ΑΝΕΒΑΣΜΑ… ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ…

.
Ποτέ δεν ανέβηκα στα Όρλια …

Αυτή την κορυφή δεν την βλέπεις κάτω από το χωριό … πρέπει να ανέβεις το βουνό και να φτάσεις στο οροπέδιο.
Μερικά πράγματα τα βλέπεις πάντα μετά από μια πορεία στη ζωή σου…
Από μικρός είχα ακούσει ιστορίες για τις δύσκολες μέρες , τότε που η βία περίσσευε στους φοβισμένους ανθρώπους (θύτες και θύματα ένα κουβάρι) και τα Όρλια έπαιξαν σημαντικό ρόλο σαν παρατηρητήριο επιβολής της νύχτας στο χαμόγελο της ζωής των ανθρώπων.

Η Γερμανική υποχώρηση και κατόπιν η αδελφοκτόνα περίοδος του εμφυλίου έδιναν μια άλλη πορεία στα βήματα μου που πάντα διάλεγαν άλλη διαδρομή εκτός από τα Όρλια.
Μεγάλος πλέον, σχεδιάζοντας να ανέβω με αγαπημένα μου πρόσωπα σε αυτή την κορφή (άλλους μαζί και τους περισσότερους στη σκέψη) , έψαχνα να έχω μέσα μου ένα δομημένο λόγο (σε αυτή την ανάβαση) για την συναισθηματική νοημοσύνη μου.

Δεν μου αρκούσε να σκέφτομαι τα αρνητικά γεγονότα που άφησαν τη λησμονιά τους στο τοπίο.

Ήθελα τον «λόγο» που θα μπορούσα να κοινωνήσω με όσους αγαπώ και σκέφτομαι ότι θέλω είναι «μαζί μου» στην ανάβαση αυτή ,λειτουργώντας μια κάθαρση της μνήμης.

Θυμήθηκα μια κινηματογραφική ταινία που με είχε γοητεύσει στο παρελθόν και επικεντρώθηκα σε ένα περιεκτικό «διάλογο» δυο παλιών αντιπάλων από τα δύσκολα χρόνια του διχασμού σε ένα ορεινό χωριό σαν το δικό μας…

Ο διάλογος γίνεται ουσιαστικός όταν έχει λίγες λέξεις και τα μάτια μας ακόμη και μέσα από σιωπή ,κοιτούν στην καρδιά του άλλου περνώντας από το καθρέφτισμα της δικής μας.
Ήταν η σκηνή μεταξύ του Μάνου Κατράκη και του Διονύση Παπαγιαννόπουλου στο έργο του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ταξίδι στα Κύθηρα».
Ενώ θα μπορούσα να καταγράψω το λόγο και την ατμόσφαιρα της σκηνής από μια ενοικιαζόμενη ταινία, έκανα κάτι διαφορετικό.

Ζήτησα το τμήμα του σεναρίου από τον ίδιο τον Θόδωρο τον Αγγελόπουλο (μέσω e-mail), σαν συμβολική πράξη τιμής στο πρόσωπο του μεγάλου δημιουργού , αλλά παράλληλα ως μια πράξη αντίστοιχης τιμής για κάθε συναισθηματικά ώριμο άνθρωπο που μετέχει στη συνείδηση της τέχνης του.
Αν θέλετε επιπρόσθετα λειτούργησε ως μια συμβολική τιμή (με τη στροφή του βλέμματος του δημιουργού στη μικρή γωνιά του χωριού) για τους ίδιους τους συχωριανούς μου αλλά ακόμη και γι αυτούς που ήταν ζωντανό μέρος της μνήμης ... και τώρα ανάμνηση.
Μεγάλες στιγμές ζουν μόνο κοινωνίες με αμφίδρομες εκτιμήσεις των μελών τους.
Τον ευχαριστώ για την απάντηση στην όχληση ενός ανθρώπου μέσα από τις τόσες υποχρεώσεις του.
Ακόμη η απαντητική γραφή επιβεβαιώνει το μέγεθος της συνειδητότητας αυτού και των συνεργατών του που χειρίστηκαν την επικοινωνία.

