Η ΚΟΙΝΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ



Στο χωριό μας την Δραγασιά  υπάρχουν όπως και σε όλα τα όμορφα χωριά της Ελλάδας μικρές και μεγαλύτερες εκκλησιές. Θα έλεγα όμως ότι και σε όλο τον κόσμο υπάρχουν αντίστοιχες εκκλησιές που οι άνθρωποι μοιράζονται το «μαζί» της Πίστης που τους ενώνει σε κοινότητες.
Το δικό μας χωριό λοιπόν έχει μια όμορφη εκκλησιά τον Άγιο Σπυρίδωνα που με μεράκι όλοι οι χωριανοί έχουν βαλθεί να την κάνουν ένα κόσμημα για τα δεδομένα ενός μικρού τόπου. Η «δική μου» όμως εκκλησιά είναι μια άλλη - ο Αι Δημήτρης-  που στέκει σε ένα πρανές έξω από το χωριό κάτω από τα αιώνια θαλασσοδαρμένα βράχια των παλαιοντολογικών Οντρίων που βρίσκονται σε ένα υψόμετρο γύρω στα 900 μέτρα.
Οι πέτρες και τα ξύλα που την θεμελίωσαν μετράνε πολλές εκατοντάδες χρόνια που χάνονται στο παρελθόν και ανταμώνουν με τις ρίζες των δέντρων της γύρω φύσης που κρατούν χυμούς χαμένης μνήμης από τους ανθρώπους που μπήκαν για πάντα πλάι στα πετρόκτιστα  θεμέλια της.
Ο λόγος που την επισκέπτονται για πολλά χρόνια οι άνθρωποι είναι ο πιο συνειδητοποιημένος της ζωής τους μια και οι ευωδιές από το κατευόδιο της Περσεφόνης αφήνουν μια αίσθηση ύμνου της ζωής που πάντα περιμένει την Άνοιξη.
Από την μικρή πέτρινη καμάρα της πόρτας θα αναγκασθείς να σκύψεις και να ακουμπήσεις το παμπάλαιο ξύλο της πόρτας με το μεταλλικό μάνταλο για να περάσεις στο χώρο της μυσταγωγίας.  Η σημαντικότερη λειτουργία σε αυτή τη ζωή είναι να μπορέσει κάποτε ο άνθρωπος να «σκύψει» συνειδητά με μέτρο και κλιτότητα  απέναντι στην ίδια του τη ζωή,  όπως μας είπε ο Δημήτρης ο Λιαντίνης.  Αυτή η λειτουργία είναι η πιο δύσκολη που πολύ λίγοι άνθρωποι την προσεγγίζουν χωρίς να ελπίζουν ωφελιμιστικά σε μια αντίληψη του επέκεινα της ζωής τους.
Σαν περάσεις την θύρα στο βάθος του σκιερού διαδρόμου που σε οδηγεί σε αυτή, μια δροσιά έρχεται να γίνει ένα με την ηρεμία και το ημίφως αφήνοντας την ανάσα σου να στοχαστεί ότι μπορεί να έχει το μυαλό σου σαν αντίληψη για τούτο τον κόσμο.
Τα πάντα γύρω είναι φτιαγμένα με μια οικονομία του τελετουργικού δίνοντας σου μια διάθεση να καθίσεις σιωπηλός στα λιγοστά στασίδια και να αφήσεις το χρόνο να περάσει από μέσα σου.
Έχει όμως μια πρωτοτυπία που με γοητεύει και με κάνει να την θεωρώ «δική μου».
Συνήθως οι Ναοί έχουν στο τέμπλο τους ξυλόγλυπτες αναπαραστάσεις και μια σειρά από εικόνες που καταλαμβάνουν συνολικά το χώρο του. Η αυστηρότητα των τέμπλων σύμφωνα με το τελετουργικό που υπηρετούν είναι εμφανής μια και χωρίζουν το χώρο των Πιστών από το μέρος που τελούνται οι απόκρυφες μυσταγωγίες πίσω από την Ωραία Πύλη. Ο Ιερέας από την εποχή των Ελευσίνιων μυστηρίων μέχρι σήμερα, ζητά να σφραγιστούν οι πόρτες και επικαλείται τη Σοφία για να μετουσιώσει σε βίωμα των αισθήσεων την ομολογία της Πίστης του σήμερα που κάποτε ήταν συνδεδεμένη με μια διαφορετική γνώση. 

Αυτό το τέμπλο λοιπόν δεν μοιάζει με τα αυστηρά της Χριστιανικής παράδοσης. Είναι ανάγλυφο με επιθέματα ξύλων που σε γεωμετρικές αναπαραστάσεις αναπαριστά λουλούδια ναϊφ ζωγραφικής. Μέσα στο σκοτάδι σου δημιουργούν μια αίσθηση χαράς με τα ζωηρά χρώματα που σαν ανάψεις ένα προβολέα παραξενεύεσαι για την υπέρβαση του χρώματος που έδωσε ο καλλιτέχνης για να κρατήσει την αίσθηση αυτή της αρμονίας στο σκοτάδι που κυριαρχεί.
Κάποια πληροφορία είχε συνδεδεμένη στα κύτταρα του σχετικά με την κατάβαση της Περσεφόνης στον Άδη και φυσικά την υπόσχεση του Πλούτωνα για την επάνοδο της. Έτσι ο καλλιτέχνης ήθελε κάπου μέσα στο αυστηρό τυπικό να αφήσει την πληροφορία της χαράς που είναι και ο κύκλος της ζωής μας. 
Αυτό το τέμπλο πάντα το θεωρούσα ως προορισμό επίσκεψης μύησης για την χαρά της ζωής στα παιδιά μου, μια και του οφείλουν επιπρόσθετα το όνομα που υπογράφουν τη ζωή τους, που είναι χαρισμένο από τον χαμένο στην ιστορία πρόγονο τους. Ο χαμένος παππούς τους  μετέφερε από μακριά φυτικές χρωστικές και έφτιαξε τα ανεξίτηλα χρώματα θέλοντας να συνεχίσει να υπάρχει ακόμα και σήμερα στη ζωή μας με τον εικαστικό λόγο του.

Σαν αφήσεις την εκκλησιά πίσω από το βλέμμα σου και αγναντέψεις το τοπίο μπροστά της, μπορεί να σου έρθουν στο μυαλό σκέψεις που απαντάς στο διάβα σου μέσα στην αγορά των σκέψεων των ανθρώπων.
Οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι με τις βεβαιότητες που έχουν στο μυαλό τους για ότι μαθαίνουν και είναι σίγουροι πως με αυτό ερμηνεύουν τον κόσμο και την ιστορία του.  Όσοι στα λίγα χρόνια του προσδόκιμου της ζωής τους εισέρχονται στον πλούτο της Ελληνικής γραμματείας, σαν δεν προσέξουν το νόμο που λέει πως ότι γεννιέται πεθαίνει, αισθάνονται ένα θυμό για τις τεράστιες καταστροφές που έφερε στη γνώση η πολιτική εξουσία της Χριστιανικής θρησκείας. Θα μπορούσαν όμως να δουν αυτή την επικυριαρχία του μεσαίωνα της σκέψης ως ένα αναγκαστικό χωνευτήρι σε ένα πολιτισμό που είχε ήδη πεθάνει. Θα μπορούσαν ακόμα να διακρίνουν μια χιλιόχρονη και πλέον κύηση με πόνους και δυσκολίες που μέσα από την Αναγέννηση έφερε την επιστήμη και πάλι στο προσκήνιο ώστε σήμερα να βρισκόμαστε μπροστά στο θαύμα της νέας γέννησης που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.  Η αξία του Παρθενώνα δεν βρίσκεται στην κοστολογική προσέγγιση των γλυπτών που έκλεψε ο Έλγιν και κατέστρεψαν οι κληρικοί στους αιώνες, αλλά στην ικανότητα να μας μεταφέρει πληροφορίες για την σκέψη που τον δημιούργησε επιλέγοντας να την εφαρμόσουμε στη δική μας ζωή παράγοντας αντίστοιχα έργα. 
Ο πολιτισμός μας στέκεται στην αποτίμηση της αξίας των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων μια και είναι κτητορικός και φοβάται να πλησιάσει τις πληροφορίες από τις ιδέες που τα δημιούργησαν γιατί τροφοδοτείται από την αντίληψη ότι υπάρχουν «σημαντικοί» που πάντα ελεούν τους υπόλοιπους αδύνατους στη σκέψη.
Αυτό είναι ένα κατάλοιπο του επηρεασμού των κοινωνιών από τις θρησκείες και ειδικότερα από τους επικυρίαρχους που τις αξιοποιούν επ΄ ωφελεία τους παγκοσμίως.

Προς όλους αυτούς τους  Πιστούς που χάρισαν τη ζωή τους στην σκυταλοδρομία των πληροφοριών της πίστης τους ανά τους αιώνες, οφείλουμε ένα σεβασμό μια και το καλό και το κακό ως επίθετα κρίσης τα έχουν μόνο οι ανώριμοι σαν εξετάζουν την ιστορία. Η ζωή του παρελθόντος έχει μόνο γεγονότα και ποτέ ύστερη κρίση για το λεγόμενο «Αν» μιας υποθετικής διαφορετικής διαδρομής της.
Θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τα πολλά «Αν» που χρησιμοποιούμε στη ζωή μας κρίνοντας και μεμψιμοιρώντας για τα πάντα με το ενεργητικό «Ας» που καθορίζει την διάκριση των επιλογών του παρόντος μας. Ας δούμε λοιπόν τι μπορούμε να κάνουμε εμείς σήμερα για την ζωή που κρατάμε σαν σκυτάλη στα χέρια μας  αναλογιζόμενοι πόσο υπεύθυνοι είμαστε  απέναντι στην ανοησία της κρίσης χωρίς νόημα για το παρελθόν μας.

Οι αλλαγές των εποχών του πολιτισμού δεν έχουν καμία χρονική σχέση με το προσδόκιμο της  ζωής ενός εκάστου από εμάς. Οι άνθρωποι βιάζονται να δηλώσουν ότι ζουν σε μια εποχή που τα πάντα αλλάζουν με εκπληκτική ταχύτητα, αλλά δεν έχουν την Σοφία να αποδεχθούν την ύπαρξη τους ως μια αναλώσιμη αξία σε ένα μεγαλύτερο αιώνιο χωνευτήρι της ίδιας της εξέλιξης της ζωής.  Το πρόβλημα που κατοικεί μέσα στο μυαλό μας είναι ότι ερμηνεύουμε τον κόσμο μέσα από τους χρόνους και τα θέλω της δικής μας σκέψης φοβούμενοι το πλησίασμα της φιλοσοφίας αυτής ως το Θάνατο.

Σπεύδουν μερικοί που παρακολουθούν τις εξελίξεις διεμβόλισης του μεταφυσικού από την Φυσική να καταργήσουν τις παραδοχές του Θεού και να λοιδορήσουν τους Πιστούς γύρω τους.  Πόσο αλαζονικό είναι τούτο όμως που απαξιούν τα ίδια τα κύτταρα της ιστορίας των προγόνων τους που τα φέρουν στο παρόν τους ;
Η γνώση ποτέ δεν κραυγάζει και ουδέποτε επιτίθεται. Αντίθετα ο φανατισμός της ανάγκης έκφρασης ενός ημιμαθούς Εγώ, πάντα διαλέγει το δρόμο της σύγκρουσης για να μετρήσει την αδρεναλίνη της αφιλοσόφητης ζωής του.
Στο τελευταίο του έργο την Γκέμμα ο Δάσκαλος Λιαντίνης προσεγγίζει το λόγο του Γκαίτε παραθέτοντας από την τραγωδία Φάουστ την ερώτηση της Μαργαρίτας.
Για τους παθιασμένους της αίσθησης κατοχής μιας γνώσης που ως νέοι πραιτοριανοί της Παπικής εκκλησίας θέλουν να καταστρέψουν ότι βρίσκεται σε άλλο χρώμα από αυτό της γνώσης τους, θα ήθελα να παραθέσω αυτό το υπέροχο κείμενο.

Σ' εκείνο λοιπόν τον περίπατο στον κήπο, η Μαργαρίτα
σταματά ξαφνικά, κοιτάζει το Φάουστ στα μάτια, και τον
ρωτάει:
Πιστεύεις στο θεό;
Glaubst du an
Gott?
Αυτή είναι η ξακουστή Ερώτηση της Μαργαρίτας.
………………
………………
Ποιος τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό;
Ποιος τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό;
Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
………………
………………
Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό.
Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.
Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα
του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα
μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.

Μπορεί να φτάσουμε μέσα σε διακόσια χρόνια να ερμηνεύσουμε με πειραματικές αποδείξεις τους βαθύτερους νόμους του Σύμπαντος,  ενδέχεται να ανακαλύψουμε διαφορετικές διαστάσεις και να προσεγγίσουμε την κατάργηση του χρόνου ως αντίληψη αίσθησης της τρισδιάστατης λογικής μας.  Όμως η ερώτηση της Μαργαρίτας θα μένει πάντα μέσα από μια διαφορετική ποιότητα το ζητούμενο της Τάξης και της Κλιτότητας που οφείλουμε να βλέπουμε το μέγεθος της άγνοιας μας απέναντι στην σπουδαία γνώση που θα έχουμε.

Έτσι πάντα θα δικαιούμαστε να έχουμε ανά τους αιώνες την «δική μας» εκκλησία  που τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κάθε προσωπικού κτητικού προσδιορισμού σαφώς δεν μπορούν να τα καταλάβουν εύκολα τα υπέροχα μυαλά των άλλων ανθρώπων γύρω μας.
Αν μπορούμε όμως μέσα από την εξέλιξη μας να απλώνουμε τα χέρια και να αγκαλιάζουμε ανθρώπους μέσα σε χώρους κοινής μνήμης, τότε ο Πολιτισμός μας βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Η ευρύτητα της έννοιας «κοινή μνήμη» αποτελεί και το κριτήριο της σπουδαιότητας ή απαξίας ατόμων, ομάδων, κοινωνιών και τέλος των ανθρώπων όλης της γης.
Μήπως πρέπει να ψάξουμε για την κοινή μνήμη της Περσεφόνης με όσα ονόματα παγκόσμια και αν διαθέτει;