλώνοντας πως όση γνώση και να μάζευε ακόμα στη ζωή του θα ήταν ελάχιστη μπροστά σε αυτά που δεν επρόκειτο να  γνωρίσει. Άφηνε όμως το περιθώριο σε μια άλλη ζωή που δεν ήξερε να γίνει δυνατός κατακτώντας τη γνώση που δεν μπορεί να το προσφέρει αυτός ο μάταιος κόσμος.

Η ζωή του είχε δώσει απλόχερα τις ευκαιρίες να εξελίξει την εμπειρία του και του άνοιξε δρόμους να περάσει μέσα από μέρη και σκέψεις που δεν φανταζόταν ποτέ σαν Δημητράκης ενώ περίμενε την σούπερ σφεντόνα.
Επισκέφθηκε πολλά μέρη στη ζωή του και γνώρισε ανθρώπους που τον βοήθησαν να πετύχει τους στόχους του ενώ κάθε φορά που είχε ένα νέο τοπίο να κατακτήσει ξέχναγε τις πλάτες που στάθηκαν δίπλα του για να συνεχίζει το ταξίδι του.
Είχε φτιάξει την θεωρία του που έλεγε ότι δεν συναντάμε τυχαία τους ανθρώπους γύρω μας μια και ο καθένας κάτι παίρνει από τον άλλο σε ένα μοναχικό ταξίδι με στόχο να πετύχουμε την ατομική μας τελείωση.
Στην πραγματικότητα ο κος Δημήτρης είχε μετατρέψει την Πίστη του σε ένα εργαλείο που του έδινε την αμνησία σε κάθε «πάτημα» που έκανε στους ανθρώπους που βρίσκονταν δίπλα του κρατώντας το βλέμμα του χαμένο στην ατομική του προσδοκία.
Το χειρότερο όμως ήταν ότι «ήξερε» πως η ζωή του δεν είναι αυτό που ζει αλλά μέσα από την Πίστη του γνώριζε πως έχει πολύ μεγάλο δρόμο η ψυχή του μια και δεν ήταν δυνατόν να τελείωνε εδώ υλικά αυτή η υπέροχη ζωή του.
Δεν μπορώ να σώσω κανένα έλεγε ο κος Δημήτρης, προσαρμόζοντας την πνευματική του ωφελιμιστική σκέψη που της έδινε τρομερή σπουδαιότητα με απόδειξη βιώματος. 

Αυτές τις μέρες όμως είχε αρκετή σιωπή μέσα του, μια και εδώ και λίγο καιρό είχε σταματήσει αυτή η έντονη εναλλαγή του σκοταδιού με το φως και τα πράγματα είχαν πάρει μια πιο αργή λειτουργία αφήνοντας του το περιθώριο να περάσει τα πάντα πιο καλά από τις κουρασμένες του αισθήσεις.
Γύρισε το βλέμμα του πίσω στο ύψωμα για να δει τα σπίτια των προγόνων του να είναι μισογκρεμισμένα ντουβάρια με άδεια ανοίγματα στις πόρτες και τα παράθυρα. Το πεζούλι ήταν το ίδιο λες και άντεχε τόσα χρόνια στην κάψα του ήλιου και το χτύπημα της βροχής.
Έκανε τρεις συνεχόμενες προσπάθειες να σηκωθεί και τα κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. Πάτησε σε μια μικρότερη πέτρα και με αργές κινήσεις ανέβηκε στο ίδιο πεζούλι ενώ το αεράκι του χάιδευε το αδύναμο σώμα.
Άρχισε να παίζει τις μύτες των παπουτσιών του ισορροπώντας στην απόκρημνη θέα και στύλωσε το βλέμμα του στον ίδιο φιδίσιο δρόμο που η μόνη διαφορά του ήταν πως είχε χρώμα το γκρι  από την  ανάκατη πίσσα με το χώμα.
Χρόνια ολόκληρα βάφτιζε την αδυναμία του γνώση και νόμιζε ότι υπηρετεί το υπερβατικό δώρο που θα του ερχόταν κάποια στιγμή όπως εκείνη η σφεντόνα που περίμενε στα χρόνια της νιότης του.
Για χρόνια δεν θυμόταν τη συνέχεια εκείνης της προσμονής λες και κάποιος είχε σβήσει από το μυαλό του τη συνέχεια της ταινίας αφήνοντας του μόνο την αίσθηση της προσμονής για κάτι σπουδαίο στη ζωή του.
Τώρα ήταν αποφασισμένος να κολλήσει τα χαμένα κομμάτια μέσα του και να δώσει συνέχεια στην ιστορία του παρελθόντος.
Τα βαριά βλέφαρα του έκλεισαν περισσότερο και άφησε τον αέρα να περάσει από τα ρουθούνια του και να φτιάξει ξανά τις εικόνες που ήσαν σβησμένες στο μυαλό του.
Στην ουρά του φιδίσιου δρόμου πίσω από ένα λευκάδι άρχισε να σαλεύει στο δρόμο ένα βάδισμα μουλαριού.  Τα δάκτυλα των χεριών του ξεκίνησαν να σαλεύουν στον αέρα προσπαθώντας να ετοιμαστούν για το πιάσιμο της προσδοκίας του.  Ναι άξιζε να περιμένει μια ολόκληρη ζωή για να συναντήσει το ποθούμενο της ψυχής του και να γίνει δυνατός αποκτώντας το εργαλείο που θα τον έκανε να πετυχαίνει τους στόχους του. 
Ήταν βέβαιος ότι κάθε στιγμή της ζωής του είχε έρθει στο σωστό χρόνο για να του διδάξει την υπομονή και να τον κάνει πιο συνειδητό άνθρωπο ώστε να μη χάνει την ουσία της ζωής του και την προσμονή στην βαθιά του Πίστη.
Το μουλάρι όλο και πλησίαζε και το χέρι του Θείου του σηκώθηκε για να τον χαιρετήσει. Δεν τόλμησε να κουνηθεί από το πεζούλι μια και θα τον έφερνε σε καλύτερο  ύψος δίπλα στο Θείο που θα πέρναγε από το μονοπάτι δίπλα του.  Τα πέταλα του ζώου πλησίαζαν με όλο πιο δυνατό ήχο και ένα χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη του παππού Δημητρού.
Ο θείος τράβηξε το σχοινί λέγοντας «Ωωω» στο ζώο για να τον ρωτήσει με κοφτή φωνή «Τι κάνεις εδώ».
Ο παππούς Δημητρός σήκωσε τα χέρια προς την απόκρημνη θέα και είπε «Τη σφεντόνα μου περιμένω» για να ακούσει να ξεκινά το μουλάρι προχωρώντας πίσω του προς τα σπίτια ενώ η φωνή του θείου του πνιγμένη μέσα σε ένα γέλιο του έλεγε «Δεν υπάρχει τέτοια σφεντόνα Δημητράκη».

Τα χέρια του παππού Δημητρού έμειναν απλωμένα ενώ οι άκρες των παπουτσιών του συνέχιζαν να σαλεύουν ακροβατώντας στο πεζούλι. Τα μάτια του άνοιξαν και ένα θαμπό βλέμμα έστεκε υγρό να κοιτά το τίποτα προς το κενό του φιδίσιου δρόμου.  
Ότι πίστεψε και θεώρησε σημαντικό στην ζωή του ήξερε τώρα ότι δεν υπάρχει. Έχασε πολύ χρόνο στη ζωή του περιμένοντας την σφεντόνα που απλά δεν υπήρχε.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεστόμισε  με τη βραχνή φωνή του  «Δεν υπάρχει ότι περιμένω!» για να ακουστούν οι φωνές των εγγονών του να καλούν τους γονείς τους καθώς πλησίαζαν να τον πάρουν  με έκδηλη ανησυχία για τον παππού που ήταν όρθιος στο πεζούλι με τα χέρια τεντωμένα σε ένα δικό του χορό απογοήτευσης για μια ολόκληρη ζωή. Ήταν ένα ζεϊμπέκικο χωρίς να μπορούν να δουν οι άλλοι την κίνηση  της σκέψης του.
Του κράτησαν τα χέρια και τον βοήθησαν να καθίσει στο πεζούλι προσφέροντας του λίγο νερό.
Χαμογέλασαν για το μικρό σάλεμα του νου του και ανακουφίστηκαν που ήταν καλά αποφεύγοντας κάποιο πέσιμο.
Ο Παππούς δεν μίλησε ξανά γιατί είχε ήδη φύγει από τις προσδοκίες της ζωής του μια για πάντα.
Οι υπόλοιποι συνέχισαν να μιλούν χαμογελαστά χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν τίποτα από τον ασάλευτο χορό του παππού.
Ήταν φυσικό … μια και δεν είχε έρθει ακόμα η δική τους ώρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: