ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ

.

Το βράδυ κατά τις «αργάμιση» η ώρα είχε στο νου πως θα έβγαινε βόλτα σε κανένα παραλιακό μαγαζί με την παρέα, ευελπιστώντας να είναι μαζί και η Ελένη.
Δεν ήξερε αν ήθελε να βάλει το «του» δίπλα στο όνομα της μια και ακόμη δεν την είχε ρίξει με την γοητεία του. Θα διάλεγε ως πρόταση αυτό δίπλα στην παραλία με τους φοίνικες εκεί που συχνάζουν «ιν» άτομα και θα ήταν ευχαριστημένος με τη σκέψη να μπορούσε να την έπιανε σφιχτά από τη μέση τραβώντας την με αποφασιστικό τρόπο λίγο παράμερα για ένα δημόσιο υγρό φιλί.
Την γούσταρε πολύ γιατί ήταν πιο όμορφη από όλες που είχε μέχρι τώρα νταραβεριστεί. Σαν την πρωτοείδε να έχει αυτό τον θηλυκό τουπέ στην παρέα της καφετέριας (σαν νεοφερμένη στα μέρη του) είπε σχεδόν φωναχτά ψελλίζοντας με τα χείλη του
«Όχι ρε Πούστη μου Δεν Υπάρχει» για να γίνει έκτοτε ένας επίμονος παρατηρητής της που ήθελε να την λιώσει στον έρωτα του.

Τις προηγούμενες μέρες τα είχε «πάρει» στο κρανίο γιατί κάτι Βάζελοι ξενέρωτοι που ξεκίνησαν να συχνάζουν τελευταία στο καφέ (της παρέας) ένοιωθε να του την «σπάνε», αλλά ακόμη περισσότερο του την έδινε ένας φλώρος από τους εν λόγω Βάζελους που  έσερνε μαζί του μια νόστιμη τύπισσα και δεν έλεγε να σταματήσει τα «σάλια» του ξενέρωτου έρωτα. Τα φιλαράκια του είπαν ότι έχει χαρτούρα από τον πατέρα του και πως σπουδάζει στο εξωτερικό πράγμα που τον χάλασε ακόμη περισσότερο.

Δεν γούσταρε τους φλώρους και τι δεν θα έδινε γι’ αυτό να τους ρίξει ένα μπερντάκι ξύλο. Άλλωστε του είχε πει ο πατέρας του παλιότερα μερικά γνωμικά που του είχαν φανεί μέχρι στιγμής χρήσιμα στη ζωή του. Το «γάμα τους πριν σε πηδήξουν» ήταν πολύ χρήσιμο στους τσαμπουκάδες μια και δεν άφηνε περιθώριο σε συζητήσεις δίνοντας πρώτος το αναπάντεχο χτύπημα κάνοντας τον άλλο να πέσει κάτω σαστισμένος. Τα υπόλοιπα του καυγά ήταν εύκολα μια και σαν χτυπάς ζαβλακωμένο είναι καλύτερα από ένα όρθιο και υποψιασμένο για φασαρία.
Στις γκόμενες ήταν πάντα τυχερός μια και προλάβαινε το ενδεχόμενο κέρατο που θα έτρωγε μέσα από την πρωτοβουλία του να τις διώχνει πρώτος. Είχε ακούσει από μικρός άλλωστε ότι τη γυναίκα και στο μπουκάλι να την κλείσεις θα κοιτάξει να γαμηθεί με το φελλό σε μια κουβέντα αντρική φίλων του μπαμπά του που ήξεραν καλά τις γυναίκες και με μια φωνή μπορούσαν να τις κάνουν να τους σέβονται.

Έσκυψε να βάλει τις παντόφλες του για να πάει στο μπάνιο και άκουσε ένα μεγάλο κρότο στην παλιά πόρτα του ισογείου σαν να την γκρέμιζε ένα τανκ. Δεν πρόλαβε να τραβήξει το φανελάκι που το είχε σηκώσει μέχρι το στήθος του με πρόθεση να το βγάλει και η πόρτα του δωματίου του ξεκόλλησε από τους μεντεσέδες με μια δυνατή κλωτσιά. «Τι είναι ρε παιδιά» πρόλαβε να πει για να σωπάσει ακαριαία από το φόβο του αντικρίζοντας την μορφή κάτι περίεργων στρατιωτών που είχαν πλήρη εξάρτηση με αλεξίσφαιρα γιλέκα, κράνη, τεράστιες μπότες και όπλα που δεν είχε δει ξανά από τόσο κοντά. Τον έπιασαν από τις μασχάλες και αφού του έριξε ένας μια κλωτσιά στην κοιλιά τον έσυραν με κομμένη αναπνοή από το διάδρομο που ήταν γεμάτος από αντίστοιχους κομάντος που δεν μιλούσαν αλλά φώναζαν «επ ώπ» σέρνοντας τον χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί.
Ένα τεράστιο κουτί μεταλλικό βρέθηκε μπροστά του και είδε τον εαυτό του να σωριάζεται σαν σκουπίδι μέσα του για να κλείνει το καπάκι αφήνοντας τον στον σκοτεινό ετούτο τάφο.

Δεν κατάλαβε αν κοιμήθηκε ή αν πέθανε όλο αυτό το χρόνο που ήταν μέσα στο μαύρο περιβάλλον του κουτιού του, αλλά αυτό που αισθάνθηκε κάποια στιγμή ήταν να καίνε τα μάτια του σε ένα εκτυφλωτικό φως σαν άρχισε να ανοίγει το καπάκι. Δεν πρόλαβε να καθαρίσει το θάμπωμα στα μάτια του αντιλαμβανόμενος κάτι κορυφές δέντρων σε ένα ηλιόλουστο και θερμό ουρανό όταν μια κλωτσιά με γέλια που την ακολούθησαν τούμπαρε το κουτί του εγκλεισμού του κάνοντας τον να πέσει με τα μούτρα στο χώμα φτύνοντας την άσχημη γεύση του πηλού που μπήκε στα χείλη του. «Τι είναι εδώ ρε Πούστη μου» σκέφτηκε αντικρίζοντας μερικούς ιθαγενείς με κοντάρια πίσω από το αναποδογυρισμένο κουτί που γελούσαν με τον χαρακτηριστικό τρόπο της παιδικής τους κίνησης.
Τον έδειχναν με τα δάκτυλα τους και με τα κρεμασμένα χείλη τους πάνω από κάτι κίτρινα άσχημα δόντια έλεγαν ακατάληπτες λέξεις κλιμακώνοντας το φόβο του και μετατρέποντας το γέλιο σε ένα απειλητικό θόρυβο στα αυτιά του. Σηκώθηκε αμέσως και έκανε μερικά βήματα θέλοντας να ξεφύγει από αυτό το περίεργο όνειρο που ζούσε. «Τι δουλειά έχω εδώ ρε γαμώ το κέρατο μου» σκέφτηκε πιάνοντας τον παράλληλα μια θλίψη για το ότι στο μυαλό του είχε το παραλιακό μπαράκι και σίγουρα την μαγκιά που θα λειτουργούσε κερδίζοντας την ποθούμενη φιγούρα της Ελένης.
Ένας ιθαγενής του ψέλλισε σε σπασμένα Ελληνικά « Εσύ μάγκα …εμείς εσένα γαμίτσι, τρέχα γιατί έρχεται μαλάκα μάγκα το γαμίτσι» Από εκείνη τη στιγμή άρχισε ένα τρελό λαχανιασμένο τρέξιμο στην ποώδη βλάστηση αυτού του άγνωστου τόπου. Δεν ήταν ότι καλύτερο να τρέχει χωρίς σχεδόν ρούχα μέσα σε αυτό τον τόπο βλέποντας από παντού να ξεπροβάλλουν φιγούρες από δύσμορφους ιθαγενείς να είναι έτοιμοι να τον λιντσάρουν.
Η ανάσα του ακούγονταν βαριά και τα σάλια στο στόμα του άρχισαν να γίνονται κολλώδη από την αγωνία ενώ άρχισε να χάνει τις δυνάμεις του πηδώντας συνέχεια πάνω από πεσμένα κομμάτια κλαριών και μεγάλες πέτρες στο τρελό τρέξιμο του.
Σε ένα πήδημα του πάνω από μια κοτρώνα τον πρόδωσε η δρασκελιά του και κτυπώντας το πόδι  έβγαλε ένα θανατερό ήχο νιώθοντας την απειλή της ζωής του φωνάζοντας «Ωχ».
Μετά το χτύπημα δεν μπορούσε να δει τίποτα μια και έξαφνα όλα σκοτείνιασαν γύρω του κάνοντας την αγωνία και το ξεραμένο στόμα του να παραμένει ανοιχτό κινούμενο με απελπισία επάνω στον αδύναμο να κρατηθεί στη ζωή μίσχο του λαιμού του.

Άπλωσε το χέρι του και ακούμπησε σε κάτι μαλακό ενώ το πόδι του συνέχιζε να έχει ένα αφόρητο πόνο. Προσπάθησε να σηκωθεί και έτριξε κάτι σαν γνώριμος ήχος δίπλα του για να διαπιστώσει ανέκφραστα πως ήταν από την μετακίνηση μιας καρέκλας. Όταν συνήλθε λίγο η όραση του κατάλαβε ότι είχε δώσει μια μεγάλη κλωτσιά στην καρέκλα που ήταν δίπλα στο κρεβάτι του ενώ βρισκόταν παραιτημένος μέσα στην αγκαλιά του εφιαλτικού Μορφέα.
Σκούπισε με την ανάστροφη πλευρά της παλάμης του το ιδρωμένο κούτελο του και συνειδητοποίησε πως ήταν Κυριακή και αύριο με το ξημέρωμα της Δευτέρας άρχιζαν οι Πανελλήνιες κατατακτήριες εξετάσεις του Λυκείου που έπρεπε να τις περάσει με επιτυχία για το μέλλον του.
Το «γάμα τους πριν σε πηδήξουν» σε αυτή την περίπτωση δεν είχε εφαρμογή μια και τώρα ήταν αντιμέτωπος με τον εαυτό του και με όλα όσα νόμιζε ότι ήξερε σε ένα όνειρο που του ήταν όλα εντελώς άγνωστα.

Ήταν κατασταλαγμένος θέλοντας να βάλει σε μια σειρά τη ζωή του και επέλεγε να περάσει σε στρατιωτικές σχολές ή πιο καλά σε αυτή της Αστυνομίας μια και θα έλυνε για πάντα το επαγγελματικό του μέλλον γενόμενος «κάποιος» που θα είχε σταθερό μισθό και μια δύναμη στο λόγο του θαμπώνοντας με το παράστημα του την Ελένη του πόθου του.
Ποιος τους χέζει τους επιστήμονες που γίνονται ντιλιβεράδες πιτσαδόροι είχε ακούσει πριν λίγο καιρό εκστασιασμένος από κάτι παράγοντες γνώστες του αθλήματος που λάτρευε σαν τους γνώρισε συχνάζοντας στη λέσχη της ομάδας του. Ένας αδύνατος στην κορμοστασιά καλοντυμένος με δακτυλίδι στο χέρι θαμώνας που δεν τον ήξερε προσέθεσε στην κουβέντα της ποδοσφαιρικής παρέας «Ξέρεις πόσους τέτοιους έχω εγώ στη δουλειά;» για να τον κάνει να αισθανθεί πως η δύναμη βρίσκεται στην οικονομική ανεξαρτησία και στον σεβασμό που θα αποπνέει σαν άνθρωπος της εξουσίας.
Δεν θα του έδιναν τυχαία και το όπλο μια και θα το άξιζε γιατί αυτός θα ήταν ο φύλακας της αναρχίας που έβλεπε καθημερινά δίπλα του. Όλα τα «θέλω» στα όνειρα των παιδικών του ματιών είχαν πάει πίσω από τη σκέψη «Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι» που έδιναν ένα αποφασιστικό και συνετό προφίλ για τη ζωή που ήθελε να ακολουθήσει μέσα από τη σιγουριά που του προσέφερε η σκέψη του. Στο μυαλό του είχε τον φλώρο που νόμιζε ότι είναι κάποιος σπουδάζοντας με τα λεφτά του μπαμπά του και ήθελε πολύ να του δώσει μια κλωτσιά στα ευαίσθητα σημεία του για να τον θυμάται σαν ήθελε να κάνει τον γκόμενο με ξένα κόλλυβα.
Στη ζωή του μπροστά σαν πετύχει στα σώματα Ασφαλείας θα έχει πολλές ευκαιρίες να πλακώσει στο ξύλο όλα αυτά τα κωλόπαιδα που νομίζουν ότι είναι διαφορετικά από τους άλλους με τις θεωρίες τους και τις επαναστατικές αναρχικές τους παρουσίες στους δρόμους που δεν έχουν κουβαλήσει για το μεροκάματο ούτε ένα κασόνι…σκεφτόταν πολύ συχνά.

Δεν θα μάθαινε ποτέ ότι τα πρεζάκια δεν βρίσκονται στο κέντρο της πόλης του αλλά μέσα στο μυαλό των κατοίκων της.
Δεν θα του έλεγε ποτέ κανένας ότι η οικογένεια του , οι δάσκαλοι του, η ομάδα του, ο ιδιοκτήτης της καφετέριας ήταν οι προαγωγοί του στην πρέζα της σκέψης του που τον είχε φέρει μέχρι τούτη τη στιγμή να σκέφτεται έτσι.
Το όνειρο μιας καθαρής φωνής από μέσα του βγήκε στην επιφάνεια θέλοντας να του μιλήσει με μια παιδικότητα για τον κόσμο που βρίσκεται πέρα και πίσω από τις εύκολες ιδέες του μυαλού του, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να πορεύεσαι στη ζωή μέσα από όνειρα μια και θα σε κατηγορήσουν για «αιθεροβάμονα». Έτριψε το πόδι που τον πόναγε ακόμη για να γυρίσει πλευρό και να αφεθεί αναπνέοντας τώρα φυσιολογικά κερδίζοντας λίγο ακόμη ύπνο πριν το ξύπνημα των εξετάσεων.

Για κάθε άνθρωπο που μπορεί να σκέφτεται πέρα από το φόβο του το πιο σωστό θα ήταν να στείλει την καλή του σκέψη σε ετούτο το παιδί να πετύχει τα όνειρά του έστω και αν θα το έβρισκε μετά από λίγα χρόνια προστατευμένο με εξάρτηση να κατευθύνει το ρόπαλο του με μανία σε ότι έμαθε να τον ενοχλεί.
Τα γεννήματα της σκέψης όλων αυτών που τον έκαναν έφηβο οφείλουν κάποια στιγμή να εισπράξουν το πνεύμα που δημιούργησαν και έτσι να συνεχίσουν να τροφοδοτούν με φόβο την ήδη ανούσια ζωή τους.
Κανένας δεν πρόσεξε πως η κουβέντα που προτείνει ο ύπνος στον εαυτό μας βγάζοντας τις αλήθειες για μια άλλη ζωή θα μπορούσε να του είναι χρήσιμη σας κατεύθυνση για την παιδεία του. Οι πάντες δείχνουν τους άλλους και ζητούν από αυτούς φοβούμενοι να δουν το δικό τους δάκτυλο να στρέφεται στον εαυτό τους.
Ας του πούμε λοιπόν μέσα από την συλλογική συνείδηση της εποχής …
«Καλή επιτυχία Παιδί μου για ότι μας αξίζει να είσαι» 


Πληροφορία εικόνας 

Πρόκειται για το Κουρδιστό Πορτοκάλι μια ταινία του 1971 που νομίζω πως δεν έπαψε να είναι επίκαιρη.  Παραθέτω ένα σύνδεσμο που μπορεί να ενημερωθεί κάποιος για την ταινία  (Εδώ)

1 σχόλιο:

  1. Σαν "Σχόλιο" ήθελα να αφήσω τα μελωδικά λόγια δύο ανθρώπων που δεν μπορούμε να τους δείξουμε πλέον με το δάκτυλο μας στο τοπίο του ορίζοντα γιατί βρίσκονται "Παντού" και "Πουθενά"
    Τους ευχαριστούμε για όσα "σχόλια" άφησαν παρακαταθήκη στη σκέψη μας αντάμα με τις χαρές και τις πίκρες μας.
    Το μόνο που ίσως θα ήταν δίκαιο να τους υποσχεθούμε είναι πως θα προσπαθούμε πάντα να καταλαβαίνουμε περισσότερα λόγια από αυτά που ψελλίζουμε τραγουδώντας όσα μας άφησαν.

    http://www.youtube.com/watch?v=B9GIeee42no&feature=player_embedded

    ΑπάντησηΔιαγραφή