ΣΤΕΛΛΑ του ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ

.
Αν βιάζεσαι αναγνώστη να “ξεπετάξεις” την κάθε πληροφορία του διαδικτύου, τότε φύγε από αυτή την ανάρτηση, μια και έχω σκοπό να σε κρατήσω περισσότερο από όσο επιλέγεις να καταναλώνεις τις στιγμές σου.
Το θέμα που αποφάσισα να φωτίσω με την δική μου οπτική είναι μια παλιά ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, την γνωστή σε όλους “Στέλλα”.
Η γνωστή ατάκα “Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι” έχει κυκλοφορήσει κατά κόρον στις γνωστικές επιδείξεις εκφράσεων των ανθρώπων, όμως υπάρχει και μια αθέατη πλευρά του έργου τόσο στην τότε κριτική που υπέστη όσο και στο σήμερα.

Θα προτείνω μετά από την ανάγνωση του άρθρου την παρακολούθηση ολόκληρης της ταινίας για να βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματα που αφορούν τη ζωή του.
Θα ήθελα να αναφέρω για ακόμη μια φορά, ότι πληροφορίες που δεν αλλάζουν τον τρόπο σκέψης μας  μέσα από την παρατήρηση είναι άχρηστες και προσφέρονται αφειδώς για να καταστήσουν μυαλά με γνώσεις και ανικανότητα κριτικής σκέψης.
Στα ντοκιμαντέρ με θεματολογία του τύπου “πως πηδάει η σαλαμάνδρα”, το αποτέλεσμα είναι να έχουμε αγαθέψει μερικά ακόμη κύτταρα του μυαλού μας.

Το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του 1955

Κάθε δημιουργία δεν είναι ξεκομμένη από το ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής της, αλλά μπορεί να έχει “λόγο” που ξεπερνά τις συνθήκες του ιστορικού πλαισίου, βάζοντας ζητήματα που στέκουν ως ερωτήματα στην διαχρονία.
Την εποχή που ανέβηκε η ταινία στις αίθουσες των κινηματογράφων, η αντίληψη οικονομικής ανάπτυξης της εποχής ήθελε την δημιουργία του νόμου περί εταιριών Περιορισμένης ευθύνης (Ν.3190/1955), ενώ τον Θάνατο του Παπάγου τον διαχειρίστηκε ο τότε Βασιλεύς Παύλος με τον διορισμό στην Πρωθυπουργία του κατά φήμες διαπλεγμένου ερωτικά με την Βασίλισσα Φρειδερίκη, Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο διεθνής καπιταλισμός είχε αγωνία για την ισχυροποίηση του και από το προηγούμενο έτος (1954) ξεκίνησε τους υψηλούς σχεδιασμούς παγκόσμια μέσα από την λέσχη Bilderberg  που υλοποίησε την πρώτη της συνάντηση στο ομώνυμο ξενοδοχείο της Ολλανδίας.
Η Κύπρος αντίστοιχα ξεκινούσε τον ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό της αγώνα με την ΕΟΚΑ ενάντια στους Άγγλους και σε όλη ετούτη την συγκυρία ο Κακογιάννης στηρίζει το σενάριο του επάνω στο θεατρικό έργο του τεράστιου Ιάκωβου Καμπανέλλη “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”.

Οι νωπές μνήμες από την θηριωδία του Β Παγκόσμιου πολέμου και στην συνέχεια από τον εμφύλιο σπαραγμό φαίνονται να είναι μια απλή κοινωνιολογική απεικόνιση στο φακό του Κακογιάννη, χωρίς να σταματά σε ότι είναι ευδιάκριτο, αλλά ψάχνει να ονοματίσει κάτι βαθύτερο που το νοιώθει στο δημιουργικό του κύτταρο σαν απόηχο από τη σκέψη του Λόρκα.

Τα σχόλια της εποχής είχαν αντιθετικές προσεγγίσεις στο συγκεκριμένο φιλμ.
Οι λόγιοι της τότε σκέψης επαινούσαν την ανάδειξη του βίαιου αρχέτυπου της αντρικής καταπίεσης που έβλεπαν στην εκδοχή της ανάλυσης τους,  ενώ η αριστερά που ήθελε τον επικό κινηματογράφο σαν εργαλείο προώθησης των ιδεών της την κατέκρινε.
Η δυσκολία  της σκέψης  σε κάθε εποχή βρίσκεται στο να αποδελτιώσει την τέχνη με όρους  διαφορετικούς από αυτούς που “βλέπουν” οι πεποιθήσεις των αναγκών της και  ορίζονται ως θεμελιώδεις.  Για να το κάνω πιο σαφές,  αν ρωτήσεις σήμερα πιο είναι το σημαντικό αιτούμενο της εποχής, θα σου μιλήσουν οι περισσότεροι για την οικονομική ανισορροπία και ελάχιστοι θα σου αναδείξουν στοιχεία που περιέχει –και- το έργο και φυσικά αποτελούν τις  θεμελιώδεις αιτίες σκέψης που γέννησαν την δυσπραγία ετούτη.

Αν ένα “έργο” μπορεί να ενεργοποιεί ερωτήματα που αφορούν το παρόν στις επόμενες γενιές τότε η διαχρονία του είναι γεγονός και αυτό το κατατάσσει στην κατηγορία των κλασσικών.



Λίγα λόγια για την ταινία

Η πρώτη ανάγνωση της ταινίας, θέλει την Στέλλα που είναι μια ιδιόμορφη και ανεξάρτητη φίρμα σε ένα παρακμιακό μαγαζί με μπουζούκια, να επιλέγει την αυτονομία της θέλησης της χωρίς να δένεται με τους εραστές της.
Το “καλό παιδί” που βρίσκεται στο δόκανο της γοητείας της και το ενσαρκώνει ο Αλέκος Αλεξανδράκης, θα μελαγχολήσει από την αδυναμία του να την παντρευτεί, με κατάληξη να χάσει τη ζωή του σε μια απέλπιδα αναζήτηση ενός βλέμματος της.
Ο αντικαταστάτης του και λαϊκά προβεβλημένος ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Γιώργος Φούντας, θα ζήσει την έντονη ένωση μαζί της μέσα από την απόλυτη διεκδίκηση των θέλω του επάνω στη γυναικεία φύση.
Ο ίδιος λόγος που ήθελε τη νομιμοποίηση της σχέσης τους (ως απαίτηση) από τον προηγούμενο έρωτα, τίθεται εκ νέου στην λαϊκή τραγουδίστρια και εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν.
Η αθέτηση του συμφωνημένου γάμου θα φέρει αντιμέτωπα τα δύο τραγικά πρόσωπα που ένα ξέπλυμα τιμής θα οδηγήσει το μαχαίρι του ερωτευμένου εραστή  μέσα στο σώμα της ερωμένης κάτω από την αντίληψη “Όλα … ή τίποτα”.
Σε όλη τη δράση υπάρχει μια δύναμη που συνεπικουρεί το “λόγο” της ταινίας  από την παρέμβαση του Γιάννη Τσαρούχη στην σκηνογραφία, ενώ η μουσική του Μάνου Χατζηδάκι διευκολύνει το νου να φύγει από το προφανές προς άλλες σφαίρες που δεν είναι για κατανάλωση.


Μιλώντας με τη βεβαιότητα του “γνώστη”

Η βία της εποχής που περιγράφει η ταινία έχει παρέλθει προ πολλού, μέσα από την ουσιαστική χειραφέτηση της γυναίκας και με την ισότιμη τοποθέτηση της στην κοινωνία.  Οι άνθρωποι σήμερα δεν καταναλώνουν το συναίσθημα τους μέσα από την οπτική της κοινωνικής αποδοχής του γάμου και έχουν πιο ουσιαστικά προβλήματα που αφορούν την νέα δρομολόγηση της ζωής τους ως ατομική εξέλιξη.
Κανένας γονιός δεν θέλει να παντρευτεί το κορίτσι του για αποκατάσταση και σίγουρα χαίρεται (θεωρώντας ως επιτυχία) αν κατορθώσει να εξελίξει την επαγγελματική ζωή του παράλληλα με μια ερωτική συνύπαρξη που γιατί όχι να οδηγήσει σε τεκνοποίηση κάτω από μια αρμονική ζωή.
Οι εποχές άλλαξαν και ο νέος χάρτης που διαμορφώνεται στις σχέσεις των ανθρώπων θέλει την κοινή αποδοχή στα βαθύτερα θέλω της προσωπικότητας των ερωτικών (και όχι μόνο) συντρόφων, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο αξίας που πετυχαίνει την ισοτιμία των σχέσεων και σίγουρα την συνειδησιακή ωριμότητα.

Αυτή η δυσκολία διαχείρισης των ανεξάρτητων αξιών, αποτυπώνεται ως κοινωνικό φαινόμενο μέσα από την αύξηση του ποσοστού εν διαστάσει συζύγων σε σχέση με το παρελθόν.   Διατηρεί όμως μια διαφορετική αξία για την ουσία της σχέσης των ανθρώπων (ως αιτούμενο) προς την ουσιαστική σχέση και όχι στο παρελθοντικό σχήμα ομηρίας της γυναίκας στην δύναμη της ανδρικής καταπίεσης.

Η ταινία αποτελεί μια πολύ καλή ηθογραφία της εποχής που δεν αφορά τις σημερινές ανάγκες των παιδιών μας, μια και η αντιμετώπιση των δυνατοτήτων συνύπαρξης (ως ζητούμενο) των ανθρώπων βρίσκεται μέσα από την ατομική πρόοδο του κάθε ενός.
Κάθε αποκλεισμός μέσα από την βία στο όνομα της ερωτικής νομιμοποίησης θα λέγαμε ότι είναι ένας αναχρονισμός που απαξιώνει το άτομο.


Σκεπτόμενος με την αμφιβολία του παρατηρητή

Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν γιατί το έργο πραγματεύεται ένα ερώτημα που είμαστε ανίκανοι να το βάλουμε φιλοσοφικά στη ζωή μας και αφορά το μοντέλο της κοινωνίας που θέλουμε να έχουμε.
Συνήθως εξηγούμε τα πάντα σύμφωνα με την συνήθεια της δράσης μας που μέσα από τον μονόδρομο της εμπειρίας μας παρουσιάζεται ως σωστή.
Η δράση  θα λέγαμε ότι είναι το –έθος- ή αλλιώς το ήθος που καθορίζει και τις αρχές λειτουργίας μας ωσάν κοινωνικό όν.
Όλη η  ταινία έχει γίνει για να υπηρετήσει ένα σπονδυλωτό θεμελιώδες ερώτημα που ζητά την απάντηση μας.
Η έννοια της ιδιοκτησίας στο συναίσθημα και η αδυναμία να δούμε το παρόν μας θέλοντας να διασφαλίσουμε το ανύπαρκτο μέλλον είναι κάτι που θα λέγαμε ότι έχει λόγο να υπάρχει (ως άλυτο) στην σημερινή μας εποχή.

Ποιος άφησε τον εαυτό του να χαρεί την αγκαλιά του συντρόφου του χωρίς να θέλει εγγυήσεις μέσα από την δέσμευση που προβάλει ως ανάγκη προς το μέλλον;

Ποιος χάρηκε τον πλούτο που του δίνει η στιγμή χωρίς να μην έχει ζωντανή μια μικρή φοβική φωνή που του λέει σε ανύποπτο χρόνο πως αύριο δεν θα έχεις;

Τι σημαίνει για την ανθρώπινη σκέψη η “έλλειψη” και το κυνήγι υλοποίησης της;

Πόσο σίγουροι είμαστε ότι έχουμε την δυνατότητα να ορίσουμε το μέλλον;

Μερικά ερωτήματα που για το κάθε ένα θα μπορούσαμε να γεμίσουμε δεκάδες σελίδες με σκέψεις, αλλά η λύση τους έρχεται μόνο μέσα από την φιλοσοφική προσέγγιση της ίδιας μας της ζωής που την λειτουργούμε.
Αν αφαιρέσουμε όλα τα στοιχεία της εποχής από την ταινία αυτό που θα μείνει είναι η αγωνία να φέρουμε τη ζωή στα μικρά μας μέτρα και να την φυλακίσουμε μέσα στο “λίγο” της.
Η Στέλλα σίγουρα ένα αρχετυπικό μοντέλο που στέκεται βίαια απέναντι στην λογική της ιδιοκτησίας, είναι κάτι ανάλογο με την Αντιγόνη απέναντι στον Κρέοντα.
Σίγουρα δεν μπορούν τα μεγάλα ερωτήματα να δώσουν λύση και για αυτό ο θάνατος έρχεται να διαιωνίσει το ερώτημα στις επόμενες εκδοχές που θα το συναντήσουμε.

Ψάχνοντας την σύνθεση

Αυτό το υπέροχο ζώο που κρύβει η φύση στο αρσενικό και μέσα από την μάταιη αλαζονεία του προσπαθεί να δεσμεύσει τα πάντα στα μέτρα της κατανόησης του, πως θα μπορούσε να συνυπάρξει με το τεράστιο θηλυκό που χωρίς κανόνες λογικής βιώνει τελετουργικά την ίδια τη γέννα που κουβαλά στα κύτταρα του ερωτισμού του;

Για να το κάνουμε πιο σαφές το ερώτημα είναι τι φιλοσοφικό υπόβαθρο θα βάλουμε στη ζωή μας.
Τι θα μπορούσε να αφήσει πίσω της η γυναικεία φύση που κουβαλά ως αρχέγονη λειτουργία ζωής εξελισσόμενη σε φιλοσοφικό όν;
Τι θα μπορούσε να ανακαλύψει αντίστοιχα η αντρική φύση από την ίδια τη ζωή σαν αφήσει τον ιδεατό κόσμο της θεωρίας;  
Οι θεωρίες γεννούν τις εμμονές σε αντιλήψεις και τούτες χτίζουν τη φυλακή της ζωής ως μάθηση μπροστά στην παρατήρηση του βιώματος.
Θα μπορούσε να εξελίξει τη ζωή του πέρα από την υψηλή διανόηση να αυτό-φλέγεται σαν τον Καζαντζάκη  κυνηγώντας την άφταστη ζωή σχίζοντας τα πέπλα της γνώσης του;

Μήπως σε όλες τις ανάγκες που ορίζουμε ως ζητούμενα, επάνω τους στηρίζουν (κάποιοι) την καταπίεση μας μέσα από τις εκάστοτε δυσπραγίες, ενώ έχουν ως πραγματικό παρονομαστή αυτή την σύγκλιση των δύο αρχετύπων;
Το “Είναι”  της λαθεμένης κοινωνικής αποδοχής του άντρα μήπως βρίσκει την αδιαλλαξία σε ένα μεταλλαγμένο “Θέλω” της γυναικείας φύσης;

Πόσο γνωρίζει η γυναικεία σκέψη την αντρική προσφορά και πόσο η αρσενική συγκρότηση μπορεί να διαλυθεί μέσα στην γνώση του παρόντος χωρίς εγγυήσεις για το μέλλον;

Είμαστε εδώ για κάποιες χιλιάδες χρόνια στα όρια κατανόησης της ίδιας μας της σκέψης και σαφώς δίπλα στην δυνατότητα να παράγει ετούτη η εξελικτική σκέψη Νέο πολιτισμό και διαφορετική ζωή γύρω μας.


Επιστρέφοντας στην εγγενή αδυναμία

Αυτά τα ερωτήματα που σίγουρα η λογική αναλυτική μας σκέψη τα διαβάζει και τα κατατάσσει στο φάκελο “αναγνωσμένα”  θεωρώντας αυθαίρετα ότι τα κατανόησε, είναι αναγκαίο να υπάρχει γιατί έτσι έμαθε να λειτουργεί και να ερμηνεύει τον κόσμο.
Ας γυρίσουμε λοιπόν στην ταινία και να αφήσουμε τους δημιουργούς να πουν την δική τους ιστορία, κρατώντας ο καθένας τις “γεύσεις” που νομίζει ότι του κάνουν καλύτερη τη ζωή.

Οι γυναίκες ας αποφασίσουν την εσωτερική διαχείριση  της Στέλλας που έχουν μέσα τους ή ας μείνουν στην ζωή της φίλης  που δεν σταυρώνει εραστή ενώ αναζητεί την αντρική κυριαρχία μεμφόμενη τη στάση ζωής της πρωταγωνίστριας.
Οι άντρες ας σκεφτούν αντίστοιχα την δυνατότητα στην προσωπική τους ζωή να μην υπολογίζουν το περιβάλλον που τους δίνει την ψευδαίσθηση της αξίας τους, τολμώντας να ταξιδέψουν στο παρόν του έρωτα τους ξεχνώντας το αύριο.

Κάθε απάντηση (επιλογή) φτιάχνει και μια διαφορετική ζωή που σίγουρα δεν κρίνεται κατά την διαδικασία βιώματος της, αλλά ακριβώς επάνω στο ρόγχο του θανάτου, για να θυμηθούμε το “Μηδένα προ του τέλους μακάριζε” που μας άφησε ο Σόλωνας.

Όπως είπε εύστοχα και ο Σαίξπηρ, “To be, or not to be : That is the question”
Μεγάλο το ερώτημα της προσέγγισης των δύο φύλων μεταξύ τους ως φιλοσοφικό εγχείρημα στην καθημερινότητα…

Κλείνοντας με την ευχή για καλή παρακολούθηση του έργου, θα έλεγα ως ερώτημα, αν είναι το έργο μια ηθογραφία εποχής ή αφορά σε ατομικά ερωτήματα που συνήθως λέμε την ατάκα φοβούμενοι το ξεβόλεμα της σκέψης … Άστο να πάει στο διάολο, καλά είμαστε και έτσι


Κλικ στην ηλεκτρονικη διεύθυνση για το έργο Στέλλα


Δεν υπάρχουν σχόλια: