ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ

.

Σήμερα στάθηκα στην άδεια πλατεία του χωριού μου με το δροσερό αεράκι να περνά μέσα από τα μαλλιά μου και να μπαίνει δροσερό κάτω από τα ρούχα μου.
Ήθελε να μου θυμίσει ότι πάντα θα είναι το διάμεσο που μέσα από αυτό μπορώ να κοινωνήσω τη φωνή μου. Η βρύση με το απλοϊκό αέτωμα άφηνε το κελάρυσμα της πηγής να φτάνει στα αυτιά μου σαν άγνωστη πληροφορία ζωής που στέκει δυσανάγνωστη πέρα από όλους εμάς. Οι βάτραχοι έπαψαν πια να κατοικούν στην φυτρωμένη γούρνα της και το αποφάσισαν με τον θάνατο τους. Ο οβελίσκος της ιστορικής Δόξας δίπλα μου έστεκε με μια νέα επιγραφή που χάραξε η φθορά του χρόνου. Ήταν μια μοναχά λέξη με κόκκινο σάπιο χρώμα σαν αυτό που παίρνουν τα φύλα της οξιάς σαν γυρίζουν πίσω να γίνουν χώμα … έγραφε «γιατί;»

Έστεκα ανάλαφρος τραβώντας βαθιές ανάσες για να ταιριάξω μέσα μου βολεύοντας την κούραση από τις όμορφες διαδρομές που είχα κάνει τις προηγούμενες μέρες. Είναι κούραση να κάνεις εκδρομές στη ζωή σου που τις ονοματίζεις «σκοπό».
Η πέτρα που είχα κρύψει κάτω από τον φοίνικα στο Βάϊ πατήθηκε από τη λασπωμένη μπότα του πυροσβέστη και έσβησε η μολυβιά που κρατούσε πάνω της. Το νεκρό καβούρι έστεκε με την κοιλιά γυρισμένη στον ουρανό στο φαράγγι Πάντα Βρέχει, ξέχασε πια την ανησυχία που του έφερε το βήμα μου στο υδάτινο σπίτι του. Τα χιόνια του Ψηλορείτη χάθηκαν μέσα στους βόθρους της ανακύκλωσης και έπαψαν να ποζάρουν στο βλέμμα μου. Ο καταρράκτης της Φόνισσας κουράστηκε να θυμάται τις φωνές από τις βουτιές μας στο νησί της Αφροδίτης.
Το μόνο τοπίο που έστεκε ακόμη συμπαγές ήταν αυτό της μικρής πλατείας ακριβώς στη μέση της ερώτησης «υπάρχει ή δεν υπάρχει;»
Αυτό το ερώτημα μπορεί και γεννά παιδιά, δίνει χαμόγελα , δίνει πόνο , δίνει την ίδια τη ζωή.
Τα γέλια στα τραπέζια της ζωής μας πάντα αφήνουν για λίγο τη μνήμη τους στη σκόνη που κάθεται από τον δροσερό αέρα που πάντα τα σβήνει.
Άνοιξα το στόμα μου καθώς ήμουν μόνος στην πλατεία και φώναξα.
«Έι ! είναι κανείς εδώ;» για να μιλήσω ξανά μετά από μια μακρόσυρτη προσμονή μέσα στο θρόισμα των φύλων και το κελάρυσμα του νερού στην γούρνα και να πω «Ει ! είμαι εδώ;»
Τότε εμφανίστηκαν άνθρωποι πολλοί από το πουθενά και άρχισαν να μου λένε ότι πράγματι είμαι εδώ και να μου δίνει ο καθένας την ιδιότητα που τα μάτια του ήθελε να βλέπει.
Τους χαμογέλασα και φώναξα «Πες τε ρε και σεις … Ει ! είμαι εδώ;»
Θύμωσαν που χάλασα την βεβαιότητα τους και η σκόνη του κάθε ενός έκανε κύκλους γύρω από τις πατημασιές που είχαν κάνει… κρύφτηκαν όλοι στη βεβαιότητα τους. Το νερό της πηγής συνέχισε να κελαρύζει.
Χαμογέλασα με ένα τρόπο που άφηνε τα δόντια να δείξουν το μέτρο της χαράς της αίσθησης κάπου ανάμεσα στην αμφιθυμία.
Άπλωσα τα χέρια μου στο πρόσωπο τρίβοντας το και σηκώθηκα από το κρεβάτι μου μέσα από ένα «πολιτικό» όνειρο χωρίς ανθρώπους γύρω μου, αλλά για τους ανθρώπους μέσα μου.
Η μόνη σιγουριά ήταν ότι ακόμα ήμουν εδώ ανάμεσα στη σκέψη που θέλει να ισορροπεί σε μια λεπίδα που γράφει πάνω στην κόψη της «Είναι και δεν Είναι».
Ήμουν ακόμη μέσα σε αυτό που λέμε Ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: