Σκέψεις για τη λογική και το συναίσθημα (22 Σεπτ 2012)

.




Βρε καλώς τον!
Είπα στον εαυτό μου σαν μου ήρθε η διάθεση να δώσω χώρο σκέψης πάνω στη λευκή σελίδα του υπολογιστή. Ναι μου ήρθε η επιθυμία του μοιράσματος, και την αναγνωρίζω -δύσκολα- κάθε φορά όταν δεν ξεπροβάλει μέσα από το «πρέπει» στη ζωή μου, αλλά από το «Θέλω» που περιλαμβάνει τη διάκριση του μέτρου. Ίσως έτσι όφειλαν να είναι οι ανθρώπινες σχέσεις σε όλες τις εκδοχές τους… αλλά μιλάμε για μια άλλη κοινωνία που δεν έχει έρθει ακόμη. Άλλωστε το «θέλω» ακόμα και χωρίς την διάκριση του μέτρου, φοβόμαστε συνήθως να το εκφράσουμε γιατί κάνει ευάλωτο μέσα από κοινή έκθεση τον εσωτερικό μας κόσμο. Αντίθετα έχει μάθει ο καθείς μας (εξ απαλών ονύχων) πως το κλάμα ή η γκρίνια είναι το μόνο μέσον για να διεκδικούμε.

Η διάθεση μου σήμερα γράφοντας εδώ, είναι ταιριαστή με ένα περπάτημα στα πρανή του χωριού μου κατά την διάρκεια του οποίου θέλω να μονολογήσω σκέψεις και να τις ακούσω για κατανόηση από τη φωνή μου. Αυτό κάνουμε όλοι μας σαν δηλώνουμε τις απόψεις και τις θεωρίες μας, έστω και αν κοπτόμαστε ότι λειτουργούμε τον διάλογο. Αυτό που μας κάνει να μαθαίνουμε το διαφορετικό σαν ακούμε τους άλλους, είναι η σιωπή. Όταν πιάνουμε τον εαυτό μας να «ξέρει» και να απαντά γρήγορα, τότε απλώς λέμε το «ρόλο» μας που ανάθεμα αν καταλαβαίνουμε τι λέμε στην ουσία, μα προπαντός λειτουργούμε την άγνοια στο «γιατί» τον ερμηνεύουμε όντας μέσα στους ανθρώπους.

Όπως το θέατρο λειτουργεί ως θεραπευτική κλειδαρότρυπα της παρατήρησης από τον θεατή προς τη ζωή των ηρώων που ενσαρκώνουν οι ηθοποιοί, έτσι και ένα γραπτό έχει την δική του παρέμβαση στον αναγνώστη. Μοναδική προϋπόθεση για να είναι θεραπευτική η παρατήρηση, είναι να ξεκινά ο λόγος από την διάθεση του συγγραφέα να πει με παιδική καθαρότητα τα δικά του ζωτικά ψεύδη. Μεταξύ μας, όταν λέμε «αλήθειες» περιγράφουμε ουσιαστικά τις δικές μας θεωρίες που δεν είναι τίποτε άλλο από μικρά ή μεγάλα ψέματα που μας ορίζουν τη ζωή και τα φέρουμε ως σπουδαία.

Μα και τα λόγια της παιδικής έκφρασης αυτού που θέλει να κοινωνήσει, έχουν ρούχα. Χωρίς αυτά είναι επικίνδυνο να προκληθεί ο κανιβαλισμός που τον κουβαλά μέσα του ο θεατής και να λερώσει την πρόθεση. Τα πραγματικά γεγονότα που ζυμώνουν τις αισθήσεις μας είναι δικά μας και αυτό που μπορούμε να μοιραστούμε είναι ένα καταστάλαγμα λογικής και συναισθήματος που μέσα από την εκφορά του ακουμπά όλων μας τις αντιλήψεις. Είναι μια τεράστια διαφορά μεταξύ γραφικού και ουσιαστικού λόγου της επικοινωνίας.

Ήδη έχω περπατήσει με τη σκέψη μου και έχω αφήσει τα τελευταία σπίτια του χωριού βλέποντας τις σκεπές σιωπηλές να μου θυμίζουν ότι όσο μακριά και αν περπατήσω έχω ανάγκη κάποια στιγμή την επάνοδο μου σε ότι «ξέρω» και με προστατεύει ως καθημερινότητα.
Από εδώ που βρίσκομαι, δίπλα σε μια βρύση πηγής που σιγο-στάζει, σκέφτομαι βρέχοντας το μέτωπο μου με το λιγοστό νερό της…