Αυτόν τον διάλογο λοιπόν ,
θέλω να τον καταγράψω καλά στην μνήμη μου και να τον κουβαλήσω μαζί μου στα Όρλια φέτος το καλοκαίρι.
Θα μου συγχωρήσετε την ελλειμματική περιγραφής της σκηνής μέσα από μια απλή γραφή, που δεν μπορεί να αποδώσει το πλάνο του ποιητή Αγγελόπουλου…

Γυμνά χειμωνιάτικα δέντρα δίπλα σε ένα φράκτη και πιο πίσω σφαλιστά σπίτια, στέκουν δίπλα στο δρόμο του χωριού κάτω από ένα συννεφιασμένο μουντό ουρανό. Περπατά αργά ο Παπαγιαννόπουλος μπροστά από το σαμαρωμένο μουλάρι του. Δένει στο φράκτη το ζώο και υπερβαίνει τον δισταγμό του πλησιάζοντας προς το σημείο συνάντησης . Βγάζει τσιγάρο από ένα λαϊκό στραπατσαρισμένο πακέτο και ετοιμάζεται να το καπνίσει αμήχανα σαν στήριγμα στη συνήθεια ... απέναντι σε ότι του ζητά η ψυχή του να κοινωνήσει . Πλησιάζει ο Κατράκης με ευθύ βλέμμα χαμένο στις σκέψεις του.
Τελευταία στιγμή αντί να βάλει το τσιγάρο στο στόμα του κάνει κίνηση υπέρβασης και το προσφέρει.
Το παίρνει (ο Κατράκης), ταυτόχρονα με μια κίνηση προσφοράς (ο Παπαγιαννόπουλος) βγάζει ένα αναπτήρα από κάλυκα παλιάς σφαίρας να του το ανάψει και του λέει:

- Μας βάλανε και πολεμήσαμε , βγάλαμε τα μάτια μας. Εσύ από δω εγώ απ την άλλη μεριά (σπάει η φωνή) … χάσαμε κι οι δυό.

Δεν μπορεί να πει άλλα .. γυρίζει και πηγαίνει προς το ζώο..
Σταματά όμως … τον ξανακοιτά και συνεχίζει με σπασμένη φωνή

- Ο άνθρωπος με τον άνθρωπο , ο λύκος με το λύκο

Συνεχίζει πλησιάζοντας το μουλάρι όμως ξαναστρέφει το θολό και υγρό βλέμμα γύρω του λέγοντας αμήχανα:

-Τίποτα δεν απόμεινε εδωπέρα…

Αρχίζει και ψιχαλίζει , ανοίγει την ομπρέλα του παίρνοντας το μουλάρι και γυρίζει φεύγοντας αργά ενώ με σπασμένη φωνή τραγουδά.

- Το πυροβολικό το πυροβολικό, το πυροβολικό πολύ το αγαπώ.
Χάνεται στη στροφή και ακούγεται η συνέχεια της παρωδίας του εμβατηρίου χαμηλόφωνα …
- Τ’ αγαπά τ’ αγαπάω κι’ ας πεθάνω στο κανό στο κανόνι μου επάνω.

Σκέφτομαι …
Σιωπή και λόγος αυτής της συνάντησης ,είναι μια θυσία στην χαμένη παιδικότητα της ψυχής του ανθρώπου. Μια παιδική ματιά απορίας , που δεν ξεριζώνεται με τίποτα από τους φόβους και τις ιδεοληψίες μιας ζωής. Ένας κύκλος η ζωή του καθενός μας , που κάποια στιγμή πλησιάζει σαν πλανήτης στη θέαση της μεγαθυμίας της Αγάπης και της συγχώρεσης…
Τώρα πριν ξεκινήσω, μου φαντάζει το ανέβασμα περισσότερο φιλικό και καθαρμένο…
Δεν αφορά το παρελθόν αυτό το «ανέβασμα» στη σκέψη του βουνού …
Είναι μια ματιά στη σκέψη και την δράση των ανθρώπων – όλων μας ,που ξαναζούμε διχασμούς πνευματικούς , μέσα από τις προσωπικές και κοινωνικές μας επιλογές…

Σε κάθε εποχή κάνουμε την ίδια διαδρομή του Σισύφου , στα βουνά του μυαλού μας , νομίζοντας ότι είμαστε διαφορετικοί απο τους ανθρώπους του παρελθόντος ... σε αυτό το κουβάλημα της νύχτας μας... Κρίνω ότι τέτοιες σκέψεις που εντοπίζει κάθε μεγάλος δημιουργός , είναι «επιθέσεις αγάπης» με στόχο το φανέρωμα του ουσιαστικού εαυτού μας που έχει πάρει λάθος δρόμο στο δαίδαλο της λογικής του Εγώ και των Φόβων μας.

Το μόνο που μένει να κάνει κάποιος ,για να φέρει τον εαυτό του πιο κοντά του, είναι να γράψει ιδιόχειρα κάτω από τα λόγια μιας τέτοιας σκηνής … «Ναι με αφορά» … όποιος κι αν είναι … ακόμα και ηγέτης… Εμένα πάντως …
- Ναι με αφορά .

Κ. Ζ 02

Δεν υπάρχουν σχόλια: