.
Σήμερα σκέφτηκα να αναλάβω την ευθύνη έκθεσης ενός από τα κείμενα που έμεναν κρυμμένα στα ηλεκτρονικά κλειδώματα της εικονικής πραγματικότητας.
Κάποτε και ενώ συζητούσαμε για τον τρόπο που μπορούμε να προσφέρουμε τις σκέψεις μας μέσα από λέξεις σε ένα κείμενο, μου έβαλε μια πρόκληση μια αξιόλογη φίλη να σκαρώσω ένα μικρό κείμενο χρησιμοποιώντας στο θέμα μου τρεις λέξεις που στην αρχή μου φάνηκαν εντελώς διαφορετικές.
Σκέψου μου είπε τις λέξεις “ Πρόφαση, αρπαγή , Νόστος” και γράψε κάτι που να αφορά τη ζωή γύρω μας.
Δεν υπάρχει λέξη σαν την χρησιμοποιούμε που δεν συναντά τις βαθύτερες εμπειρίες και τα αρώματα της ψυχής μας.
Το δύσκολο είναι να αφήσουμε τα άλογα που αναφέρει ο Παρμενίδης λυτά για να κυριαρχήσουν έξω από την γραμμική λογική μας και τότε προβάλουν εικόνες που έχουν να κάνουν με το ασυνείδητο ταξίδι μας στη ζωή.
Οι λέξεις είναι η αφορμή να ξεκλειδώσουν οι μνήμες των γεύσεων της ζωής μας και να προσφέρουν ότι έχουμε κατακτημένο (ως δικό μας) και δεν το περιδιαβήκαμε ως αδιάφοροι τουρίστες της ζωής μας. Μα και τα συναισθήματα μας είναι κλεισμένα σε μια χύτρα που η έξοδος της ψάχνει την μελωδικότητα της έκφρασης των λέξεων για να τραγουδήσει τις μικρές ιστορίες που κρύβουμε όλοι μέσα στην ψυχή μας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουμε ζήσει και να κατορθώσουμε να παρατηρήσουμε αυτά που μας συμβαίνουν. Σε αντίθετη περίπτωση λειτουργούμε σαν άρπαγες του παρόντος μας χωρίς να το νοιώσουμε μουσικά μέσα μας.
Με μια άλλη έκφραση θα μπορούσαμε να πούμε ότι είμαστε σε ετούτη την συνήθη περίπτωση καταναλωτές της άγνοιάς μας.
Οι όμορφες συζητήσεις όμως συμβαίνουν σε περίεργες ώρες και έτσι σήμερα είχα την ευκαιρία να ακούσω πως τις ιδιότητες των άλλων τις δίνει πάντα η δική μας συγκρότηση και πως ο κόσμος γύρω μας είναι ένα ατομικό ψεύδος των ιδεοληψιών που έχουμε. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θα νιώθουν πάντα αδικημένοι από ένα περιβάλλον που τους εχθρεύεται, μερικοί θα ερμηνεύουν τις διαθέσεις των άλλων σύμφωνα με τους φόβους και τις επιθυμίες τους και ο κατάλογος είναι ατελείωτος ανάλογα με τον βαθμό παρανόησης του κόσμου από τον καθένα μας.
Σπάνια θα δούμε ανθρώπους που να κοιτούν τον άλλο χωρίς να έχουν προαποφασίσει την ιδιότητα που θέλουν να έχει για αυτούς.
Κάποτε είχα επισκεφθεί ένα κατάστημα για να προσφέρω σύντομες εργασίες με το συνεργείο μου σε μια μερική ανακαίνιση. Ενώ μιλούσα με την υπεύθυνη του καταστήματος για τους αγαπημένους της ζωής μας (μια που ήταν ένας ζωντανός και ευχάριστος άνθρωπος), είχα προσέξει πως ο επιθεωρητής της αλυσίδας των καταστημάτων ήταν ένας μετρίου αναστήματος και ζωντανός με αστεία τύπος που θα έλεγα πως στην άκρη του ματιού του είχε ένα ανεπιβεβαίωτο ερωτισμό σύμφωνα με τα διάσπαρτα λεγόμενα του. Για λίγο στάθηκε παρακολουθώντας την συζήτηση μας ενώ περιέγραφα το πόσο γλυκό είναι το παιδί μου και πως με κάνει να χαμογελώ βλέποντας το μικρό του ανάστημα απέναντι στην μεγάλη επικοινωνιακή του ομορφιά. Ας πούμε πως ήταν μια κουβέντα ενός χαζομπαμπά. Αυτή και μόνο η αναφορά μου στο ύψος ήταν αρκετή για να αλλάξει την διάθεση και να φέρει την κατήφεια στο πρόσωπο του ενήλικα επιθεωρητού εμφανίζοντας σε όποιον μπορεί να διαβάζει τις συμπεριφορές την πραγματικότητα της σκέψης του.
Το αστείο ήταν πως εμένα δεν με ακούμπησε καθόλου αυτή η συμπεριφορά μια και βρισκόμουν σε μια θέση που ήξερε πως δεν με αφορούσε η εξουσία του. Η υπεύθυνη όμως του καταστήματος πλήρωσε ακριβά το γέλιο της επάνω στη δική μου λέξη μέσα από τις οργανωτικές παρατηρήσεις του εξουσιαστή της.
Η ζωή μας είναι γεμάτη από συμπλεύσεις με “φίλους” που ικανοποιούμε τους ορισμούς που έχουν για τον κόσμο μέσα στο μυαλό τους και από υποτιθέμενους εχθρούς για ότι ερμηνεύουν ως απειλή για τα φοβικά τους κομμάτια στο μυαλό. Έτσι κατορθώνουμε να φτιάξουμε την προσωπική μας φυλακή που μέσα από αυτήν νιώθουμε ελλιπείς και θυμωμένοι στη ζωή χωρίς να έχουμε την ικανότητα να βλέπουμε πως το μεγαλύτερο δώρο στη ζωή το έχουμε λάβει ως Ύπαρξη μαζί με μια πρόκληση για την τελείωση μας που δεν είναι άλλη από την γνώση της ίδιας μας της σκέψης.
Αυτοί οι προσωπικοί φόβοι που από μέσα τους ερμηνεύουμε τον κόσμο, οδηγούν στον πλήρη ορθολογισμό της σκέψης μας και σαφώς οργανώνουν αντιστάσεις και κρίσεις για το περιβάλλον μας κάτω από φαινομενικά καλές προθέσεις που έχουν πίσω τους την παρεξηγημένη λέξη Συμφέρον. Τελικά το θείο δώρο που έχουν οι λέξεις να είναι φορείς έκφρασης του πραγματικού μας Είναι, μετατρέπονται σε ένα ραβδί ξύλινο που προσπαθούν να πείσουν τους άλλους γύρω μας για το πόσο δίκιο έχουμε, άλλοτε εκλιπαρώντας και κάποιες φορές επιπλήττοντας αυτούς που δεν μας καταλαβαίνουν. Αυτή είναι η Βαβέλ που την ζούμε μέσα από τον ορθολογισμό της καρδιάς και μας οδηγεί νεκροζώντανους στα χέρια της σύγχρονης ιατρικής για να κόψουν τις αρρωστημένες εμφανίσεις των σκέψεων μας στο σώμα, αδιαφορώντας για την αιτία που τις γέννησε.
Έτσι λοιπόν κάθισα και τότε ανασύροντας μνήμες από τις όμορφες εμπειρίες της ζωής μου φτιάχνοντας ένα μικρό χρονικό που είχε αποδέκτη την αφορμή της πρόκλησης να συναντήσω το αναπάντεχο μέσα μου και ήταν ένα καθαρό παιχνίδι με τον εαυτό μου για να κατανοήσω καλύτερα πως αυτό που μας ανήκει είναι μόνο η κάθε στιγμή της ζωής μας.
Κάθε στιγμή λοιπόν είμαστε όλο μας το παρελθόν με μόνη δυνατότητα την διάκριση για το “πού” θέλουμε να κατευθύνουμε τη στιγμή μας. Συνήθως οι διαδρομές των συμπεριφορών μας (όσο νέες και να φαίνονται) επαναλαμβάνουν τις ίδιες αντιδράσεις της εμπειρίας του φόβου και φυσικά φέρνουν τα ίδια αποτελέσματα στη ζωή μας. Τα πάντα στη ζωή μας ως πράξεις που απορρέουν από τις σκέψεις μας είναι πολιτική έκφραση και ως τέτοια διαμορφώνει την κοινή πραγματικότητα χωρίς να σημαίνει τούτο πως υπάρχει ταύτιση του ενεργούντα με τον παρατηρητή. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε αναγνώστης διαβάζοντας μια μικρή ιστορία όπως αυτή που σκέφτηκα να την δώσω μέσα από αυτό το άρθρο κατανοεί ή δεν κατανοεί την δική του επάρκεια και φτιάχνει τις εικόνες που επιτρέπει (ο εαυτός του) να έχει η ζωή του.
Η τέχνη αποτελεί την μεγαλύτερη ερωτική πράξη στους αιώνες και ως ερωτική είναι ταυτόχρονα επαναστατική για την γραμμική λογική που θέλει με συνεπαγωγές να φτιάχνει μοντέλα μεγαλύτερα από το μπόι που μπορεί να τα εξουσιάσει. Η πλειονότητα χειρίζεται την ζωή της συνήθως με τον δόλο της γραμμικής σκέψης και έτσι οι άνθρωποι την “πατάνε” και γίνονται περίγελοι του “αστάθμητου” παράγοντα, όπως ακριβώς την έπαθε και το ύπουλο φορολογικό επιτελείο της Κυβέρνησης επιστρέφοντας υπερβολικό φόρο μέσα από την συγκέντρωση αποδείξεων των φορολογουμένων.
Αν είχε το σθένος να χρησιμοποιήσει την αλήθεια της και όχι την πονηριά της μπορεί να ήταν και διαφορετικά τα πράγματα. Όμως εφόσον δεν υπάρχουν φιλόσοφοι στην εξουσία θα παράγεται πάντα αυτός ο τραγέλαφος των λογιστών της πεπερατότητας μιας ανεπαρκούς Πολιτικής σκέψης. Ο “διαχειριστής” στη ζωή μας δεν μπορεί να καταλάβει εύκολα με την αξία του τα ρετιρέ με θέα και παραμένει στα ημιυπόγεια που αρμόζουν στους θυρωρούς της δεκαετίας του ΄50.
Τα πάντα είναι “Ένα” έστω και αν αυτές οι τρεις λέξεις έδωσαν ένα κείμενο που μπορεί να πει ή να μην πει τίποτε στον τωρινό αναγνώστη. Το σίγουρο όμως είναι πως σαν ο Πολιτικός θεωρήσει επάγγελμα την ενασχόληση του με τα κοινά μοιάζει πολύ με τον ανόητο που δηλώνει Ποιητής σαν ψηλαφεί την άγνοιά του μέσα στις μικρές ή μεγαλύτερες δημιουργίες του.
Το πρόβλημα μας είναι η ιδιότητα που δίνουμε στον εαυτό μας για περιόδους της ζωής μας και βέβαια σηκώνει πολύ γέλιο η (ανθρώπινη;) ανάγκη μας για ταυτότητα.
Έτσι γελώ κρατώντας κάπου στα χείλη μου μια θλίψη με την ιδιότητα που δίνουν μερικοί στον εαυτό τους δηλώνοντας Συγγραφέας ή Πολιτικός κλπ.
Συνήθως το “Τίποτα” ή αν θέλετε το “Όλα” που είμαστε οι άνθρωποι βιάζονται κάποιοι να του δώσουν σταθερή αξία για να φτιάξουν ένα καθρέφτη που θα δοξάζει την ματαιοδοξία τους.
Θα δανειζόμουν κλείνοντας το κείμενο την φιγούρα του επίδοξου ερωτικά επιθεωρητή που προανέφερα για να φέρω στη σκέψη μου μια (όχι και τόσο) υποθετική έκφραση ενός ανεγκέφαλου εραστή που μετά την ολοκλήρωση ενός αγχωμένου έρωτα ρωτά όλο αυτοπεποίθηση την παρτενέρ … “Σου άρεσε ;”
Ας αφήσουμε όμως τη σκέψη και ας εκθέσουμε τις εικόνες των τριών λέξεων ο καθένας ανάλογα με τα βέλη που έχει στη φαρέτρα για τη ζωή που κυνηγά.
Πρόφαση Αρπαγή Νόστος
Έφερε το χέρι του ψηλά στο μέτωπο και με μια αποφασιστική κίνηση τράβηξε τα μαλλιά του προς τα πίσω βγάζοντας ταυτόχρονα και ένα μικρό «αχ» σαν ανάσα για ότι έβλεπε το βλέμμα του χαμένο μακριά από τον κόσμο.
Ο σταθμός του τραίνου, ήταν πολύβουος και δεν ήξερες αν ήταν ίδιοι ή διαφορετικοί οι άνθρωποι που διέγραφαν πορείες μέσα σε αυτόν. Εκείνος όμως βρισκόταν πολύ μακριά έξω από την ανάγκη που τον έκανε να βαδίζει με επαναλαμβανόμενο ρυθμό μέσα στη ζωή του.
Κοίταξε την μικρή βαλίτσα που είχε ριγμένη στο πάτωμα και έκανε ένα μορφασμό απορίας στο πρόσωπο του λέγοντας χαμηλόφωνα «Νοστάλγησα να ζήσω» για να συμπληρώσει μέσα από τις σκέψεις του που τις πρόδιδε μόνο ο μορφασμός απορίας «Που , με ποιόν , πως;»
Ακούστηκαν βήματα από τσόκαρα να πλησιάζουν μαζί με ένα ήχο συρτό από τα ρόλερ της βαλίτσας που ταξίδευε μαζί τους. Στην διπλανή θέση κάθισε μια κοπέλα ράθυμα τεντώνοντας τα πόδια της και βάζοντας τα πάνω στη βαλίτσα της. Έκανε το ίδιο και αυτός αφήνοντας το βλέμμα του να έχει την ίδια απόσταση από τον κόσμο.
«Έχει καθυστέρηση;» ρώτησε χωρίς να κοιτάξει δίπλα του για να ακούσει «Το ίδιο θα σας ρώταγα και γω» του απάντησε κοιτώντας και αυτή πέρα από τα όρια που είχαν όλοι γύρω τους.
Έστριψε το κεφάλι του και ρώτησε ανέκφραστα «Πάτε διακοπές;» για να αναπτύξουν ένα διάλογο που έκανε ο καθένας με τον εαυτό του.
Γυναίκα : όχι απλά φεύγω
Άντρας : το ίδιο θα έλεγα και γω
Γυναίκα: Νοστάλγησα να ακούσω κοκόρια να λαλούν
Άντρας : Φεύγω
Γυναίκα : Τα λαλήματα είναι πιο καθαρά από τις λέξεις
Άντρας : Φεύγω
Γυναίκα : Το θρόισμα του αέρα στα δέντρα είναι ερωτικό
Άντρας : Φεύγω.
Γυναίκα : Αυτό μου το είπατε το άκουσα δεν είμαι κουφή
Άντρας : Ε; συγνώμη , συγνώμη , εγώ δεν έχω μάθει να ακούω
Γυναίκα : Μα με ακούτε τώρα … να πω ότι μάθατε;
Άντρας : Όχι δεν σας ακούω αρπάζω τα λόγια σας για να τα ντύσω με δικά μου και …
Γυναίκα : (διακόπτοντας τον) μόνο αυτή τη βαλίτσα έχετε ;
Άντρας : πάντα ήξερα να αρπάζω ότι δεν καταλάβαινα … (συνέρχεται) συγνώμη τι με ρωτήσατε;
Γυναίκα : Βλέπω ότι με ακούσατε , άρα σας βρίσκω μια χαρά.
Άντρας : Λέτε;
Γύρισαν και οι δύο το βλέμμα τους ίσια απέναντι και αφήνοντας το να χαθεί πάλι στον δικό τους ορίζοντα.
Ο Άντρας σήκωσε το χέρι του ίσια μπροστά στο πρόσωπο του και ρώτησε κοιτώντας το ενώ έκανε κινήσεις ανοίγοντας και κλείνοντας περίτεχνα τα δάκτυλα του …«Αν σας αρπάξω θα το δεχτείτε;»
Η γυναίκα σήκωσε τα πόδια και τα έβαλε πάνω στο κάθισμα μαζεύοντας το κορμί της σε μια εμβρυακή στάση για να ρωτήσει με ήρεμο λόγο «Ότι αρπάξατε , σας έμεινε;»
Άντρας : (γυρνώντας το κεφάλι του) Μα ήταν μια πρόφαση για να σας εξηγήσω ότι φεύγω …
Γυναίκα : Και εγώ φεύγω γιατί ένοιωσα ότι με αρπάξανε …
Άντρας : Έχω τον νόστο μέσα μου μιας ζωής που δεν έζησα
Γυναίκα: Εγώ έχω τον νόστο που λέτε μέσα μου για μια ζωή που ξέρω ότι υπάρχει.
Άντρας: Υπάρχει;
Γυναίκα: Αν σας το έλεγα θα το πιστεύατε;
Άντρας: Δεν ξέρω , ψάχνω κάτι που μπορεί να μην υπάρχει …
Η αναγγελία για την επιβίβαση στο τραίνο ακούστηκε κάνοντας και τους δύο να σηκωθούν από την ράθυμη στάση που είχαν χαμένοι μέσα στις σκόρπιες σκέψεις που αντάλλασαν.
Γυναίκα : Φεύγω
Άντρας : Και γω , χάρηκα , καλό ταξίδι
Γυναίκα : Μου αρέσει η βαλίτσα σας
Άντρας : και μένα τα μαλλιά σας
Γυναίκα : Έχετε όμορφα χέρια
Άντρας : Και εσείς ωραίο πρόσωπο.
Γυναίκα : Φεύγω χάρηκα
Άντρας : Και γω χάρηκα , γιατί έμαθα να μην μπορώ να αρπάζω πια , αν και μέσα μου λέω να βρω μια πρόφαση να συνεχίσουμε μαζί το ταξίδι.
Γυναίκα : Πρόφαση; Γιατί δεν το λέτε ;
Άντρας : Πάντα την πρόφαση ήξερα για ότι ήθελα να αρπάξω .
Γυναίκα : Τότε θα φύγω , γιατί μόλις με κερδίσατε
Άντρας : Να πάτε στο καλό χάρηκα
Σήκωσαν τις αποσκευές τους και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο που οδηγούσε στις ράμπες, ξεμακραίνοντας ο ένας από το πλάι του άλλου.
Ο άντρας γύρισε το κεφάλι του και προχωρούσε κοιτώντας το βάδισμα της, για να της φωνάξει «Έχετε πολύ ωραίο τρόπο να φιλάτε» για να πάρει την απάντηση «Μα τον αξίζατε»
Χάθηκαν τα βήματα τους στις ράμπες αναχώρησης. Στα διαφορετικά βαγόνια τους διάλεξαν ο καθένας από ένα παράθυρο με το βλέμμα στραμμένο στο απέναντι τραίνο.
Στο απέναντι τραίνο οι σιδηροδρομικοί, άρχισαν να κλείνουν τις πόρτες και τα φρένα του άρχισαν να φωνάζουν βγάζοντας αυτό τον συριστικό ήχο από τα μέταλλα που ξεφυσούσαν στις ράγες για να μεταφέρουν τα όνειρα των επιβατών του.
Το χαμόγελο του άντρα φωτίστηκε όταν είδε στο απέναντι τραίνο που έφευγε το χέρι της γυναίκας να τον χαιρετάει μαζί με ένα χαμόγελο που ψέλλιζε με μια αργή ορθοφωνία για να την καταλάβει « κ α λ ο σ ο υ τ α ξ ί δ ι ». Πήρε μια βαθειά ανάσα, άνοιξε το παράθυρο και χαμογελώντας ψέλλισε και αυτός με αργό ρυθμό « Έ χ ε ι ς ω ρ α ι ο χ α μ ό γ ε λ ο ! Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ »
Ο σταθμός του τραίνου, ήταν πολύβουος και δεν ήξερες αν ήταν ίδιοι ή διαφορετικοί οι άνθρωποι που διέγραφαν πορείες μέσα σε αυτόν. Εκείνος όμως βρισκόταν πολύ μακριά έξω από την ανάγκη που τον έκανε να βαδίζει με επαναλαμβανόμενο ρυθμό μέσα στη ζωή του.
Κοίταξε την μικρή βαλίτσα που είχε ριγμένη στο πάτωμα και έκανε ένα μορφασμό απορίας στο πρόσωπο του λέγοντας χαμηλόφωνα «Νοστάλγησα να ζήσω» για να συμπληρώσει μέσα από τις σκέψεις του που τις πρόδιδε μόνο ο μορφασμός απορίας «Που , με ποιόν , πως;»
Ακούστηκαν βήματα από τσόκαρα να πλησιάζουν μαζί με ένα ήχο συρτό από τα ρόλερ της βαλίτσας που ταξίδευε μαζί τους. Στην διπλανή θέση κάθισε μια κοπέλα ράθυμα τεντώνοντας τα πόδια της και βάζοντας τα πάνω στη βαλίτσα της. Έκανε το ίδιο και αυτός αφήνοντας το βλέμμα του να έχει την ίδια απόσταση από τον κόσμο.
«Έχει καθυστέρηση;» ρώτησε χωρίς να κοιτάξει δίπλα του για να ακούσει «Το ίδιο θα σας ρώταγα και γω» του απάντησε κοιτώντας και αυτή πέρα από τα όρια που είχαν όλοι γύρω τους.
Έστριψε το κεφάλι του και ρώτησε ανέκφραστα «Πάτε διακοπές;» για να αναπτύξουν ένα διάλογο που έκανε ο καθένας με τον εαυτό του.
Γυναίκα : όχι απλά φεύγω
Άντρας : το ίδιο θα έλεγα και γω
Γυναίκα: Νοστάλγησα να ακούσω κοκόρια να λαλούν
Άντρας : Φεύγω
Γυναίκα : Τα λαλήματα είναι πιο καθαρά από τις λέξεις
Άντρας : Φεύγω
Γυναίκα : Το θρόισμα του αέρα στα δέντρα είναι ερωτικό
Άντρας : Φεύγω.
Γυναίκα : Αυτό μου το είπατε το άκουσα δεν είμαι κουφή
Άντρας : Ε; συγνώμη , συγνώμη , εγώ δεν έχω μάθει να ακούω
Γυναίκα : Μα με ακούτε τώρα … να πω ότι μάθατε;
Άντρας : Όχι δεν σας ακούω αρπάζω τα λόγια σας για να τα ντύσω με δικά μου και …
Γυναίκα : (διακόπτοντας τον) μόνο αυτή τη βαλίτσα έχετε ;
Άντρας : πάντα ήξερα να αρπάζω ότι δεν καταλάβαινα … (συνέρχεται) συγνώμη τι με ρωτήσατε;
Γυναίκα : Βλέπω ότι με ακούσατε , άρα σας βρίσκω μια χαρά.
Άντρας : Λέτε;
Γύρισαν και οι δύο το βλέμμα τους ίσια απέναντι και αφήνοντας το να χαθεί πάλι στον δικό τους ορίζοντα.
Ο Άντρας σήκωσε το χέρι του ίσια μπροστά στο πρόσωπο του και ρώτησε κοιτώντας το ενώ έκανε κινήσεις ανοίγοντας και κλείνοντας περίτεχνα τα δάκτυλα του …«Αν σας αρπάξω θα το δεχτείτε;»
Η γυναίκα σήκωσε τα πόδια και τα έβαλε πάνω στο κάθισμα μαζεύοντας το κορμί της σε μια εμβρυακή στάση για να ρωτήσει με ήρεμο λόγο «Ότι αρπάξατε , σας έμεινε;»
Άντρας : (γυρνώντας το κεφάλι του) Μα ήταν μια πρόφαση για να σας εξηγήσω ότι φεύγω …
Γυναίκα : Και εγώ φεύγω γιατί ένοιωσα ότι με αρπάξανε …
Άντρας : Έχω τον νόστο μέσα μου μιας ζωής που δεν έζησα
Γυναίκα: Εγώ έχω τον νόστο που λέτε μέσα μου για μια ζωή που ξέρω ότι υπάρχει.
Άντρας: Υπάρχει;
Γυναίκα: Αν σας το έλεγα θα το πιστεύατε;
Άντρας: Δεν ξέρω , ψάχνω κάτι που μπορεί να μην υπάρχει …
Η αναγγελία για την επιβίβαση στο τραίνο ακούστηκε κάνοντας και τους δύο να σηκωθούν από την ράθυμη στάση που είχαν χαμένοι μέσα στις σκόρπιες σκέψεις που αντάλλασαν.
Γυναίκα : Φεύγω
Άντρας : Και γω , χάρηκα , καλό ταξίδι
Γυναίκα : Μου αρέσει η βαλίτσα σας
Άντρας : και μένα τα μαλλιά σας
Γυναίκα : Έχετε όμορφα χέρια
Άντρας : Και εσείς ωραίο πρόσωπο.
Γυναίκα : Φεύγω χάρηκα
Άντρας : Και γω χάρηκα , γιατί έμαθα να μην μπορώ να αρπάζω πια , αν και μέσα μου λέω να βρω μια πρόφαση να συνεχίσουμε μαζί το ταξίδι.
Γυναίκα : Πρόφαση; Γιατί δεν το λέτε ;
Άντρας : Πάντα την πρόφαση ήξερα για ότι ήθελα να αρπάξω .
Γυναίκα : Τότε θα φύγω , γιατί μόλις με κερδίσατε
Άντρας : Να πάτε στο καλό χάρηκα
Σήκωσαν τις αποσκευές τους και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο που οδηγούσε στις ράμπες, ξεμακραίνοντας ο ένας από το πλάι του άλλου.
Ο άντρας γύρισε το κεφάλι του και προχωρούσε κοιτώντας το βάδισμα της, για να της φωνάξει «Έχετε πολύ ωραίο τρόπο να φιλάτε» για να πάρει την απάντηση «Μα τον αξίζατε»
Χάθηκαν τα βήματα τους στις ράμπες αναχώρησης. Στα διαφορετικά βαγόνια τους διάλεξαν ο καθένας από ένα παράθυρο με το βλέμμα στραμμένο στο απέναντι τραίνο.
Στο απέναντι τραίνο οι σιδηροδρομικοί, άρχισαν να κλείνουν τις πόρτες και τα φρένα του άρχισαν να φωνάζουν βγάζοντας αυτό τον συριστικό ήχο από τα μέταλλα που ξεφυσούσαν στις ράγες για να μεταφέρουν τα όνειρα των επιβατών του.
Το χαμόγελο του άντρα φωτίστηκε όταν είδε στο απέναντι τραίνο που έφευγε το χέρι της γυναίκας να τον χαιρετάει μαζί με ένα χαμόγελο που ψέλλιζε με μια αργή ορθοφωνία για να την καταλάβει « κ α λ ο σ ο υ τ α ξ ί δ ι ». Πήρε μια βαθειά ανάσα, άνοιξε το παράθυρο και χαμογελώντας ψέλλισε και αυτός με αργό ρυθμό « Έ χ ε ι ς ω ρ α ι ο χ α μ ό γ ε λ ο ! Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ »
Ήταν η στιγμή για πάντα δική του , χωρίς αρπαγή και πρόφαση… δίπλα στο ταξίδι του νόστου της ζωής του.
Υ.Γ
Την φωτογραφία την βρήκα από τον ακόλουθο χώρο.
http://alwaysdoomed.blogspot.com/2010/01/blog-post_05.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.