Τι λες κύριε Βλάμη... θα τα καταφέρουμε;

.

Ο κύριος Πάρις Παπαρίδης είναι ένα υποθετικό πρόσωπο καθόλου όμως ανύπαρκτο, μια και με άλλο όνομα βρίσκεται δίπλα μας και αρκετές φορές μέσα στο μυαλό μας.
Ο εν λόγω κύριος διαθέτει ένα μικρό ψιλικατζίδικο σε μια συνηθισμένη περιοχή της Αθήνας και δουλεύει πραγματικά σκληρά για να μπορεί να πληρώνει το διαμέρισμα που αγόρασε με δάνειο καμαρώνοντας για την θέα πάνω από τις πολυκατοικίες και το τζάκι.
Μια ζωή πίσω από τον πάγκο του, έχει μάθει να λέει με ευγένεια ευχαριστώ σε όσους αφήνουν χρήματα όμως ξέρει να υποθέτει πάντα κουτσομπολεύοντας με βεβαιότητα τις ζωές των άλλων που δεν ταιριάζουν με τη δική του.
Έχει και ένα γιο τον Βλάμη τον Παπαρίδη που μέσα από τις στερήσεις του φρόντισε τα φροντιστήρια της παραπαιδείας του και τώρα διαθέτει πτυχίο οικονομολόγου δουλεύοντας σε ένα μεγάλο λογιστήριο πολυεθνικής εταιρείας.
Ο Πάρις καμαρώνει για τον Βλάμη μια και έχει μια διαφορετική αξιοπρέπεια το «μάλιστα» που λέει πίσω από ένα γραφείο στον προϊστάμενο, από αυτό που υφίσταται αυτός σαν αφήνει τα ζητούμενα προϊόντα πάνω στον πάγκο.
Είναι σίγουρος ότι δεν ζητούν από τον Βλάμη ένα πακετάκι προφυλακτικά, αλλά τις ενημερώσεις των ισολογισμών και τούτο τον κάνει να αισθάνεται ότι έχει πετύχει σαν γονιός στη ζωή του.
Μπορεί ο Βλάμης να είχε μυηθεί στην επανάσταση του ΠΑΣΟΚ  στα φοιτητικά του χρόνια, αλλά ο Πάρις υπήρξε πάντα σταθερός στην ελεύθερη αγορά συνταιριάζοντας στο μυαλό του πως και εκείνος ήταν ένα κομμάτι της επιχειρηματικής δράσης.
Οι συζητήσεις τύπου καφενείου που έκανε κάποιες φορές με το γιό του τροφοδοτούσαν μέσα του μια αίσθηση ότι έχει πολιτικά επιχειρήματα και έτσι καμάρωνε για ότι μπορούσε να μεταφέρει ως άποψη προς μια παρέα.
Την περίοδο που ανθούσε το χρηματιστήριο στην Ελλάδα και όλοι οι Έλληνες πίστευαν ότι είναι μέτοχοι του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος είχε ακούσει τον Βλάμη και έπαιξε μερικές τραπεζικές μετοχές με συνέπεια να κερδίσει λίγα χρήματα που τα πήρε ευτυχώς πίσω ρευστοποιώντας κάποια στιγμή χωρίς να χάσει το αρχικό του κεφάλαιο.  Η γειτονιά δεν ήξερε το επενδυτικό του ενδιαφέρον, αλλά ο Πάρις καμάρωνε για την καπατσοσύνη του και την διορατικότητα όταν έκλεισε το κόλπο συλλογής των χρημάτων που είχαν αποκτήσει οι μικρομεσαίοι από την πολιτική του παλαιότερου ΠΑΣΟΚ.
Για τον ψιλικατζή μας κάθε άνθρωπος που είχε ένα μεγάλο μισθό πάντα συγκρινόμενος με την δική του πρόσοδο ήταν ένα λαμόγιο ενώ όποιος είχε προβλήματα οικονομικά ήταν ένας βλάκας που δεν μπορούσε να ελιχτεί όπως αυτός.
Ήξερε καλά ο κύριος Πάρις ότι η καλύτερη λύση ήταν η Νέα Δημοκρατία για την λύση των προβλημάτων της ζωής του, αλλά μέσα από πληροφορίες συνομωσίας γνώριζε πως δεν αφήνουν τον αρχηγό της να κάνει αυτά που θέλει για το καλό του.
Άκουγε για σκάνδαλα όπως αυτό του κυρίου Ζαχόπουλου ή του Βατοπεδίου και γνώριζε καλά το πληροφορημένο αισθητήριο του ότι επρόκειτο για σχέδια που ήθελαν να αποσταθεροποιήσουν το δημιουργικό πρόγραμμα του Ηγέτη του.

Για τους κομμουνιστές είχε άποψη  και κρυφογελούσε σαν διάβαζε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και ήξερε πως είναι άχρηστοι άνθρωποι μια και πιστεύουν σε ξεπερασμένη ιδεολογία ενώ η δική του που συνδέεται με την ελεύθερη αγορά ήταν το κρυφό διαμάντι της ευζωίας στο μέλλον.
Στον περιστασιακό υπάλληλο που χρησιμοποιούσε για κουβαλήματα στα καφάσια πάντα μέσα από προσωπική σχέση χωρίς ένσημα , τον Ντούκο, του έλεγε όταν δυσανασχετούσε για τα χρήματα που του άφηνε στον πάγκο «να πας στο τυπογραφείο του ΚΚΕ να δουλέψεις να χορτάσεις αυξήσεις».

Όλα αυτά πέρασαν όμως και μαζί έφυγε η εποχή της αγαπημένης του Νέας Δημοκρατίας και ήρθε στην εν μέσω οικονομικών προβλημάτων το Νέο ΠΑΣΟΚ με το παλιό γνωστό όνομα στην εξουσία.
Έχει τώρα οκτώ μήνες που τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο και η κατανάλωση έχει πέσει στο ψιλικατζίδικο. Ακόμη και τα προφυλακτικά φεύγουν με πιο αργό ρυθμό και τούτο τον έχει ζορίσει.
Ο Πάρις όμως δεν είναι κανένας βλάκας αλλά παιδί της πιάτσας και ως τέτοιο έπρεπε να κατασταλάξει στο ποιος φταίει για το κατάντημα αυτής της χώρας.
Ήταν σίγουρος ότι ο Βλάμης του δεν έφταιγε σε τίποτε μια και το παιδί δεν παίρνει πολλά χρήματα, αν και σπουδαγμένο, ούτε βέβαια η αφεντιά του.  Για την γυναίκα του την Νίτσα δεν είχε τίποτε να πει μια και ήταν κλεισμένη όλη μέρα στο σπίτι πλέκοντας ότι μπορούσε για να ευχαριστήσει την οικογένεια και το μόνο έξοδο της ήταν που και που σε κανένα ταβερνάκι να φάει το κοκορέτσι που της άρεσε.
Άκουγε προσεκτικά ο Πάρις τηλεόραση και ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε περισσότερα από τους πελάτες του μια και πρόσεχε καλά τους παρουσιαστές που σχολίαζαν.
Ο κύριος Πρετεντέρης, ο Γιωργάκης ο Αυτιάς  και ο αδέκαστος κύριος Χατζηνικολάου του έδιναν όλες τις πληροφορίες για τις αδυναμίες που έχει αυτός ο λαός και το σίγουρο ήταν πως ένιωθε ότι τον συμπονούσαν.  Είχε πληροφορηθεί πως το πρόβλημα είναι ότι καταναλώνουμε περισσότερα από όσα βγάζουμε σαν λαός και έψαχνε να δει ποιος είναι αυτός που καταναλώνει την περιουσία του.
Άρχισε να αμφιβάλει για ορισμένους που στήριζαν την αγαπημένη του Νέα Δημοκρατία, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν μια μικρή παρασπονδία ατόμων στην καθαρή ιδεολογική βάση της ανάπτυξης αυτού του τόπου.
Κάποιες φορές του άρεσε και η κα Κανέλλη όπως τα έλεγε από το βήμα της βουλής και μέσα του σκεφτόταν γιατί να μην είναι με το κόμμα μας ως αγωνίστρια. Αυτό το έλεγε γιατί κάποτε είχε ακούσει από ένα Νεοδημοκράτη πως ήταν δικιά μας και την χάσαμε.
Παρακολουθούσε τον Ρομπέν των τηλεοπτικών συχνοτήτων και αγαπημένο του Μάκη που ξεσκέπαζε το ένα σκάνδαλο μετά το άλλο και κατέληξε πως όλοι είναι ίδιοι εκτός από τους δικούς του που δεν τους αφήνει τη διεθνής συνομωσία να κάνουν καλό στον τόπο.
Η ζωή του δεν ήταν πάντα ζορισμένη με σκέψεις τέτοιες, μια και γελούσε κάποιες φορές λέγοντας στην Νίτσα του ότι είναι χαζή αφού δεν καταλαβαίνει τον υπέροχο λόγο του άλλου αγαπημένου του Λάκη Λαζόπουλου.

Τώρα ήταν σίγουρος πως είχαν φάει τόσοι πολλοί για χρόνια που δεν μπορούσε να βγάλει άκρη και να τους ξεχωρίσει ονομαστικά. Βέβαια ο Πάρις είχε μια μικρή εκτίμηση σε κάθε λαμόγιο που ήξερε να κονομάει πολλά. Θυμάται την συμπάθεια που έτρεφε για τον κύριο Κοσκωτά του παρελθόντος συστήματος ΠΑΣΟΚ και σίγουρα δεν του κρατούσε κακία.  Εδώ είχε αγαπήσει τον ιδεολογικό του αντίπαλο από μια φωτογραφία καθώς εξερχόταν από το πρωθυπουργικό αεροπλάνο μαζί με την σχέση του. Αυτός είναι άντρας έλεγε, σκεφτόμενος ότι πολύ θα ήθελε και τούτος να πηδήξει την ζωντοχήρα απέναντι αλλά η μοίρα  τον ήθελε να προσαρμόζεται με τον δεκαπενθήμερο άοσμο έρωτα της Νίτσας.

Όταν δεν μπορείς να δαγκώσεις ένα χέρι σκεφτόταν τότε το γλύφεις και τούτη ήταν η φιλοσοφία που του έφερνε την επιβίωση μέχρι ετούτη τη στιγμή. Όμως  τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα το τελευταίο διάστημα και έπρεπε να βρει ένα εχθρό που να είναι στα μέτρα του.
Στο τέλος σιγουρεύτηκε πως όλοι αυτοί οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι έτρωγαν ένα μεγάλο κομμάτι από τον προϋπολογισμό του κράτους και μια λύση για την δική του ευζωία θα ήταν να πήγαιναν σπίτι τους.
Για φαντάσου σκέφτηκε να ήταν και ο Ντούκος δημόσιος υπάλληλος θα μου κουβαλούσε τα καφάσια ή θα μου ζήταγε και τα ρέστα.  Εδώ δεν είναι στο Δημόσιο -αν και μας το είχαν υποσχεθεί κάποτε-  ο Βλάμης μου που είναι μορφωμένος και το καλύτερο παιδί και θα ανεχόμαστε τον κάθε τεμπέλη;
Σε αυτό βέβαια συμφωνούσε και το καμάρι του και φυσικά η Νίτσα του που ήξερε πως το σωστό είναι ότι πει ο άντρας της.

Τώρα που έχει στο μυαλό του τις επόμενες εκλογές είναι σίγουρος ότι ο καλύτερος νοικοκύρης είναι ο κύριος Σαμαράς μια και έχει σταθεί στα πόδια του με τόσο πόλεμο που του έχουν κάνει οι εσωκομματικοί αντίπαλοι.  Δεν του αρέσει η Ντόρα μια και δεν θέλει τις γυναίκες στην εξουσία, αλλά κάτι ακόμα τον χαλάει και με το πολιτικό της παρελθόν.
Τον σημερινό πρωθυπουργό ούτε που θέλει να τον δει στα μάτια του μα ούτε και κανένα άλλο ως αρχηγό από το κακό ΠΑΣΟΚ  που δεν είναι σαν την Νέα Δημοκρατία η οποία μαθαίνει από τα λάθη της και ως τον φοίνικα βγαίνει ανανεωμένη με καινούργιο δέρμα στην πολιτική σκηνή.

Ο Βλάμης του ξέρει και από ιντερνέτ και κάθε τόσο γράφει τις απόψεις του για το κυνήγι κεφαλών που χρειάζεται ο δημόσιος τομέας της χώρας ελπίζοντας σε μια καλύτερη μέρα το παιδί μια και είναι μορφωμένο με κορνιζαρισμένο πτυχίο στο σαλόνι του σπιτιού του.  Βέβαια ακόμα δεν έχει βρει κοπέλα, αλλά σε αυτό φταίει η έκπτωση των αξιών γύρω μας και ίσως η γνωστή ρήση του πατέρα του που έλεγε ανέκαθεν πως όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες.  Βέβαια δεν θα μπορούσε να πει τούτο για την αγαπημένη του μαμά την Νίτσα, αλλά τώρα πια δεν βγαίνουν τέτοιοι αφοσιωμένοι άνθρωποι.

Αυτός ήταν ο κύριος Παπαρίδης  και σίγουρα η ιστορία του δεν είναι συναρπαστική μια και δεν κατέβασε την κατοχική σημαία όπως ο Γλέζος από την Ακρόπολη.
Αν δεν είναι συναρπαστική η ιστορία του διαθέτει μια καταλυτική σκέψη, που μπορεί να οδηγήσει με σιγουριά σε θάνατο εκτός από την δική του γενιά και τις επόμενες.
Τέτοιοι Παπαρίδηδες (σε διαβάθιμιση) είμαστε όλοι μας και σαν σκεφτεί κάποιος πως δεν τον αφορά αυτός ο χαρακτηρισμός τότε του αξίζει επιπλέον και ένα παράσημο που πιστοποιεί την ταυτότητα του.
Δεν σκέφτεται όμως λάθος ο κύριος Παπαρίδης γιατί ότι απόψεις έχει σε ένα σκέλος είναι σωστές .  Ότι βλέπει στη ζωή του είναι η ερμηνεία που δίνει στον κόσμο και αυτό συνιστά το ελάττωμα του  βρίσκεται στην ανυπαρξία εναλλακτικών σκέψεων.
Αυτό που λείπει από τον κύριο Παπαρίδη μας και σαφώς από τον πτυχιούχο Βλάμη, είναι η Παιδεία μιας ξεχασμένης γνώσης που σε ένα παρατεταμένο μεσαίωνα φρικτού ύπνου περιμένει τις παγκόσμιες ανάγκες να την ανακαλύψουν.  Άν ήξερε τι θέλει ο Παπαρίδης θα το επέβαλε στον εαυτό του και στους άλλους φτιάχνοντας μια άλλη Πολιτεία με βία ή με ειρήνη.
Τα πάντα για τον διαχρονικό Παπαρίδη είναι δώρα από ένα ελεήμονα που κάποτε ονομάζεται Θεός και άλλοτε η Εξουσία του.
Τολμάμε να πάμε στο ληξιαρχείο της σκέψης μας και να αλλάξουμε όνομα;
Ο Παπαρίδης είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρξει το νέο άγνωστο όνομα της ιστορίας.
Θα μπορούσαμε να γίνουμε κατά τον Όμηρο από Κανένας της ζωής σε Οδυσσέα γιό του Λαέρτη; Αυτό όμως θα μας το πει ο Βλάμης που αναπαράγει ένα μίσος για τον διαχωρισμό των ανθρώπων, ενώ θα μπορούσε να έχει αγωνιστικότητα  με φιλοσοφία για ότι με άγνοια πτυχίου ονομάζει Πολιτεία.
Θα μπορούσε να μάθει ο Βλάμης πως η Αντιγόνη πολέμησε τον Κρέοντα, αλλά κάτω από την σκέψη «Εγώ δεν γεννήθηκα για να μισώ»  Ο μπαμπάς υπήρξε και δεν χρειάζεται να τον σκοτώσουμε στη μνήμη μας γιατί είναι η δική μας εξέλιξη που οφείλουμε να την αποδεχόμαστε.

Τι λες Βλάμη μου;   Θα τα καταφέρουμε  να αλλάξεις όνομα;
Τώρα είναι όλα στα χέρια σου  και τούτη την ευκαιρία την δίνει μόνο η ανθρώπινη ζωή με την τραγική της υπόσταση.
Θα σου πρότεινα να μάθεις τι έπαθε ο Κρέοντας αν προλαβαίνεις στο μεσοδιάστημα που διαλαλείς τις βεβαιότητες του μίσους μιας άποψης τυλιγμένης σε πτυχία που γράφουν «Εγώ ξέρω».

Η καρέκλα είναι έτοιμη και σε περιμένει να καθίσεις για να σκεφτείς.
Θεός και δούλος φίλε Βλάμη, είσαι Εσύ του εαυτού σου.