Έχουμε μέσα μας οι άνθρωποι λογική και αξίες καθώς και παρορμήσεις με συναίσθημα. Ποια είναι η δόση που τούτα τα δυο μπαίνουν στο παρόν μας για να φτιάξουμε ένα επιτυχημένο φαγητό και να το προσφέρουμε ως στάση ζωής;
Όλη η εκπαίδευση μας στοχεύει στην «λογική» συγκριτική οργάνωση της σκέψης μας κάνοντας μας σε κάποια στιγμή «ώριμους;» Προμηθείς σε ότι ονομάζουμε ζωή. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση «εγώ το είπα» με την οποία συχνά επικροτούμε την κρίση μας πιστεύοντας ότι αυτό μας κάνει νικητές.
Είμαστε όμως νικητές;
Το συναίσθημα πάλι, που είναι άλογο και σέρνει το άρμα των σπουδαιότερων αισθήσεων της ζωής μας, είναι τυφλό και δεν λογιάζει τα επιφανειακά σχήματα των μορφών που δίνει η λογική στην κοινωνία μας. Πολλές φορές του καταλογίζουμε καταστροφικές συνέπειες λέγοντας ότι μας οδηγεί στον γκρεμό. Έχουμε όμως δίκιο;

Για το συναίσθημα δεν υπάρχουν ιδιότητες ξεχωριστές από κάθε αίσθηση μας, αλλά λειτουργεί μέσα από όλες μαζί και έτσι καταλύει την ξεχωριστότητα του Εγώ μας που θέλει να ορίζει αναλυτικά τον κόσμο… Δηλαδή το Εγώ μας θέλει να ακυρώνει την ουσία του φυσικού κόσμου, για να μετρήσει ωφελιμιστικά μέσα από τη φτώχεια του μυαλού μας την εκδοχή που του δίνει.

Δυο άλογα είναι ζεμένα στο άρμα της ζωής μας που το ένα έχει δύναμη και το άλλο βλέπει ανύπαρκτους δρόμους… Εμείς ο τρίτος πόλος αυτών των δυνάμεων που όντας ψευδώς βλέποντες, οφείλουμε να σεβαστούμε την ουσία της δύναμης στο άρμα της ζωής μας, ενώ καλούμαστε να την οδηγήσουμε σε μια ωφελιμιστική πορεία.
Δύσκολη η λειτουργία του ηνίοχου σαν έχει στοιχειώδη επίγνωση της ευθύνης του.

Όλοι μας θα φτάσουμε σε ένα τέρμα που το ορίζει η Άτροπος μοίρα, όμως μέχρι τότε μας δίνεται η δυνατότητα να κάνουμε όσες και όποιες βόλτες θέλουμε με το άρμα μας. Βιώνουμε τα όρια της ελευθερίας μας, ή αν το πούμε διαφορετικά ζούμε την ελευθερία μέσα στα όρια μας.
Είναι στιγμές που δεν αποφασίζουμε εύκολα και χρειαζόμαστε ένα καθοδηγητή.
Έχουμε ανάγκη την επίκληση στον Θεό μας, για να πάρουμε δύναμη και να αποποιηθούμε την ευθύνη όντας παραδεχόμενοι την πεπερατή σκέψη μας.
Θέτω ένα ερώτημα που δεν έχει εύκολη απάντηση:
Η άγνοια μέσα από την «άπειρη» λειτουργία του Είναι της μήπως είναι η δύναμη και αντίστοιχα η ανθρώπινη γνώση φανερώνει στα μάτια μας την δική μας αδυναμία;

Τούτο για όποιον ξέρει (ψευδώς;) πως οι σκέψεις του είναι ξόανα για να του δίνουν ένα ανύπαρκτο προσανατολισμό σε ένα αχανές σε χώρο και χρόνο Παν, είναι ένα επιπρόσθετο άγος.
Έχει μεγάλη αναταραχή στον προϊστορικό ωκεανό πέριξ της Πανγαίας που έχουμε μέσα μας, η φράση «Έν οίδα ότι ουδέν οίδα» του Σωκράτη.

Οφείλουμε να φτιάξουμε το δικό μας ψεύδος και μέσα σε αυτό να έχουμε την καλύτερη δυνατή ηρεμία βαδίζοντας προς το τέλος της ζωής μας. Η «βλάβη» που μας ξεχωρίζει από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο είναι η ελλιπής συνείδηση που έχουμε αναπτύξει και μας κάνει να αναγκαζόμαστε να λειτουργούμε τον μύθο του λυκάνθρωπου. Ναι αυτή την δισυπόστατη σε βία και ουμανισμό ιδιότητα την κουβαλάμε από την εποχή του Λύκειου Απόλλωνα, την πήρε από τους Σπαρτιάτες ο Πλάτωνας φτιάχνοντας το Λύκειο του, δημιούργησε ακόμη μια ολόκληρη αυτοκρατορία πίνοντας το γάλα της ο Ρωμύλος και ο Ρέμος και τέλος μας σερβιρίστηκε ως ταινία θρίλερ το 1941 από τον Ρόμπερτ Γουόγκνερ.

Μιλούμε για την αιώνια αντίθεση του παρορμητικού διονυσιακού συναισθήματος με την φοβική λογική που στοχεύει στην ισορροπία του κάθε ενός μας προσωπικά για να λειτουργήσουμε το άρμα της ζωής μας.

Κατά την πορεία ο Ηνίοχος ρωτά:
Πόσο μάχομαι;
Πόσο πλήττω τον άλλο καταφέρνοντας την σπάθη εναντίον του;
Αξίζει να μάχομαι;
Δικαιούμαι να σπαθίζω κάτι που δεν είμαι ικανός να το φτιάξω ως διάνοια;
Ερωτήματα στα οποία δεν τα απαντά η εκχρηματισμένη λογική της ανάγκης μέσα μας, αλλά συνεχίζουν να υφίστανται και θέλουν μια θεωρία για να νιώσουν όμορφα βολεμένα.
Ο ανόητος είναι ευτυχής στην άγνοια του, έστω και αν την πληρώνει στο τέλος της ζωής του. Ο σκεπτόμενος είναι καταδικασμένος να διαλυθεί ολόκληρος σαν πλησιάζει το καυτό φως των πληροφοριών της ζωής του.

Μήπως η δημιουργία (που ίσως είναι ο Ηρακλείτειος πόλεμος) είναι ίδια με τον Έρωτα;
Αν δεν διαλυθείς μέσα στο άρρητο των αισθήσεων δεν πρόκειται ποτέ να συνθέσεις το διαφορετικό της γέννας σου από την Εμπειρία;
Όσοι ερωτεύτηκαν, ποτέ δεν υπήρξαν ίδιοι με την προηγούμενη ζωή τους.

Πάντα θα είναι ένα δύσκολο ερώτημα ο διάλογος του Κρέοντα με την Αντιγόνη που δεν έχει εύκολη αποδελτίωση. Όποιος βιαστεί να πάρει το ένα μέρος ή το άλλο δηλώνοντας πως είναι κατασταλαγμένος, δεν έχει δει τον απέραντο ωκεανό έξω από την κλειστή Πανγαία της σκέψης του.

Με απασχόλησε τελευταία η Ύβρις που δημιουργούμε στη ζωή μας οι άνθρωποι παίζοντας και εμβαθύνοντας τον Αίγισθο στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή. Όλοι κουβαλάμε μέσα μας στοιχεία από την τραγικότητα των ρόλων που διαλέγουμε νομίζοντας ότι Αυτό είμαστε στη ζωή. (Εδώ το μικρό απόσπασμα της Ηλέκτρας)

Ήδη έχω κάτσει σε μια πέτρα και κοιτώ από πιο ψηλά τα βουνά στο βάθος του ορίζοντα κάνοντας νοητικά αυτή τη βόλτα στο χωριό μου. Ξέρω ότι κάτω από τα πόδια μου δίπλα σε ένα μικρό ρυάκι που κελαρύζει έχω ένα δικό μου μέρος που κάποτε θα το επισκεφτώ σαν με οδηγήσει η παρέα που εύχομαι να μου κάνει τη χάρη.
Μιλώ για το ήσυχο γεμάτο πουλιά ησυχαστήριο που περιλαμβάνει μνήμες από όσους είχαν να κάνουν πολλά πράγματα στη ζωή, αλλά δεν τα πρόλαβαν όλα….

Λέω να αρχίσω να κατεβαίνω προς τα λιγοστά χαμόγελα που κρύβουν οι εναπομείνασες κατοικήσιμες σκεπές αυτού του χωριού που πεθαίνει γιατί κάθε αλλαγή κρύβει πάντα μέσα της το θάνατο.
Ξέρω ότι για να σκεφτώ την λογική και το συναίσθημα χρησιμοποίησα προτάσεις ντυμένες με γενικότητες που ίσως κουράσουν στην αποκρυπτογράφηση τους τον αναγνώστη.
Όμως ο μόνος δρόμος για να κοινωνήσουμε την αγωνία των μικρών μας προβλημάτων είναι να κοιτάξουμε τον ουρανό που μας ενώνει και μέσα από αυτόν να αισθανθούμε ο καθένας με τη συγκρότηση του πως προσφέρει αυτός το γέλιο και το κλάμα του ήλιου και της βροχής αντίστοιχα χωρίς να μας ρωτά μια και μας περιέχει.

Κάπως έτσι προσπαθώ να καταλάβω και τον Πλάτωνα ή τον Παρμενίδη από τα λίγα που ξέρω και να δω πίσω από τον λόγο τους τι είναι αυτό που θέλουν να δώσουν (πιστεύω ότι ζουν γιατί η ζωή είναι μνήμη) ως πληροφορία που ενώ είναι μία φτιάχνει πολλές όμορφες ατομικές υπάρξεις στο δάσος της βιοποικιλότητας που λέγεται ζωή.

Ας πάμε όμως πιο πέρα τις ανάγκες της καθημερινότητας μας, μια και ήταν απλώς ένα μουρμούρισμα που το έγραψα για να κρατήσει λίγο παραπάνω ως γεγονός μέχρι που θα χαθεί και τούτο όπως όλα που υπήρξαν ή θα υπάρξουν στη ζωή.

Σημείωση:
Διάλεξα ως φωτογραφία στην ανάρτηση αυτή του αναγνωστικού που έζησα, μια και μέσα στην εκπαίδευση θεωρώ ότι βρίσκεται η δυσαρμονία της λογικής με το συναίσθημα που την αναπαράγουμε κανιβαλιστικά στην καθημερινότητα μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου